Του Κώστα Γ. Παπακωνσταντίνου από το Petrovouni.blogspot.com
Οι ΑΠΕ εξελίσσονται σε μια νέα μαζική χρήση γης που κάνει «εκμεταλλεύσιμες» εκτάσεις απαλλαγμένες μέχρι τώρα από επενδύσεις ή έντονες ανθρώπινες δραστηριότητες. Όμως αυτές ακριβώς είναι οι ακέραιες φυσικές περιοχές που είναι πολύτιμες για την βιοποικιλότητα, η οποία ήδη ασφυκτιά από έλλειψη ζωτικού χώρου. Μοναδική σωτηρία είναι να χωροθετούνται οι ΑΠΕ κατά προτεραιότητα εκεί όπου ήδη υπάρχουν ανθρώπινες δραστηριότητες και όχι να καταλαμβάνουν άθικτες περιοχές.
Η παγκόσμια αγωνία για επιτάχυνση των μέτρων κατά της κλιματικής κρίσης, που εστιάζει στην απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, και η πολιτική επιλογή για επιτάχυνση της «ανάπτυξης» μέσω των ΑΠΕ αποτελούν ένα συνδυασμό κυριολεκτικά θανατηφόρο για την άγρια φύση: Αναζητώντας περιοχές ελκυστικές για τους επενδυτές, με γη άμεσα διαθέσιμη, χωρίς «ανταγωνιστικές» ανθρώπινες δραστηριότητες, καταλήγουν σε μαζικές (μικρές και μεγάλες) επενδύσεις σε φυσικές περιοχές που μέχρι τώρα δεν είχαν έντονη ανθρώπινη χρήση. Ωστόσο, ακριβώς γι αυτό τον λόγο, αυτές οι περιοχές είναι πολύτιμες για την βιοποικιλότητα και παρέχουν τις καλύτερες οικοσυστημικές λειτουργίες. Ο οικολογικός χωροταξικός σχεδιασμός για τις ΑΠΕ πρέπει να αντιστρέψει τις προτεραιότητες: οι ΑΠΕ πρέπει πρώτα να χωροθετούνται σε γη που ήδη έχει τροποποιηθεί από τον άνθρωπο για γεωργία, κατοικία, μεταφορές, βιομηχανία, τουρισμό κ.λπ. Οι παρθένες φυσικές περιοχές πρέπει να είναι η τελευταία επιλογή, αλλιώς οι ΑΠΕ θα καλύψουν τα τελευταία κενά που έμειναν στον χάρτη.
Το ισχύον πολιτικοοικονομικό σύστημα έτσι κι αλλιώς βλέπει μόνο επενδύσεις ως λύση σε οποιοδήποτε πρόβλημα και αναζητεί επιχειρηματικές ευκαιρίες σε κάθε κρίση. Όσοι, όμως, υποστηρίζουν άκριτα τις ΑΠΕ, εστιάζοντας στο «ενεργειακό», οφείλουν να αφήσουν το αστήρικτο «έτσι κι αλλιώς όλα θα χαθούν από την κλιματική αλλαγή» και να αναγνωρίσουν την σοβαρότατη απειλή για την βιοποικιλότητα από την απώλεια ζωτικού χώρου από την καταστροφή και τον κατακερματισμό των οικοσυστημάτων.
Άγρια φύση απέμεινε όπου δεν υπήρχαν (έντονες) ανθρώπινες δραστηριότητες και υποδομές
Τι ζητούν τα άγρια ζώα και επιλέγουν πού θα ζήσουν; Για παράδειγμα, τι ζητούν:
· Στα βουνά η αρκούδα, ο λύκος, ο λύγκας;
· Στις απομονωμένες νησίδες οι Φώκιες και τα θαλασσοπούλια;
· Στα δυσπρόσιτα και στενά σημεία των ποταμών η Βίδρα;
· Στις «περιθωριακές» γεωργικές εκτάσεις η Χαλκοκουρούνα, η Πετροτουρλίδα, η Γαλιάντρα, ο Λιβαδόκιρκος και άλλα σημαντικά «καμπίσια» πουλιά;
· Στις λοφώδεις περιοχές της Θράκης ο Μαυρόγυπας;
· Στα ορεινά δάση με απότομες δυσπρόσιτες πλαγιές ο Λευκονώτης Δρυοκολάπτης;
Ας μην βιαστούμε να απαντήσουμε «ζητούν κατάλληλο βιότοπο».
· Οι αρκούδες, οι λύκοι και οι λύγκες κάποτε είχαν καλύτερο βιότοπο σε πεδινές περιοχές με άφθονη τροφή.
· Οι φώκιες κάποτε ζούσαν στις άνετες αμμουδιές των μεγάλων νησιών και όχι σε σπηλιές στις νησίδες (όπου αρκετά μωρά φωκάκια χάνονται με την θαλασσοταραχή κάθε φθινόπωρο) – επίσης τα θαλασσοπούλια φώλιαζαν άνετα στα μεγάλα νησιά αφού απουσίαζαν από εκεί τα χερσαία σαρκοφάγα.
· Η Βίδρα κάποτε ήταν πιο κοινή στα πεδινά ποτάμια με τα πολλά ψάρια.
· Οι αριθμοί και η ποικιλία των «καμπίσιων» πουλιών κάποτε ήταν ασύγκριτα μεγαλύτεροι στις μεγάλες πεδιάδες – μαζί, φυσικά, με τεράστιους αριθμούς από άγρια φυτοφάγα και σαρκοφάγα ζώα και ποικιλία ενδιαιτημάτων.
· Ο Μαυρόγυπας κάποτε ήταν διαδεδομένος σε πολλές πεδινές και ημιορεινές περιοχές με αραιά δάση και άφθονα κοπάδια φυτοφάγων ζώων.
· Ο Λευκονώτης απλά θέλει άφθονα γέρικα και νεκρά δέντρα για να βρίσκει άφθονα ξυλοφάγα έντομα – όχι απότομες κλίσεις εδάφους.
Γιατί, λοιπόν, αυτά τα είδη κατέληξαν να ζουν εκεί που τα βρίσκουμε σήμερα; Η απάντηση είναι προφανής: Ζουν εκεί που οι ανθρώπινες δραστηριότητες και «υποδομές» είναι περιορισμένες. Ειδικά για τα μεγάλα θηλαστικά και αρπακτικά πουλιά, τα οποία έχουν ανάγκη όχι απλά από «ήσυχες γωνιές» αλλά από μεγάλες αδιαίρετες εκτάσεις, η σημερινή κατανομή τους δεν ακολουθεί κάποιο ενδιαίτημα αλλά ταυτίζεται με την απουσία ανθρώπινων δραστηριοτήτων[1]. Έτσι, σήμερα:
· Μόνο στις μεγάλες οροσειρές βρίσκουν οι αρκούδες, οι λύκοι και (ιδίως) οι λύγκες ακέραιες εκτάσεις εκατοντάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων.
· Μόνο στις νησίδες βρίσκουν οι φώκιες και τα θαλασσοπούλια ασφάλεια και ησυχία χωρίς λιμάνια, ανθρώπους, φώτα και σαρκοφάγα κατοικίδια (σκύλοι, γάτες – συνοπτικά για την μοναδική αξία των ακατοίκητων νησίδων βλ. “Πριν την Εδέμ”).
· Μόνο στις απόμακρες κοιλάδες βρίσκουν οι Βίδρες ησυχία και ασφαλείς όχθες
· Μόνο στις περιθωριακές γεωργικές εκτάσεις, χωρίς αναδασμούς, χημικά και μηχανές βρίσκουν τα καμπίσια πουλιά το παραδοσιακό ποικιλόμορφο αγροτικό τοπίο.
· Μόνο στην Θράκη, ειδικά γύρω από την Δαδιά, βρίσκουν οι Μαυρόγυπες τέτοια ακέραιη έκταση χαμηλού υψομέτρου χωρίς πυλώνες, καλώδια, δρόμους, χωριά και με κυρίαρχες τις χαμηλής έντασης παραδοσιακές ανθρώπινες χρήσεις (γεωργία, κτηνοτροφία, δασοπονία) .
· Μόνο στις απότομες πλαγιές χωρίς δρόμους – εκεί που δεν φτάνουν οι υλοτόμοι-βρίσκει ο Λευκονώτης πολλά παλιά και γέρικα δέντρα.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι σήμερα σημαντικές φυσικές περιοχές είναι απλά οι περιοχές που δεν «αξιοποίησε» άνθρωπος με τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα μέσα, στα πλαίσια των μέχρι σήμερα δραστηριοτήτων του. Είναι ό,τι γλίτωσε μετά από 10.000 χρόνια συνεχούς ανθρώπινης επέκτασης, πρώτα με το τσεκούρι, την φωτιά, τον κασμά και το υνί και πιο πρόσφατα με τα μηχανικά μέσα[2]. Είναι οι υγρότοποι που δεν ήταν δυνατόν να αποξηρανθούν, η γη που δεν μπορούσε να καλλιεργηθεί ή να κατοικηθεί, τα δάση σε πολύ απότομες, βαλτώδεις ή άλλες περιοχές όπου δεν μπορούσαν να κοπούν εύκολα[3], οι ακτές και οι νησίδες που δεν κάνουν για λιμάνια ή τουρισμό, οι πηγές που ήταν ασύμφορο να εγκιβωτισθούν και γενικά κάθε αφιλόξενη και ακατάλληλη για τον άνθρωπο γη. Είναι επίσης, η γη που δεν στάθηκε δυνατό να αλλάξει μαζικά χρήση και διατηρεί τα παραδοσιακά, πλούσια σε βιοποικιλότητα αγροτοκτηνοτροφικά οικοσυστήματα με αγρανάπαυση, μικρούς κλήρους, φυτοφράκτες, αναβαθμίδες, ξερολιθιές, σκόρπια δέντρα και, γενικά, παραδοσιακές «εκτατικές» χρήσεις γης (γεωργία, κτηνοτροφία, δασοπονία) στις οποίες έχουν προσαρμοσθεί πολλά από τα πιο μικρόσωμα ζώα, ασπόνδυλα και σημαντικό μέρος της άγριας χλωρίδας[4].
