Παρουσιάζουμε αποσπάσματα από την ομιλία που έκανε ο Γιώργος Τυρίκος – Εργάς, στις 29 Ιανουαρίου 2020 στη Λέσβο, στα πλαίσια εκδήλωσης – παρουσίασης του βιβλίου «Αιγαιοπελαγίτες Πρόσφυγες στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», που πραγματοποιήθηκε στην κατάμεστη Αίθουσα Εκδηλώσεων του Νέου Κτιρίου του Αρχαιολογικού Μουσείου Μυτιλήνης.
Την εκδήλωση διοργάνωσαν οι Φίλοι της Ιστορικής Μνήμης και Πολιτιστικής Δημιουργίας και η ΕΣΗΕΠΗΝ.
Είναι η ιστορία της γιαγιάς του από την Κάλυμνο, της Ελένης Παύλου, που μαζί με τη μητέρα της, τη θεία της και τις δύο της ξαδέρφες, έκανε το προσφυγικό ταξίδι στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πούλησαν χωράφια και σπίτι, πήραν κάποιες χρυσές λίρες και πλήρωσαν βαρκάρηδες για να γίνει το ταξίδι στα απέναντι τουρκικά παράλια στην Αλικαρνασσό.
Ήταν η προσφυγική διαδρομή που ξεκίναγε από ένα άγονο νησί που δεν μπορεί κανείς να βιοποριστεί εύκολα, εκτός από τη θάλασσα, που όμως σε περίοδο πολέμου, αυτό είναι σχεδόν απαγορευτικό.
Στην παρέμβασή του ο κ. Τυρίκος τόνισε πως: «Zω επειδή ένα βιολογικό ον κατάφερε να ζήσει αρκετά και να αναπαραχθεί, γι’ αυτό είμαι εδώ».
Και συνέχισε λέγοντας: «Το 1943 μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών υπήρχε τρομερή πείνα και μεγάλες πιέσεις από τους Γερμανούς. Για να φανταστείτε το μέγεθος της πείνας, η θεία μου ήταν παράλυτη μέχρι τα έξι της χρόνια που τότε τη στήριξε ο Ερυθρός Σταυρός και μπόρεσε και συνήλθε και για να μην κλαίει της έδιναν ένα κουκούτσι ελιάς ή ένα κομμάτι ξύλο για να το πιπιλάει και να μην γκρινιάζει. Ήταν τόση η απελπισία της μάνας της που προσευχόταν στην Αγία Αικατερίνη να την πάρει κοντά της για να μην τυραννιέται.
Από την Αλικαρνασσό (το Μποντρούμι όπως το έλεγαν τότε) με τα πόδια και μέσα από ορεινές διαδρομές, μαζί με άλλους πρόσφυγες, έφτασαν τελικά στη Συρία, στο Χαλέπι. Εκεί έμειναν κάποιους μήνες και μετά πήγαν στην Παλαιστίνη στη Γάζα, στο κάμπ. Εκεί η κατάσταση δεν ήταν και η καλύτερη, πολλά παιδιά πέθαιναν και η γιαγιά μου φοβόταν, αλλά τελικά η προσφυγική γυναικοπαρέα από την Κάλυμνο, κατάφερε να καταλήξει φιλοξενούμενη μίας οικογένειας στην Παλαιστίνη.
Έμεναν στο κατώι ενός δίπατου σπιτιού, στην αρχή μαζί με τα ζώα. Η μητέρα της δούλευε στο σπίτι και η θεία που ήξερε από υφαντική τέχνη, είχε βρει κάποια δουλειά και στην ουσία ήταν αυτή που συντηρούσε την οικογένεια.
Αυτό που θυμόταν και έλεγε συχνά, ήταν το πόσο καλοί ήταν οι σπιτονοικοκύρηδες που τους είχαν επιτρέψει να μένουν στο ισόγειο του σπιτιού, αλλά και πως μία γιαγιά εκεί κοντά την έμαθε και εκείνη να γνέθει, μία τέχνη που την κράτησε μέχρι που γύρισε στην Κάλυμνο.
Μία μέρα έκλεψε ένα κουτάκι ζάχαρη και την κυνηγούσε ένας μουστακαλής και τελικά της το χάρισε για «χαλάλι» της. Άλλη μία φορά την πονούσε το δόντι της και για να περάσει χρειαζόταν ένα ποτό που ήταν ακριβό και δυσεύρετο, με αποτέλεσμα να το κλέψει και όπως θυμόταν, ήταν η μοναδική φορά που μέθυσε και κοιτώντας ένα καντήλι που είχαν στο σπίτι «έβλεπε» τους ποντικούς να είναι πιασμένοι χέρι-χέρι και να χορεύουν.
Γυρίσανε πίσω το 1948-1949.
Η γιαγιά μου στήριζε ιδιαίτερα το κίνημα των αιμοδοτών, ήταν από τις πρώτες που το οργάνωσαν στην Κάλυμνο. Όταν ήρθαν στο νησί οι πρώτοι πρόσφυγες της σημερινής εποχής, έπλυνε σταφύλια και πήγε να τους τα δώσει, καλωσορίζοντάς τους με τα λίγα αραβικά που ήξερε. Δυστυχώς αυτοί ήταν Κούρδοι και δεν ήξεραν αραβικά. Η ίδια απαντούσε στο ερώτημα γιατί τους μοίραζε σταφύλια, ότι «εγώ γι’ αυτά τα σταφύλια υπάρχω και εσείς γι’ αυτά τα σταφύλια ζείτε».
Υπάρχουμε γιατί κάποιοι άνθρωποι στη Μέση Ανατολή ήταν ευγενικοί με τους δικούς μας πρόσφυγες, αλλιώς θα είχαν χαθεί.
Στη σημερινή εποχή ένας τσαγκάρης από το Χαλέπι που ήρθε στο καταφύγιο της “Αγκαλιάς” που έχουμε στην Καλλονή και του δώσαμε ένα τοστ και κάποιες μπανάνες και χώρο για να κοιμίσει τα παιδιά του, μέχρι να ξεκινήσει το άλλο πρωί για τη Μυτιλήνη, μου έδωσε το κλειδί του μαγαζιού του, που ήταν το πιο πολύτιμο πράγμα που είχε, είχε κλειδώσει το τσαγκάρικό του όταν έφυγε. Μου είπε ότι όταν κάποτε τα πράγματα ηρεμήσουν και επιστρέψουν, τότε με αυτό το κλειδί είσαι καλεσμένος στο μαγαζί μου».
Ο κ. Τυρίκος έκλεισε την ομιλία του λέγοντας ότι: «Είμαι βέβαιος πως ό,τι κάνουμε και ό,τι δίνουμε “αντηχεί” στην ιστορία και θα “αντηχεί” και στη μνήμη, αιώνες μετά. Μετά από χρόνια θα βρεθούν οι απόγονοί τους, να φτιάξουν τη δικιά τους ιστορία, τη δικιά τους ζωή, να βρεθούν σε αντίστοιχες εκδηλώσεις σε καλύτερες συνθήκες και να πουν ότι περάσαμε από την Ελλάδα και μας φέρθηκαν καλά, αν μη τι άλλο, μπορέσαμε και επιβιώσαμε».
Νάσος Μπράτσος
Αναδημοσίευση από : https://www.ert.gr