Με αφορμή όλες τις μάνες που πάλεψαν για μια καλύτερη ζωή για τα παιδιά τους και για αυτό φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν και κάποιες εκτελέστηκαν κιόλας, Μεταφερόμαστε στις φυλακές Αβέρωφ όπου μια κομμουνίστρια μάνα γράφει στην κόρη της λίγο πριν ξημερώσει και περάσει στην αθανασία. Αυτή η επιστολή αποτελεί μυθοπλασία αλλά υπάρχουν εκατοντάδες παρόμοιες επιστολές με πραγματικούς παραλήπτες. Αφιερωμένο σ όλες τις μάνες, σ όλες τις γυναίκες. Ειδικά αφιερωμένο στην Σεφέρη Κωστούλα.
Δεν θέλω να πεθάνω. Όμως είναι ο δρόμος που τελειώνει κάπου εδώ για μένα, κι εσύ τώρα παιδί μου, ψυχή μου, θα βαδίσεις με τα δικά σου βήματα, με τους δικούς σου όρους. Μας τσάκισαν τα πόδια, μας ξερίζωσαν τα νύχια, μα η καρδιά στη θέση της. Η καρδιά μου κόκκινη, ζωντανή και πιο νέα από ποτέ. Τόσα χρόνια αγώνα , στέκουν εδώ μπροστά μου και με συντροφεύουν.
Ομορφιά μου, σε βλέπω κι εσένα, να απορείς. Είσαι μικρή για να καταλάβεις, όμως είμαι σίγουρη ότι όταν πρέπει θα καταλάβεις. Κι εσύ μου φαίνεται να στέκεις μέσα στο μικρό μου κελί και μ αγκαλιάζεις. Σε φιλώ στα χέρια, στο μέτωπο και στα μικρά σου χεράκια. Είναι τόσο μικρά… η αγκαλιά σου ίσα που χωρά μια κούκλα πάνινη της μάνας μου. Θα δεις… κάποτε θα χωρά όλον τον κόσμο. Το ξέρω.
Μη λυγάς που θα λείπω. Μη λυγάς που θα χεις πυρετό και δεν θα βρίσκομαι στο πλάι σου για να σε τρίψω με ξυδόνερο για να πάρω την κάψα από το κεφαλάκι σου. Μη λυγάς γιατί μόνο έτσι θα πέσει ο πυρετός, μόνο έτσι θα σταθείς στο μπόι σου και επιτέλους θα σηκωθείς τόσο ψηλά όσο σου ταιριάζει. Όπως ταιριάζει σε κάθε άνθρωπο με τη δική μας μοίρα. Όχι δεν σε εγκαταλείπω.
Πεθαίνω για να ζήσεις με αξιοπρέπεια και αισιοδοξία. Θα ζω μέσα από σένα και μέσα από τόσες άλλες φωνές. Θα με βλέπεις, θα με ακούς, θα με νιώθεις σε χιλιάδες ανθρώπους που θα ενώνουν τη φωνή τους με τη δική σου για το δίκιο. Το δίκιο παιδί μου να ζητάς. Το δίκιο της τάξης σου κι όχι το δίκιο που θα σου φορέσουν.
Καρδούλα μου, σε αφήνω. Ξημερώνει πάντα μετά το βράδυ. Στις χαραυγές που θα δεις, εκεί κάπου θα μαι για να σε καλημερίζω. Το νου σου να χεις και μην ξεχνάς ότι όταν ο θάνατος είναι για έναν μεγάλο σκοπό, όπως αυτός για μια κοινωνία δίχως εκμετάλλευση κι αφεντάδες , τότε ο θάνατος είναι αγώνας. Και εσύ να αγωνίζεσαι. Να πιστεύεις στη δύναμη σου. Να μην πιστέψεις ποτέ ότι δεν άξιζε ο αγώνας μας. Να τον υπερασπίζεσαι και να τον τιμάς. Όχι με λουλούδια και κεριά, μα με πείσμα και ταξική συνείδηση. Τίποτα δεν πάει χαμένο και μην επιτρέψεις σε κανέναν να σε πείσει για το αντίθετο. Θα σε δείχνουν δεκάδες δάκτυλα ανθρώπων. Αυτά δεν θα ναι για καλό. Εσύ τα δάκτυλα και την καρδιά των συντρόφων να πιστεύεις. Μην ντραπείς που θα σε πουν ορφανή. Οι γονείς σου δεν ήταν παράπλευρες απώλειες ούτε τους έφαγε το χτικιό για να λυπάσαι.
Το ξημέρωμα περνάμε στην αθανασία… πλάι με τους συντρόφους μου, πλάι και μ άλλες μάνες που απόψε γράφουν τη διαθήκη τους κι αυτές ,σε μια κόρη ή σ έναν γιο. Τον θάνατο τον νικήσαμε την ίδια στιγμή που δεν προδώσαμε , που μας πήραν τα μωρά μας μέσα από τα χέρια μας κι αντέξαμε. Κι εσύ να αντέχεις. Κι εσύ να μην προδώσεις. Κανέναν και ποτέ. Κι αν έστω υπάρχει η περίπτωση να μην καταλάβεις και τραβήξεις άλλον δρόμο από αυτόν που πρέπει, μην προδώσεις.
Δεν είμαι αλύγιστη, είμαι πεισμένη. Φώναξα, έκλαψα, πόνεσα αλλά πιστεύω ότι μόνο αυτός ο δρόμος άξιζε για να διαβώ. Όταν χτυπήσει η σφαίρα την καρδιά μου, θα ακούω το πρώτο σου κλάμα και θα χαμογελάω.
Να προσέχεις και να μου γράφεις. Κάθε μέρα να μου γράφεις. Έτσι θα μαι κοντά σου. Κάθε μέρα. Να μου μιλάς. Να μου διαβάζεις. Έτσι τελικά θα μεγαλώσεις και θα μ έχεις γνωρίσει.
Σου αφήνω ένα κόκκινο μαντήλι που μου χάρισε ο πατέρας σου λίγο πριν τον πάνε στο απόσπασμα και ένα βιβλίο με ποιήματα του Ναζίμ Χικμέτ. Αντί για παραμύθι που δεν πρόλαβα να σου διαβάσω, σου υπόσχομαι
«καὶ θά ῾ρθει ἡ μέρα ἡ ποθητή ἡ μέρα της ειρήνης τῆς λευτεριᾶς σου ὦ ναὶ θά ῾ρθει
ἡ μέρα ποὺ θ᾿ ἁρπάξουμε τὶς λόγχες
ποὺ μὲς στὸ αἷμα τὸ δικό μας
ἔχουνε βαφτεί».Σε φιλώ.
Μ.Σ.