Στην πράξη, τα μέρη που απέφυγαν την «μετατροπή» από τον άνθρωπο χαρακτηρίζονται από μεγάλα υψόμετρα, χαμηλά εδάφη με δύσκολη ή αδύνατη αποστράγγιση, δύσκολη πρόσβαση, απότομες κλίσεις, βραχώδες έδαφος, έλλειψη νερού (ή, γενικά, ασύμφορη άρδευση), ακραίες περιβαλλοντικές συνθήκες (π.χ. μεγάλη αλατότητα, παθογόνοι μικροοργανισμοί), αφιλόξενο κλίμα, έλλειψη καταφυγίων, ακραίες καιρικές συνθήκες κ.λπ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί κάποιες περιοχές «καλές» για τον άνθρωπο να «την γλίτωσαν» ή να επανέκαμψαν λόγω ιστορικών ή πολιτικών συγκυριών (παραμεθόριες περιοχές, ύφεση μετά από πολέμους, εκκλησιαστική ή βασιλική περιουσία που έτυχε να μείνει «εκτός χρήσης» κ.λπ.) αλλά πρόκειται για εξαιρέσεις.
Τα ίδια ισχύουν σε όλον τον κόσμο. Άγρια φύση απέμεινε μόνο εκεί που δεν μπόρεσε μέχρι τώρα να δραστηριοποιηθεί έντονα ο άνθρωπος. Οι ακέραιες περιοχές στις οποίες βλέπουμε (στα ντοκιμαντέρ) τις συγκλονιστικές εικόνες με τα μεγάλα κοπάδια των Γκνου στο Σερενγκέτι[5], των Σάιγκα στις στέπες, των Καριμπού στην Αλάσκα, η άγρια ομορφιά τουYellowstone, τα δάση του Αμαζονίου είναι πάντα περιοχές ακατάλληλες για εντατική ανθρώπινη χρήση. Οι πραγματικά καλές και παραγωγικές περιοχές, τα πραγματικά πλούσια βοσκοτόπια, η πραγματικά εύφορη γη, τα πραγματικά φιλόξενα «κλίματα», εκεί που κανονικά θα αντικρίζαμε μυθικές εικόνες με εκατοντάδες εκατομμύρια άγριων ζώων (όχι δεκάδες χιλιάδες όπως στις πιο εντυπωσιακές εικόνες που μπορούμε να δούμε σήμερα) έχουν προ πολλού μετατραπεί σε «ανθρώπινο βιότοπο».
Συνεπώς, όταν έρθει η ώρα της διαχείρισης και προστασίας των σημαντικών φυσικών περιοχών, ειδικά εκείνων που φιλοξενούν σπάνια και μεγαλόσωμα είδη πανίδας, πρέπει να θυμόμαστε ότι: Πρώτον αυτά είναι τα τελευταία φυσικά μέρη που απέμειναν και καμία περεταίρω υποβάθμιση και απώλεια δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Τα άγρια ζώα δεν έχουν πού αλλού να πάνε. Δεύτερον, προκειμένου να προστατεύσουμε και να διαχειριστούμε ορθά αυτές τις περιοχές, πρέπει να διαφυλάξουμε το σημαντικότερο χαρακτηριστικό τους: την περιορισμένη ανθρώπινη χρήση και τις περιορισμένες «υποδομές». Οι περιοχές αυτές πρέπει να μείνουν χωρίς (ή, έστω, με λίγους) δρόμους, καλώδια, φώτα, τσιμέντο, άσφαλτο, οικισμούς, φράκτες, κανάλια, αποθήκες, εργοστάσια, χημικά, οχήματα, πλεούμενα, αεροπλάνα, ελικόπτερα, drones, τουρίστες, κυνηγούς, σκυλιά…
Και όταν, επιτέλους, φάνηκε να τελειώνουν τα «καλά μέρη για εκμετάλλευση»…
Όταν , επιτέλους, ήρθε και η Νομοθεσία για να «κατοχυρώσει» τις σημαντικές φυσικές περιοχές που απέμειναν[6], για πρώτη φορά είχαμε τη βάσιμη ελπίδα ότι, επιτέλους, αυτές που γλίτωσαν θα μείνουν ήσυχες. Αφού από τη μία υπήρχε νομική προστασία και από την άλλη δεν υπήρχε σοβαρό επενδυτικό ενδιαφέρον, πιστέψαμε ότι, επιτέλους, τα απρόσιτα βουνά, οι ασβεστολιθικοί λόφοι, οι νησίδες, οι απρόσιτες κοιλάδες, η εκτατική γεωργική γη θα έμεναν στην ησυχία τους. Ακόμη πιο σημαντικό, στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση η προστασία της άγριας φύσης θεσπίστηκε όχι ως διατήρηση καλών δειγμάτων αλλά ως Δίκτυο Προστατευόμενων Περιοχών -το περιβόητο Natura-2000. Η ακεραιότητα αυτού του Δικτύου, δηλαδή η αποτελεσματική προστασία άθικτων περιοχών και η βιώσιμη διαχείριση των μεταξύ τους εκτάσεων, είναι η βασική προϋπόθεση προστασίας της βιοποικιλότητας – προκειμένου να διατηρηθούν βιώσιμοι πληθυσμοί και εκτάσεις ικανές να διατηρήσουν λειτουργίες οικοσυστημάτων.
Μέσα σε αυτό το Δίκτυο δεν θα ανησυχούσαμε πια μήπως αποξηρανθεί ένας υγρότοπος ή μήπως «εξαφανιστεί από τον χάρτη» μια ολόκληρη περιοχή. Θα ασχολούμασταν με την «διαχείριση» της φύσης, π.χ. βλάστησης, οικοτόπων, υδάτων, εισβολικών ειδών, τη δαχείριση δραστηριοτήτων (επισκεπτών, «βοσκοϊκανότητας», αλιείας κ.λπ.), την φύλαξη (για κυνήγι, συλλογή άγριων φυτών ή ζώων, κάποια εκχέρσωση, κάποια διάνοιξη δρόμου σε μαντρί ή κεραία), την οικολογική γεωργία, τον ποιοτικό τουρισμό και προϊόντα και άλλα παρόμοια με τα οποία θα έπρεπε να ασχολούνται όσοι εμπλέκονται με τις προστατευόμενες περιοχές.
Και τότε….
… ήρθαν οι επενδύσεις ΑΠΕ
Κοινό χαρακτηριστικό όλων των ΑΠΕ είναι ότι μπορούν να «αξιοποιήσουν» γη που μέχρι τώρα δεν είχε αξία για κάτι άλλο. Φυσικά, μπορούν να αναπτυχθούν και σε ήδη τροποποιημένη γη, αλλά η πραγματική επιχειρηματική ευκαιρία είναι η εκμετάλλευση νέων μεγάλων αδιαίρετων, συνήθως δημόσιων, εκτάσεων. Δεκαετίες ολόκληρες είχε η οικονομία της αγοράς να βρει τέτοιο «πεδίον δόξης λαμπρό» για να απλωθεί. Σε αυτό το έτσι κι αλλιώς ελκυστικό επενδυτικό κλίμα προστέθηκε η επιδότηση της δραστηριότητας και το εγγυημένο κέρδος με αποτέλεσμα να γίνονται συμφέρουσες ακόμη και προτάσεις επιχειρηματικά καταδικασμένες σε μια ελεύθερη οικονομία (σε σχέση με το κόστος της επένδυσης ή και με τις αντικειμενικές δυνατότητες παραγωγής[7]) και ενεργειακά ασύμφορες (σε σχέση με τους πόρους που δεσμεύει η κατασκευή και λειτουργία τους). Ακόμη και δυσπρόσιτες, «άγριες» περιοχές, που απαιτούν δυσανάλογα μεγάλα έργα πρόσβασης και «μετατροπής», έγιναν με μιας ελκυστικές για επενδύσεις. Αυτό το καλοδέχτηκαν και οι τοπικοί Δήμοι, αφού οι “άχρηστες” γι αυτούς νησίδες και βουνοκορφές θα απέδιδαν έσοδα και ίσως κάποιες θέσεις εργασίας.
Έτσι, όταν ήρθε η ώρα χωροθέτησης των ΑΠΕ, ξεκίνησε ένα θανατηφόρο για την άγρια φύση γαϊτανάκι: πίεση για άμεσα μέτρα –ανάγκη για άμεσες επενδύσεις –άμεσα ελκυστικό τοπίο για επενδυτές –χωροθέτηση εκεί όπου δεν υπάρχει ανταγωνισμός και η γη είναι φθηνή. Έτσι καταλήξαμε στον χωροταξικό σχεδιασμό του 2008[8] που επιτρέπει οι ΑΠΕ να χωροθετηθούν πρακτικά οπουδήποτε και, φυσικά:
– – Τα Αιολικά σχεδιάζονται κατά προτεραιότητα σε απάτητες βουνοκορφές, λοφοσειρές και νησίδες
– – Τα Μικρά Υδροηλεκτρικά σχεδιάζονται κατά προτεραιότητα σε απρόσιτα μέχρι τώρα φαράγγια και ήσυχες απόμερες κοιλάδες
– -Οι καλλιέργειες «ενεργειακών φυτών» σχεδιάζονται κατά προτεραιότητα σε «ξεχασμένες» περιοχές όπου προηγουμένως είχαμε αγρανάπαυση και παραδοσιακές ξερικές καλλιέργειες[9]
Μια περίοδος «ειρήνης» για την άγρια φύση πήρε απροσδόκητα τέλος. Εκατοντάδες ανέγγιχτες περιοχές έγιναν ή γίνονται πεδίο μεγάλων κατασκευαστικών έργων (εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας, γραμμές μεταφοράς ρεύματος, δρόμοι, κτήρια και επιπλέον, στις νησίδες, λιμάνια, ελικοδρόμια, δεξαμενές νερού….).
Τι προκαλούν οι επενδύσεις ΑΠΕ στην άγρια φύση;
Οι επιπτώσεις στην άγρια ζωή από την κατασκευή και λειτουργία αυτών των έργων ΑΠΕ μπορούν να ταξινομηθούν ως εξής:
Α. Άμεση καταστροφή οικοσυστημάτων από τα έργα: εκβραχισμοί, τσιμεντόστρωση, κοπή δέντρων, καταστροφή βλάστησης κ.λπ.
Β. Οδική πρόσβαση σε μέχρι τώρα απρόσιτες περιοχές: σοβαρό και πολύ παραγνωρισμένο πρόβλημα το οποίο συνοψίζουμε στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III και το οποίο δεν επιδέχεται μετριασμό. Από την στιγμή που γίνει προσβάσιμη μια παρθένα περιοχή… τελείωσε! Λίγο αλλάζει αν από τα 40 ή 50 χιλιόμετρα σχεδιαζόμενων νέων δρόμων (συχνά τόσα και περισσότερα χρειάζεται ένας νέος Αιολικός Σταθμός Παραγωγής Ηλεκτρικής Ενέργειας – ΑΣΠΗΕ) στο τέλος τα περιορίσουμε σε 25 ή 30[10]. Ανάλογο είναι το πρόβλημα με τα λιμενικά έργα που κάνουν εύκολα προσβάσιμες νησίδες μέχρι τώρα απρόσιτες.
Γ. Όχληση, εκτοπισμός και αποπροσανατολισμός άγριων ζώων από τα φώτα τη νύχτα (ολέθριες επιπτώσεις ιδίως στις νησίδες) και από τον θόρυβο και την κίνηση των ανεμογεννητριών.
Δ. Άμεσοι θάνατοι από πρόσκρουση στις ανεμογεννήτριες (τεράστιο πρόβλημα για τα αρπακτικά πουλιά και τις νυχτερίδες), από αποπροσανατολισμό τη νύχτα από τα φώτα (ιδίως στις νησίδες) και από τις γραμμές μεταφοράς ρεύματος.
Ε. Διαταραχή της ροής των επιφανειακών νερών από την διακοπή της ροής από τα μικρά υδροηλεκτρικά και το πυκνό οδικό δίκτυο σε ορεινές περιοχές (πρόβλημα που μπορεί να έχει ποικίλες επιπτώσεις, από αύξηση της θολερότητας σε ορεινά ποτάμια – και αχρήστευσή τους για την πέστροφα- μέχρι αυξημένο κίνδυνο πλημμυρών (βλ. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II)
Στ. Κατακερματισμός ενδιαιτημάτων (από τα «τείχη» ανεμογεννητριών και φωτών, από το οδικό δίκτυο) και επιβάρυνση των συνθηκών ζωής ειδικά για τα μεγαλόσωμα είδη.
Όλα αυτά δεν πρέπει να τα εκτιμήσουμε με κριτήριο την γνωστή μας εξημερωμένη φύση που έχει συνηθίσει τα φώτα, τον θόρυβο, τους δρόμους, τα αυτοκίνητα, τα καλώδια, την όχληση και τον κατακερματισμό. Μιλάμε για ευαίσθητα οικοσυστήματα, που υπάρχουν ακριβώς λόγω της απουσίας υποδομών. Επίσης, μιλάμε για άγρια είδη ευαίσθητα, ολιγάριθμα, με χαμηλό ρυθμό αναπαραγωγής και χαμηλή φυσική θνησιμότητα – άρα ευάλωτα ακόμη και σε πολύ μικρές αλλαγές. Αυτά καταστρέφουν (ειδικά) οι ΑΣΠΗΕ άμεσα, μέσω απευθείας θανάτων και απώλειας ενδιαιτήματος, και έμμεσα, μέσω υποβάθμισης των συνθηκών ζωής και χαμηλής αναπαραγωγικής επιτυχίας.
Το χειρότερο, όμως, βρίσκεται όχι στην κάθε περιοχή χωριστά, αλλά στις συνολικές αθροιστικές επιπτώσεις των έργων ΑΠΕ. Ακόμη και μικρές κατά τόπους επιπτώσεις αθροιζόμενες γίνονται θανατηφόρες και οδηγούν στην άμεση ή σταδιακή εξαφάνιση ειδών. Όσο γεμίζει ο χάρτης με τα έργα ΑΠΕ, βλέπουμε να δημιουργείται ένα πυκνό δίκτυο που απλώνεται στις πιο απομακρυσμένες και ανέγγιχτες περιοχές. Πρόκειται για ένα «καρκίνωμα» μέσα στον ιστό του Δικτύου των Προστατευόμενων Περιοχών, ένα «σαράκι» που διαλύει την ακεραιότητα και την συνοχή των οικοσυστημάτων και απειλεί ολόκληρους μεταπληθυσμούς[11]. Η τελική συνολική εικόνα των σχεδιαζόμενων έργων ΑΠΕ στην Ελλάδα, ειδικά των αιολικών πάρκων στους ορεινούς όγκους και των υδροηλεκτρικών στις κοιλάδες, αποτελεί εφιαλτικό σενάριο για την άγρια φύση.
Δεν γίνεται να μπαίνουν ΑΠΕ σε φυσικές περιοχές αλλά «με σεβασμό στο περιβάλλον»;
Το κύριο οικολογικό πρόβλημα από τις ΑΠΕ, η «άλωση» άθικτων περιοχών και η αλλοίωση της ακεραιότητας των Δικτύου Προστατευόμενων Περιοχών, δεν επιδέχεται αληθινού μετριασμού (γι αυτό απαιτείται ένα ξεκαθάρισμα ζωνών a priori αποκλεισμού). Ωστόσο, πολλοί εξακολουθούν καλόπιστα να προσδοκούν ότι οι Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) και η Ειδική Οικολογική Αξιολόγηση (ΕΟΑ) που συνοδεύει τα έργα σε προστατευόμενες περιοχές μπορούν να εντοπίσουν το πρόβλημα και να μετριάσουν τις επιπτώσεις επιβάλλοντας αυστηρούς περιβαλλοντικούς όρους και αλλαγές στον σχεδιασμό. Πρέπει να καταλάβουν ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει ούτε θεωρητικά ούτε στην πράξη: Θεωρητικά είναι αδύνατον να εκτιμηθούν οι αληθινές επιπτώσεις (μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες) όλων αυτών των έργων ΑΠΕ, ειδικά οι αθροιστικές. Στην πράξη, οι όποιες επιστημονικές αντιρρήσεις θάβονται κάτω από την πολιτική και επιχειρηματική πίεση υπέρ των επενδύσεων (πόσο μάλλον «πράσινων επενδύσεων»).
Όσον αφορά το αμιγώς επιστημονικό σκέλος, χρειάζονται χρόνια έρευνας, συλλογής και επεξεργασίας δεδομένων, πανάκριβα μέσα (όπως η δορυφορική παρακολούθηση) και πολύ υψηλή επιστημονική επάρκεια ώστε να μπορεί να τεκμηριωθούν οι συχνά μικρές αλλαγές στις παραμέτρους αναπαραγωγής και επιβίωσης για τα ευαίσθητα είδη στα οποία αναφερόμαστε[12]. Με την υπάρχουσα χρηματοδότηση (από τον επενδυτή), τα περιορισμένα χρονικά πλαίσια και την πληθώρα έργων, οι ΜΠΕ και ΕΟΑ είναι εντελώς αδύνατο να προβλέψουν τις προοπτικές επιβίωσης αυτών των ειδών – ειδικά τις ολέθριες επιπτώσεις από τη διάνοιξη οδικού δικτύου. Συνήθως περιορίζονται στην εκτίμηση πιθανότητας πρόσκρουσης και τον προσδιορισμό των πιο ευαίσθητων περιοχών κοντά στις φωλιές. Πάνω από όλα δεν υπάρχει εκτίμηση των αθροιστικών επιπτώσεων για το σύνολο των έργων ΑΠΕ σε ευρύτερες γεωγραφικές περιοχές κάτι που απαιτεί ακόμη πιο ακριβές μακρόχρονες και λεπτομερείς έρευνες σε δίκτυα οικοσυστημάτων και μεταπληθυσμούς για τα οποία απουσιάζει βασική έρευνα[13].
Στην πράξη, ακόμη και εάν ο (αμειβόμενος από τον επενδυτή) ερευνητής καταφέρει να τεκμηριώσει πρόβλημα δεν τολμά να προτείνει περικοπές που να ακυρώσουν κάποιο έργο. Η πίεση (συμπεριλαμβανομένων απειλών) από τους επενδυτές και τους πολιτικούς παράγοντες τόσο στους μελετητές (που αυτοί πληρώνουν) όσο και προς τα στελέχη των υπηρεσιών περιβάλλοντος σε Περιφέρειες, Αποκεντρωμένες Διοικήσεις και ΥΠΕΝ είναι πολύ μεγάλη (συχνά η συμπεριφορά των επενδυτών ΑΠΕ προκειμένου να εξασφαλίσουν τις αδειοδοτήσεις, δεν διαφέρει σε τίποτα από εκείνη άλλων «άγριων» επενδυτών). Το να ακυρωθεί μια επένδυση «για μερικά Όρνια» ή ένα ζευγάρι Σπιζαετού, ειδικά, μάλιστα, όταν ο επενδυτής έχει ήδη ξοδέψει για μελέτες, φαντάζει σαν αστείο. Έτσι βλέπουμε μελέτες να αποκρύβουν κρίσιμα ζητήματα ή, συνήθως, να καταλήγουν αυθαίρετα στο συμπέρασμα «μη σημαντικών» μέτριων επιπτώσεων ακόμη και εκεί όπου η ύπαρξη σοβαρού κινδύνου είναι εξόφθαλμα εμφανής[14]. Έτσι, στην καλύτερη περίπτωση, οι ΜΠΕ και ΕΟΑ «κόβουν» μερικές ανεμογεννήτριες ή αλλάζουν την χάραξη ενός δρόμου. Ποτέ δεν έχουν προταθεί τόσο μεγάλες περικοπές και αυστηροί περιβαλλοντικοί όροι που να κάνουν το έργο ασύμφορο – πόσο μάλλον να απορριφθεί συλλήβδην ένα έργο ως περιβαλλοντικά απαράδεκτο. Για τους ίδιους λόγους, κατά την λειτουργία των έργων πολύ συχνά δεν τηρούνται περιβαλλοντικοί όροι – π.χ., εκείνος της οικολογικής παροχής από τα μικρά υδροηλεκτρικά.
Το πόσο ασύμμετρα υπέρ των επενδυτών είναι το κλίμα φαίνεται και από το ότι συχνά οι ίδιες ΜΠΕ και ΕΟΑ, οι οποίες υποτίθεται ότι εστιάζουν στο φυσικό περιβάλλον, ευθαρσώς επικαλούνται την «αναπτυξιακή» προοπτική των έργων και κρίνουν εξ αρχής ως κάτι θετικό την διάνοιξη δρόμων, την κατασκευή λιμανιών, την ύπαρξη φωτισμού, την αυξημένη ανθρώπινη χρήση. Δηλαδή δεν αποδέχονται defacto, αλλά βλέπουν θετικά την αναγκαστική καταστροφή της φυσικότητας των προστατευόμενων περιοχών. Είναι φυσικό να το κάνουν αυτό οι επενδυτές[15], απαράδεκτο να το κάνουν οι μελετητές της ΜΠΕ και της ΕΟΑ. Εδώ εντοπίζεται και η πηγή της αγανάκτησης στα καταστροφικά έργα ΑΠΕ: ότι οι επενδυτές και οι πολιτικοί που τα εγκαινιάζουν δεν μιλούν, έστω, για μια αναπόφευκτη θυσία αλλά διατυμπανίζουν το καλό που κάνουν στις περιοχές αυτές με τις «ευφυείς» επενδύσεις τους.[16] Σε άλλες περιπτώσεις, επενδυτές και μελετητές αφήνουν να εννοηθεί ότι η στόχευση στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής δίνει αυτόχρημα «οικολογικό πρόσημο» στο έργο και «απαλλαγή περιβαλλοντικών όρων» («το έργο γίνεται για το καλό του περιβάλλοντος και γι αυτό δεν έχει επιπτώσεις» έχουμε δει να γράφεται σε ΜΠΕ…).
Επίσης, οι ΜΠΕ και ΕΟΕ συχνά προτείνουν μεθόδους μετριασμού επιπτώσεων που κάνουν περισσότερη ζημιά. Για παράδειγμα προτείνουν μεθόδους, όπως σειρήνες, που τρομάζουν και διώχνουν μακριά από τις ανεμογεννήτριες τα πουλιά ή τα αποτρέπουν από το να τραφούν κοντά σε αυτές. Η μέθοδος αυτή, μάλιστα, πλέον μπαίνει άκριτα στους Περιβαλλοντικούς Όρους ως μέσο μετριασμού των επιπτώσεων, προκαλώντας «από χέρι» εκτοπισμό των πουλιών και υποβάθμιση των ΖΕΠ. Σε άλλες περιπτώσεις προτείνονται και εφαρμόζονται μαζικές φυτεύσεις, συχνά με ξενικά είδη, αλλοιώνοντας ανοιχτές περιοχές κατάλληλες για αρπακτικά και με πλούσια μεσογειακή χλωρίδα. Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις, οι μελετητές και επενδυτές «βολεύονται» εστιάζοντας μόνο στην πιθανότητα ατυχημάτων και στους τρόπους αποφυγής τους, χωρίς να «αγγίζουν» την συνολική υποβάθμιση των περιοχών, τον κατακερματισμό των ενδιαιτημάτων και τη διάλυση της συνοχής του Δικτύου.
Ο οικολογικός διχασμός
Αφού κανένα έργο, όσο επιζήμιο κι αν είναι, δεν απορρίπτεται στην διάρκεια της θεσμοθετημένης αδειοδότησης, μοναδική λύση για να αποτραπούν κάποια έργα είναι ο ακτιβισμός, οι καταγγελίες και οι δικαστικές προσφυγές από τοπικούς φορείς και οικολογικές οργανώσεις που εστιάζουν στην προστασία της φύσης. Αυτοί συχνά κατηγορούνται περιφρονητικά ως ΝΙΜΒΥ (Not In My BackYard – «όχι στην αυλή μου»). Ταυτόχρονα, το λόμπι υπέρ των επενδύσεων ΑΠΕ στηρίζεται από ένα επίσης δραστήριο και σημαντικό μέρος του οικολογικού χώρου, ευαισθητοποιημένων πολιτών και επιστημόνων που εστιάζουν στην κλιματική αλλαγή και το ενεργειακό και την «απολιγνιτοποίηση». Αυτοί συχνά κατηγορούνται ως φερέφωνα των επενδυτών (βλ. ΓΛΩΣΣΑΡΙ στο τέλος: Οι αιολικάδες, οι ΝΙΜΒΥ και οι ΙΜΒΥ).
Αυτή η κατάσταση φουντώνει ως ένα χάος προσφυγών και ακραίων αντιπαραθέσεων (αλλά και καθυστερήσεων στα έργα) και εμπεριέχει το σπέρμα ενός πραγματικού «οικολογικού διχασμού». Αυτό επιτείνεται από το γεγονός ότι το κεντρικό οικολογικό πρόβλημα που περιγράφουμε εδώ, η επέλαση του ανθρώπου σε άθικτες περιοχές κι η αλλοίωση της συνεκτικότητας – ακεραιότητας του Δικτύου των Προστατευόμενων Περιοχών, δεν επιδέχεται μετριασμού ούτε ενδιάμεσες συμβιβαστικές λύσεις και θέσεις. Από τη στιγμή που μια παρθένα περιοχή ανοίξει σε επενδύσεις, τα μέτρα «περιορισμού των επιπτώσεων» είναι συχνά χωρίς νόημα. Δεν υπάρχουν πολιτικά ορθές θέσεις του τύπου «το έργο είναι προβληματικό». Είσαι υπέρ ή κατά.
Αρχικά μπορούμε να πούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος του οικολογικού χώρου ήταν «γενικά υπέρ» και οι αντιδρώντες στις ΑΠΕ εμφανίζονταν ως «γραφικοί» ΝΙΜΒΥ. Καθώς όμως συνεχίζουν να εμφανίζονται απαράδεκτα έργα (π.χ. ΑΣΠΗΕ στην Μάνη στα Άγραφα, στα Ακαρνανικά, στην Θράκη και, το τρομερότερο όλων, στις ακατοίκητες νησίδες του Νότιου Αιγαίου) και καθώς αρχίζει να συμπληρώνεται το παζλ και να διαμορφώνεται η τελική εικόνα (π.χ. στην Καρυστία αλλά και, πλέον, σε ολόκληρη την ορεινή Ελλάδα), ολοένα περισσότεροι αλλάζουν άποψη.
Η αλήθεια είναι ότι, με εξαίρεση εκείνους που από την αρχή τηρούν σταθερή «οριζόντια» στάση εστιάζοντας στην άγρια ζωή (π.χ. η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρία), οι περισσότεροι αντιδρούν όταν οι «άγριες» επενδύσεις χτυπήσουν την δική τους πόρτα και πλήττουν το τοπίο, την παράδοση, την πολιτιστική τους κληρονομιά. Οι υποστηρικτές των ΑΠΕ θα πρέπει να σεβαστούν όλους αυτούς και να μην τους κατατάσσουν περιφρονητικά στους ΝΙΜΒΥ. Πρέπει να αφήσουν τους αφορισμούς «εδώ δεν θέλετε, εκεί δεν θέλετε, πού, στην ευχή, θέλετε!» και να αντιληφθούν ότι ο χωροταξικός σχεδιασμός είναι όντως πολύ προβληματικός. Αν ολοκληρωθούν τα έργα που σχεδιάζονται, το οικολογικό κίνημα θα διχαστεί αμετάκλητα – κανείς δεν πρόκειται να συγχωρήσει εκείνους που στήριξαν αυτό το τερατούργημα!
Μόνη η λύση η εξαίρεση περιοχών[17]
Για να αποφύγουμε, λοιπόν:
– – Την καταστροφή των άθικτων περιοχών που απέμειναν και της ακεραιότητας του Δικτύου των Προστατευόμενων Περιοχών
– – Τον «οικολογικό διχασμό», αλλά και
– – Την άδικη ταλαιπωρία πολλών επενδυτών
… πρέπει ο νέος Χωροταξικός Σχεδιασμός να αλλάξει φιλοσοφία. Οι ΑΠΕ να μην χωροθετούνται στις φυσικές περιοχές ή, τουλάχιστον, να μην εγκρίνεται η χωροθέτησή τους εκεί αν δεν εξαντληθούν οι δυνατότητες εγκατάστασης σε ήδη τροποποιημένη γη. Υπάρχουν πολλές δυνατότητες σε γεωργικές περιοχές, κατά μήκος των εθνικών οδών, σε περιαστικές ζώνες, σε βιομηχανικές περιοχές, σε περιοχές που έμειναν μετά από εξορυκτικές δραστηριότητες…
Μια άλλη πρόταση είναι να αποκλειστούν οι επενδύσεις ΑΠΕ μόνο από τις Προστατευόμενες Περιοχές (Natura-2000). Αυτό θα μπορούσε να είναι μια συμβιβαστική λύση, και επιτρέπει εγκαταστάσεις ΑΠΕ σε πολλές περιοχές. Έχει ωστόσο το μειονέκτημα ότι και οι ζώνες ανάμεσα στις Προστατευόμενες περιοχές έχουν αξία για την συνοχή του Δικτύου. Άλλωστε, πολλές εκτάσεις που είχαν προταθεί από την επιστημονική κοινότητα ως Natura-2000 τελικά έμειναν απέξω[18]. Μια λύση θα ήταν να γίνεται ΜΠΕ και ΕΟΑ γι αυτές τις εκτός Δικτύου περιοχές όπως γίνονται τώρα εντός των Προστατευόμενων Περιοχών.
Μια τελική «γραμμή άμυνας» είναι οι Ζώνες Αποκλεισμού που έχει προτείνει η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρία κυρίως ορίζοντας αποστάσεις ασφαλείας γύρω από φωλιές. Αυτό δεν αρκεί για να προστατέψει την ακεραιότητα του Δικτύου αλλά θα μπορούσε να εφαρμοστεί για περιοχές εκτός. Βέβαια, μακάρι να εφαρμόζονταν έστω και αυτές οι προδιαγραφές. Αν γινόταν αυτό, κανείς δεν θα τολμούσε να προτείνει το ανήκουστο έργο πάνω στις νησίδες του Νότιου Αιγαίου, με απόσταση ασφαλείας από τις αποικίες Μαυροπετρίτη μόλις τα 300 μέτρα!
Εκείνο που επίσης πρέπει οπωσδήποτε να θεσμοθετηθεί είναι η πρόβλεψη των αθροιστικών επιπτώσεων από όλα τα έργα ΑΠΕ μαζί. Αυτό ξεπερνά τις πραγματικές δυνατότητες της κάθε ΜΠΕ και ΕΟΑ που χρηματοδοτεί ο ίδιος ο επενδυτής. Πρέπει να χρηματοδοτούνται ανεξάρτητες μελέτες σε επίπεδο μεγαλύτερων γεωγραφικών περιοχών, π.χ. ανά Περιφέρεια ή (πιο επιστημονικά) ανά Ζωογεωγραφική περιοχή ή ανά κάθε διακριτό πληθυσμό (ή μεταπληθυσμό) ευαίσθητων ειδών (π.χ. μια συνολική εκτίμηση των επιπτώσεων όλων των σχεδιαζόμενων αιολικών πάρκων σε σχέση με τον πληθυσμό Όρνιων της Αιτωλοακαρνανίας /Στερεάς – έτσι δεν θα εγκρίνονταν ποτέ τα «Άγραφα»). Επίσης, αυτές οι μελέτες, που θα μπορούν να προτείνουν και σοβαρά αντισταθμιστικά μέτρα, θα πρέπει να πληρώνονται από ταμείο που θα επιβαρύνει τους επενδυτές (χωρίς να είναι αυτοί οι «εργοδότες»).
Το νέο Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο (ΕΧΠ) για τις ΑΠΕ προβλέπει αξιολόγηση της μέχρι τώρα κατάστασης και των επιπτώσεων των ΑΠΕ στις περιοχές Natura και στο τοπίο (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I). Ωστόσο, δεν αποτελεί εχέγγυο για μια αποφασιστική στροφή (για παράδειγμα, εστιάζει στο πώς θα μετριασθούν οι επιπτώσεις σε κάθε περιοχή). Πρέπει σαφώς να δοθεί κατεύθυνση για αποκλεισμό ολόκληρων περιοχών και όχι ζωνών μέσα σε κάθε περιοχή.
Δηλαδή, να βάζουμε τις ΑΠΕ δίπλα μας; Φυσικά, ΝΑΙ! Και αν είναι «οχλούσες», πάλι δίπλα μας πρέπει να τις βάλουμε. Η κλιματική αλλαγή είναι δικό μας πρόβλημα. Εμείς το δημιουργήσαμε και εμείς πρέπει να πληρώσουμε τις επιπτώσεις, όχι εκείνοι (η άγρια ζωή) που δεν φταίνε σε τίποτα. Φυσικά, τότε θα υπάρξουν πολλές αντιδράσεις από εκείνους που θα βλέπουν ανεμογεννήτριες από το παράθυρό τους. Ήρθε μάλλον η ώρα να αποκαλυφθούν οι πραγματικοί ΝΙΜΒΥ. Επίσης, τότε οι επενδύσεις ΑΠΕ ίσως να μην είναι και τόσο ελκυστικές αφού θα εγκαθίστανται σε πιο ακριβή γη. Ήρθε η ώρα να δούμε ποιοι πραγματικά θέλουν να βοηθήσουν τον πλανήτη ΓΗ και όχι απλά να εξυπηρετήσουν την επιχειρηματικότητα (βλ. ΓΛΩΣΣΑΡΙ στο τέλος).
Η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης δεν είναι ένα απλό ζήτημα. Η συνολική περιβαλλοντική κρίση αφορά απειλή αντίστοιχη με εκείνην ενός καταστροφικού πολέμου. Απαιτούνται γενναίες πολιτικές αποφάσεις – όπως ακριβώς ζητούν τα κινήματα (και εκφράστηκαν από την πολύ παραστατικά και δίκαια οργισμένη Greta Thunberg στην Συνέλευση του ΟΗΕ). Θα αποτελεί ιστορικό ατόπημα αν αντί για έναν γενναίο χωροταξικό σχεδιασμό για τις ΑΠΕ, αποκριθούμε επιταχύνοντας επενδύσεις στα φυσικά οικοσυστήματα. Αν δεν υπάρξει τώρα για αυτό το θέμα σοβαρή και εκτενής διαβούλευση και (γιατί όχι;) αναστάτωση, πότε θα υπάρξει;
Η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης δεν είναι μεγαλύτερη προτεραιότητα από την προστασία της βιοποικιλότητας;
Η κλιματική αλλαγή είναι μια οδυνηρή πραγματικότητα. Αποτελεί, όμως, απάτη το να υπαινισσόμαστε ότι ήρθε ως «κεραυνός εν αιθρία» για να διαλύσει έναν αγγελικά πλασμένο κόσμο. Η πορεία μας ήταν έτσι κι αλλιώς καταστροφική και έπρεπε να αλλάξει. Δεν μπορούμε, για παράδειγμα, να ανησυχούμε για την λειψυδρία λόγω κλιματικής αλλαγής όταν η παγκόσμια κατανάλωση νερού έχει ήδη τετραπλασιαστεί μέσα στον 20ο αιώνα και η αύξηση συνεχίζεται. Ακόμη και αν αποτρέπαμε και αντιστρέφαμε την κλιματική αλλαγή, ο «εφιάλτης της λειψυδρίας» θα έρθει αν δεν αλλάξουμε ριζικά την διαχείριση του νερού, δεν περιορίσουμε την σπατάλη και δεν δούμε τις λίμνες, τις πηγές και τα ποτάμια ως οικοσυστήματα και όχι μόνο ως «πόρους».
Ακόμη χειρότερα, ο πραγματικός εφιάλτης για τον πλανήτη – μη αντιστρέψιμος σε ορίζοντα εκατομμυρίων ετών- είναι η απώλεια της βιοποικιλότητας. Όταν μέσα σε μισό αιώνα ο άνθρωπος εξαφάνισε το 60% των πληθυσμών των άγριων ζώων, δεν έχουμε το δικαίωμα να εξαφανίσουμε και άλλα είδη και να καταστρέψουμε και άλλα οικοσυστήματα στο όνομα της κλιματικής αλλαγής. Πάντως (για οικονομία χώρου και από σεβασμό σε όσους ειλικρινά ανησυχούν) στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II αναλύουμε το επιχείρημα «έτσι κι αλλιώς η μεγαλύτερη απειλή για τη φύση είναι η κλιματική αλλαγή» (δεν είναι – τουλάχιστον έτσι διατυπωμένο) .
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και ο ΟΗΕ έχουν θέσει την απώλεια της βιοποικιλότητας ως άμεση απειλή για την επιβίωση της ανθρωπότητας που πρέπει να αντιμετωπιστεί ισότιμα και παράλληλα με την κλιματική αλλαγή. Όταν, δε, εστιάζουν στην κλιματική αλλαγή, πάλι αναγνωρίζουν ότι η βιοποικιλότητα, η υγεία και η ακεραιότητα των οικοσυστημάτων είναι η κύρια άμυνα του πλανήτη στην κλιματική κρίση[19]. Αυτό αφορά όχι μόνο παγκόσμια οριζόντιες οικοσυστημικές λειτουργίες όπως η απορρόφηση CO2 η παραγωγή τροφίμων, η επικονίαση αλλά και αναρίθμητες κατά τόπους λειτουργίες: Τα ορεινά μεσογειακά δάση δροσίζουν το τοπικό μικροκλίμα και διατηρούν το χιόνι εμπλουτίζοντας τον υδροφόρο ορίζοντα, η βλάστηση στα πρανή των λόφων εμπλουτίζει τον υδροφόρο και αποτρέπει τις πλημμύρες, οι παράκτιοι υγρότοποι και οι αμμόλοφοι προστατεύουν από την ανύψωση της στάθμης της θάλασσας και τα ακραία καιρικά φαινόμενα κ.λπ.
Όταν, λοιπόν, επιτρέπουμε να ανοίγουν δεκάδες χιλιόμετρα δρόμων μέσα από ελατοδάση της Νότιας Ελλάδας και πάνω σε εκτάσεις που κρατούν χιόνι το χειμώνα (αυτά, δηλαδή, που περιμένουμε να μας προστατέψουν όταν η θερμοκρασία ανεβεί κι άλλο) πρόκειται για κανονική αυτοκτονία.
Και η πράσινη ανάπτυξη;
Αν προσέξουμε, θα δούμε ότι οι ειδήσεις για επενδύσεις ΑΠΕ είναι περισσότερο ειδήσεις του «οικονομικού – αναπτυξιακού» ρεπορτάζ και όχι του «οικολογικού». Οι ΑΠΕ παρουσιάζονται πρωτίστως ως «ανάπτυξη» και όχι ως μέσο απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα. Ωστόσο, ο οικολογικός χώρος προτείνει τις οικονομικά βιώσιμες δραστηριότητες ως ένα μέσο για να σωθεί ο πλανήτης, όχι στόχο. Η «Πράσινη Οικονομία» πρέπει να παραμείνει μια «οικολογική στροφή» της ανθρωπότητας και όχι να παρουσιάζεται ως μια ευφυής «πράσινη απάντηση» στο αναπτυξιακό αδιέξοδο.
Οι ΑΠΕ μπορούν να φέρουν πραγματικά πολλές θέσεις εργασίας και να δώσουν και ώθηση στην οικονομία ιδίως (μόνο) αν είναι διασκορπισμένες και κοντά στον άνθρωπο (π.χ. φωτοβολταϊκά στις στέγες). Όταν όμως χρησιμοποιηθούν στον αγώνα για γρήγορη οικονομική διόγκωση, τότε καταλήγουμε στην σημερινή κατάσταση του να βάζουμε αιολικά και υδροηλεκτρικά όπου γίνεται πιο άμεσα και πιο κερδοφόρα.
Όταν μιλάμε, λοιπόν, για «πράσινη ανάπτυξη» πρέπει να διευκρινίζουμε (με εξίσου πηχυαίους τίτλους, όχι ως «υποσημείωση») ότι αυτή η ανάπτυξη είναι πολύ πιο χαμηλών ρυθμών από εκείνους στους οποίους έχει εγκλωβιστεί το σημερινό πολιτικοοικονομικό σύστημα[20]. Αλλιώς (και) αυτήν την «ανάπτυξη» θα την πληρώσει πάλι η άγρια φύση: η πανίδα, η χλωρίδα, τα οικοσυστήματα.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I: Το νέο Ειδικό Χωροταξικό Πλαίσιο για τις ΑΠΕ και οι Προστατευόμενες Περιοχές
Οι Προδιαγραφές για την αναθεώρηση του Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις ΑΠΕ (ΕΧΠ ΑΠΕ) περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα εξής (αντιγράφουμε):
Κεφάλαιο 2.4. Αξιολόγηση της συμβολής του ΕΧΠ στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος
– Αξιολόγηση των επιπτώσεων του ΕΧΠ ΑΠΕ στην προστασία και συνεκτικότητα του δικτύου Natura 2000 ως βασικού εργαλείου χωρικού σχεδιασμού για την προστασία της βιοποικιλότητας της χώρας.
– Αξιολόγηση των επιπτώσεων του ΕΧΠ ΑΠΕ στις διεθνείς δεσμεύσεις της χώρας στην προστασία συγκεκριμένων ειδών χλωρίδας και πανίδας (π.χ. κόκκινα βιβλία), και της ορνιθοπανίδας
– Αξιολόγηση της χωροθέτησης των ΑΠΕ βάσει κριτηρίων ευαισθησίας σε ό,τι αφορά ταπροστατευτέα αντικείμενα των περιοχών Natura 2000 προκειμένου οι αρμόδιες για την αδειοδότηση αρχές να λαμβάνουν τεκμηριωμένες αποφάσεις κατά τις φάσεις αδειοδότησης των έργων (σημαντικά κενά γνώσης σε εθνικό – περιφερειακό επίπεδο – όπως οι μεταναστευτικές διαδρομές και στενωποί – είναι απαραίτητο να καλυφθούν επαρκώς, για να επιτρέψουν τεκμηριωμένο και αποτελεσματικό χωροταξικό σχεδιασμό και να διευκολυνθούν οι αποφάσεις των αρμόδιων υπηρεσιών και φορέων).
Κεφάλαιο 3.2 .Αξιολόγηση των χωρικών συγκεντρώσεων εγκαταστάσεων ΑΠΕ (ανά κατηγορία ΑΠΕ και σε συνδυασμό) που βρίσκονται εντός ή επηρεάζουν περιοχές Natura 2000. Διερεύνηση τάσεων ανάπτυξης βάσει σταθμών ΑΠΕ βάσει: αιτήσεων για χορήγηση άδειας παραγωγής / Αδειών Παραγωγής / ΑΕΠΟ-ΠΠΔ / προσφορών σύνδεσης / αδειών εγκατάστασης κλπ καθώς και εντοπισμός / ανάλυση περιπτώσεων οι οποίες ενδέχεται να επηρεάζουν την ακεραιότητα των προστατευόμενων στοιχείων του ευρωπαϊκού δικτύου Νatura 2000.
Κεφάλαιο 4. Αξιολόγηση των κατευθύνσεων σχετικά με τις ζώνες αποκλεισμού, με ιδιαίτερη έμφαση στην εφαρμογή του άρθρου 6 της Οδηγίας 92/43, σε ό,τι αφορά το δίκτυο Natura 2000 και τα προστατευόμενα είδη χλωρίδας, πανίδας και ορνιθοπανίδας. Ιδιαίτερη αναφορά στην ανάγκη εναρμόνισης με την Εθνική στρατηγική Βιοποικιλότητας και την διατήρηση του δικτύου Natura 2000 ως εθνική προτεραιότητα και ευρωπαϊκή υποχρέωση της χώρας αλλά και την κατάλληλη ενσωμάτωση των ΑΠΕ σε αυτές.
– Αξιολόγηση των κατευθύνσεων σχετικά με τις αποστάσεις και ειδικότερα από ευαίσθητες θέσεις και στοιχεία βιοποικιλότητας.
– Αξιολόγηση των κατευθύνσεων σχετικά με την ένταξη των ΑΠΕ στο τοπίο.
Κεφάλαιο 5. Συνάφεια του ΕΧΠ ΑΠΕ με την στρατηγική για τη Βιοποικιλότητα και τις Προστατευόμενες Περιοχές.
– Συνάφεια του ΕΧΠ ΑΠΕ με τα Προεδρικά Διατάγματα και τις Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέτες των Περιοχών Natura 2000.
Κεφάλαιο 6. Αξιολόγηση της εφαρμογής του υφιστάμενου ΕΧΠ – Ανάδειξη ανάγκης αναθεώρησης
– Αναφορά των διατάξεων της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας τις οποίες το υφιστάμενο ΕΧΠ θα πρέπει να ενσωματώσει με ιδιαίτερη αναφορά σε εκείνες που αφορούν στην προστασία του ευρωπαϊκού δικτύου Natura 2000 και τη Βιοποικιλότητα
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II: «Οικολογικά» επιχειρήματα υπέρ των ΑΠΕ σε προστατευόμενες περιοχές
Όσοι υποστηρίζουν ότι οι επενδύσεις ΑΠΕ σε φυσικές περιοχές είναι ένα αναπόφευκτο τίμημα προκειμένου να αντιμετωπίσουμε την κλιματική αλλαγή συχνά επικαλούνται δύο (φαινομενικά) βάσιμα επιχειρήματα: ότι αναγκαστικά πρέπει να χωροθετηθούν «εκεί που υπάρχει η ενέργεια» (όπου «φυσάει» ή όπου το ποτάμι έχει γρήγορη ροή), και ότι «έτσι κι αλλιώς η βιοποικιλότητα απειλείται κι αυτή από την κλιματική αλλαγή». Ας τα δούμε:
Α. Οι ΑΠΕ πρέπει να μπαίνουν «εκεί που φυσάει»
Πρόκειται για το «δυνατό χαρτί» των επενδυτών διότι αυτοί διαθέτουν τα στοιχεία. Ωστόσο συχνά πρόκειται για αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Οι υποψήφιοι επενδυτές πρώτα εντοπίζουν μια βολική βουνοκορφή και διαθέσιμη κοιλάδα και μετά τοποθετούν τους σταθμούς μέτρησης, έχοντας προαποφασίσει τι επιθυμούν. Είναι απόλυτα λογικό ότι θα βρουν ικανή ροή αέρα η παροχή νερού, όταν μάλιστα βρίσκονται εντός γεωγραφικών ζωνών με ισχυρούς ανέμους ή μεγάλες κλίσεις. Κανείς δεν γνωρίζει αν το ίδιο θα ίσχυε και σε γειτονικές πεδινές ή αγροτικές περιοχές στις οποίες ο επενδυτής δεν θα επιθυμούσε να εμπλακεί. Για παράδειγμα, στην Σκύρο όλοι οι ΑΣΠΗΕ προβλέπονται στο πιο σημαντικό Νότιο ορεινό κομμάτι του νησιού, γύρω από το οποίο υπάρχει η μεγαλύτερη αποικία Μαυροπετρίτη στον κόσμο! Ωστόσο, στους γενικούς χάρτες με το αιολικό δυναμικό, Βόρειο και Νότιο νησί έχουν το ίδιο αιολικό δυναμικό. Γιατί λοιπόν να μην ταιριάζει για ΑΣΠΗΕ και το Βόρειο μέρος; Μα, είναι κατοικημένο! Αυτό ακριβώς πρέπει να αλλάξει.
Πρέπει, λοιπόν, από ένα θεσμικό πλαίσιο κομμένο και ραμμένο αποκλειστικά στο πώς θα ελκύσει επενδυτές, να περάσουμε σε ένα πραγματικά «οικολογικό» ΕΧΠ το οποίο θα συνυπολογίζει όλες τις παραμέτρους και όλες τις πραγματικές εναλλακτικές λύσεις. Ένα σχέδιο που, συνυπολογίζοντας τις ολέθριες συνέπειες, θα στοχεύει στην χωροθέτηση ΑΠΕ και σε «δεύτερες» περιοχές προκειμένου να γλιτώσουμε τόσες καταστροφές. Άλλωστε, πολλά μέρη της Ευρώπης με πολύ αναπτυγμένα ΑΣΠΗΕ έχουν χαμηλότερο αιολικό δυναμικό από πολλά μέρη της Ελλάδας.
Β. Έτσι κι αλλιώς η μεγαλύτερη απειλή για την βιοποικιλότητα είναι η κλιματική αλλαγή
Το επιχείρημα αυτό, έτσι διατυπωμένο δεν ισχύει: όχι μόνο δεν είναι η υπ’ αριθμόν ένα απειλή, αλλά από μόνη της δεν είναι καν απειλή η κλιματική αλλαγή για την βιοποικιλότητα (σε αντίθεση με το τεράστιο πρόβλημα για τον σύγχρονο άνθρωπο και τις υποδομές του). Το κλίμα αλλάζει συνεχώς, όχι μόνο σε κλίμακα γεωλογικών αιώνων (δεν μιλάμε για εποχές των δεινοσαύρων, δηλαδή) αλλά και πολύ πιο πρόσφατα. Στο Πλειστόκαινο (τα τελευταία 2 εκατομμύρια χρόνια) η μέση θερμοκρασία ανεβοκατεβαίνει με διαδοχικές εποχές παγετώνων ανάμεσα στις οποίες παρεμβάλλονται θερμές περίοδοι (και με πολλά ακόμη μικρότερα σκαμπανεβάσματα, όπου πολύ σύντομα θερμά ή ψυχρά «ιντερλούδια» παρεμβάλλονταν σε, αντίστοιχα, υγρές ή θερμές φάσεις). Σε μια τέτοια θερμή περίοδο ζούμε σήμερα, ανάμεσα στην προηγούμενη παγετώδη περίοδο, η οποία τελείωσε πριν 12.000 χρόνια, και στην επόμενη, η οποία (αν θεωρήσουμε ότι η σημερινή μεσοπαγετώδης περίοδος θα διαρκέσει περίπου όσο οι προηγούμενες) αναμένεται το πολύ σε λίγες χιλιάδες χρόνια. Σε τουλάχιστον μία προηγούμενη μεσοπαγετώδη περίοδο, περίπου πριν 125.000 χρόνια, η μέση θερμοκρασία του πλανήτη ήταν αισθητά μεγαλύτερη (ίσως >4 Co) από την σημερινή, μεγαλύτερη και από το «χειρότερο σενάριο» που προβλέπεται στην κλιματική κρίση που βιώνουμε. Σε αυτή την (τελευταία) φάση του Πλειστόκαινου, ο παγκόσμιος χάρτης και όλα τα είδη πανίδας (συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου) και χλωρίδας ήσαν τα ίδια ή παρόμοια με τα σημερινά (μείον όσα εξαφανίστηκαν). Δηλαδή όλα τα είδη που υπάρχουν σήμερα έχουν επιβιώσει σε μέσες θερμοκρασίες τόσο χαμηλότερες όσο και υψηλότερες από ό,τι σήμερα. Και ολόκληρη η σημερινή ακτογραμμή κάποιες περιόδους ήταν μακριά από την θάλασσα και κάποτε κάτω από το νερό.
Το κλίμα αλλάζει και σε πολύ στενότερη χρονική κλίμακα. Στα τελευταία 10.000, το λεγόμενο Ολόκαινο, που αντιστοιχεί με την έκρηξη της ανθρώπινης επίδρασης στον πλανήτη, έχουμε αξιοπρόσεκτες μεταβολές και έχουν υπάρξει περίοδοι με κλίμα θερμότερο από ό,τι έχουμε συνηθίσει στην νεότερη ιστορία (η σημερινή κλιματική κρίση, βέβαια, τείνει να τα ξεπεράσει αυτά). Για παράδειγμα, η Γροιλανδία («πράσινη γη») ήταν πράσινη και καλλιεργήσιμη όταν την βρήκαν οι Βίκινγκς στην αρχή της δεύτερης χιλιετίας. Τότε το κλίμα ήταν ζεστό. Ακολούθησε η λεγόμενη «Μικρή Παγετώδης Περίοδος» με αισθητά πιο ψυχρό κλίμα μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα. Μετά άρχισε ξανά να ανεβαίνει η θερμοκρασία, ψύχρανε λιγάκι στα μέσα του 20ου αιώνα και πλέον, σήμερα, έχουμε πάρει την ανηφόρα, αυτή τη φορά για ανθρωπογενείς λόγους.
Επίσης πολύ σημαντικό είναι ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι αλλαγές αυτές ήσαν πολύ γρήγορες και παρόμοιες σε ρυθμό με αυτές που βιώνουμε σήμερα. Σε ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα πριν περίπου 14.500 χρόνια, κατά το τέλος της προηγούμενης παγετώδους περιόδου, η παγκόσμια θερμοκρασία αναρριχήθηκε σε επίπεδα παρόμοια με τα σημερινά με φρενήρεις ρυθμούς (για να ξαναπέσει μετά πριν ανέβει ξανά…). Μετρήσεις στην Γροιλανδία δίνουν ενδείξεις για άνοδο μέχρι και 12 Co μέσα σε μόλις ένα αιώνα (!) και πιθανότατα (μικρότερες μεν αλλά) ανάλογες αυξήσεις έλαβαν χώρα και σε άλλα γεωγραφικά πλάτη. Μολονότι αυτές οι αλλαγές ήσαν γνωστές, κανείς δεν πίστευε αυτούς τους ρυθμούς μέχρι να γίνει η σύγχρονη ανάλυση στα στρώματα πάγου στους πόλους[21]. Αντίστοιχη ήταν και η άνοδος της στάθμης της θάλασσας (η οποία βρισκόταν 120 μέτρα κάτω από τα σημερινά επίπεδα μόλις 18.000 χρόνια πριν), η οποία ανέβαινε με ρυθμούς μεγαλύτερους από τους σημερινούς (μέχρι μισό εκατοστό ανά έτος) ενώ αναφέρεται και άνοδος έως και 10μ σε 800 χρόνια.[22] Επομένως δεν ευσταθεί ούτε το επιχείρημα ότι οι πολύ γρήγορες σημερινές αλλαγές είναι (από μόνες τους) πρόβλημα για την βιοποικιλότητα.
Σε αυτά τα σκαμπανεβάσματα η άγρια ζωή που δεν προσαρμοζόταν αντιδρούσε με τα ίδια μέσα: συρρίκνωση και επέκταση. Όταν το κλίμα γινόταν πιο θερμό, η βλάστηση της Κεντρικής Ευρώπης εποίκιζε βορειότερες περιοχές και ακολουθούσαν και τα είδη πανίδας. Η ανταπόκριση αυτή μπορούσε να είναι ταχύτατη, ειδικά σε κάποιες περιόδους στο τέλος του Πλειστοκαίνου, όπου κάποια «καιροσκοπικά» εύκρατα δασικά δέντρα (πεύκα, σημύδες, φουντουκιές) επεκτείνονταν προς τον Βορρά με ρυθμό ένα με δύο χιλιόμετρα ανά έτος. Ομοίως, τα είδη της αρκτικής επιβίωναν σε ψυχρούς «θύλακες» ακόμη πιο Βόρεια[23], τα είδη της Μεσογείου πήγαιναν προς την Κεντρική Ευρώπη κ.ο.κ. Σημαντικά καταφύγια δροσιάς ήσαν (να το θυμόμαστε αυτό!) και τα βουνά της Νότιας Ευρώπης στα οποία έβρισκαν επίσης καταφύγιο τα πιο ψυχρόβια είδη (ακόμη και σήμερα υπάρχουν στα ελληνικά βουνά είδη φυτών και εντόμων – κατάλοιπα από την εποχή των παγετώνων). Όταν το κλίμα γινόταν ξανά ψυχρό, η αντίστροφη πορεία άρχιζε και πλέον τα «θερμόφιλα» είδη υποχωρούσαν προς καταφύγια με καλό κλίμα στο Νότο. Το ίδιο συνέβαινε με το ανεβοκατέβασμα της στάθμης της θάλασσας: τα δέλτα των ποταμών, οι λιμνοθάλασσες, τα παράκτια οικοσυστήματα πήγαιναν μπρος – πίσω, νησιά εξαφανίζονταν και εμφανίζονταν.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο αντιδρούσαν και οι ανθρώπινοι πληθυσμοί. Όταν ανέβηκε η στάθμη της θάλασσας, απλά οι ανθρώπινες εγκαταστάσεις «τραβήχτηκαν πιο μέσα». Η κατάσταση εκείνη δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή, όπου μισό μέτρο ανόδου απειλεί υποδομές και παραγωγική γη με ζημιές αξίας τρισεκατομμυρίων. Γενικά, ο εφιάλτης της ραγδαίας κλιματικής επιδείνωσης για τον σύγχρονο πολιτισμό με τις αφύσικα διογκωμένες υποδομές, κτηνοτροφία και γεωργία δεν αφορά (άμεσα) την άγρια ζωή. Τα οικοσυστήματα δεν φοβούνται άνοδο στάθμης, πλημμύρες, ξηρασίες, χαλάζι, φωτιές, ύφεση, οικονομικά κραχ, πόλεμο, προσφυγιά, ένδεια, εγκληματικότητα, ηθική ή κοινωνική κατάρρευση. Αν τα αφήσουμε ήσυχα, ξέρουν πώς θα αντιδράσουν, το έχουν κάνει τόσες φορές στο παρελθόν.
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται το μεγάλο πρόβλημα για την βιοποικιλότητα από την κλιματική αλλαγή: Δεν θα τα αφήσουμε ήσυχα. Επομένως πρόβλημα υπάρχει, μεγάλο αλλά έμμεσο. Οι άνθρωποι δεν πρόκειται να αφήσουμε την άγρια φύση να αντιδράσει. Το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη είναι ήδη τροποποιημένο από τον άνθρωπο, γεμάτο εμπόδια στην μετακίνηση των ζώων (δρόμους, πόλεις, φράκτες, τείχη, τεχνητές λίμνες) και με τεράστιες αφιλόξενες εκτάσεις γεμάτες κινδύνους να παρεμβάλλονται μεταξύ των υπαρχόντων καταφυγίων άγριας ζωής. Έτσι έχει μειωθεί κατά πολύ ο φυσικός τρόπος αντίδρασης της άγριας ζωής, δηλαδή να εποικίζει περιοχές βορειότερα όσο θερμαίνεται το κλίμα. Επίσης, με την ανύψωση της στάθμης της θάλασσας ο άνθρωπος δεν θα επιτρέψει την απλή και φυσιολογική υποχώρηση των δέλτα και των παράκτιων υγροτόπων προς τα ενδότερα: Οι αρχές θα εγκρίνουν τεράστια κονδύλια για να «προστατέψουν» την γεωργική γη και τις εγκαταστάσεις.
Η δεύτερη μεγάλη απειλή από τον άνθρωπο προς τα οικοσυστήματα και την βιοποικιλότητα λόγω κλιματικής αλλαγής θα είναι ο αυξημένος ανταγωνισμός για πόρους ως αποτέλεσμα της αυξανόμενης παγκόσμιας αστάθειας, που θα οδηγήσει και στην χαλάρωση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Μεγάλη θα είναι η πίεση στους υδατικούς πόρους, απειλώντας τα πολύτιμα ενδημικά ψάρια του γλυκού νερού της Ελλάδας (διεκδικώντας νερό όχι μόνο για ην γεωργία, αλλά και για πισίνες), στην ξυλεία των δασών και στα πιο δροσερά ορεινά καταφύγια (να μην πούμε για το τι θα γίνει στην απελευθερωμένη από τους πάγους Αρκτική…). Γη και νερό που ανήκαν στη φύση θα διεκδικηθούν με επιθετικό τρόπο από τον άνθρωπο (αυτό, δηλαδή, που κάνουμε αυτή την στιγμή με τις ΑΠΕ). Σε αυτή τη φάση, όπου πανίδα, χλωρίδα και οικοσυστήματα θα είναι ευάλωτα, η αυξανόμενη ανθρώπινη πίεση (για πόρους αλλά ίσως και άμεσα με καταδίωξη) θα οδηγήσει είδη στον αφανισμό. Κάτι παρόμοιο έγινε και μετά το τέλος της τελευταίας εποχής των παγετώνων όταν πολλά μεγάλα είδη θηλαστικών βρέθηκαν ευάλωτα καθώς ο βιότοπός τους συρρικνωνόταν προς τον Βορρά. Μάλλον θα κατάφερναν να επιβιώσουν σε κάποιες περιοχές της τούνδρας, όπως έκαναν και σε άλλες μεσοπαγετώδεις περιόδους, όμως ο άνθρωπος είχε πλέον εξελιχθεί πολύ στις αρχές της Νεολιθικής Εποχής, είχε επεκταθεί και στα απώτατα όρια της τούνδρας, και, με το κυνήγι και την αλλοίωση των οικοσυστημάτων, οδήγησε στην οριστική εξαφάνιση το Μαμούθ, την Μεγαλόκερο Άλκη, τον Μαλλιαρό Ρινόκερο και αρκετά ακόμη.
Αν χαθούν λοιπόν είδη βιοποικιλότητας λόγω κλιματικής αλλαγής, αυτό θα γίνει έμμεσα, λόγω της αντίδρασης του ανθρώπου στην κλιματική αλλαγή. Δεν θα είναι επειδή δεν θα αντέξουν το θερμότερο κλίμα[24] αλλά επειδή δεν θα αντέξουν την πίεση του ανθρώπου και δεν θα μπορέσουν να αλλάξουν κατανομή λόγω των ήδη κατακερματισμένων από ανυπέρβλητα εμπόδια και κινδύνους βιοτόπων. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο πρέπει να διατηρήσουμε όσο γίνεται ανέπαφα τα οικοσυστήματα που απέμειναν και, κυρίως, να διατηρήσουμε όσο γίνεται την ακεραιότητα του Δικτύου των Προστατευόμενων Περιοχών. Γι αυτό η κύρια απειλή για την βιοποικιλότητα ήταν, είναι και θα είναι η απώλεια οικοσυστημάτων και όχι η κλιματική αλλαγή.
Τέλος, δεν πρέπει να μας προβληματίζει μόνο η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής αλλά και η προσαρμογή σε αυτήν – εδώ τα οικοσυστήματα είναι ακόμη πιο πολύτιμα. Η άγρια φύση όχι μόνο γνωρίζει πώς να προσαρμόζεται σε ραγδαίες αλλαγές αλλά τα οικοσυστήματα απορροφούν και τους κραδασμούς και μπορούν να επιβραδύνουν για δεκαετίες τις τοπικές ή περιφερειακές επιπτώσεις από ένα θερμότερο κλίμα. Θυμίζουμε τον ρόλο των ορεινών δασών της Κεντρικής και Νότιας Ελλάδας, τα οποία πρέπει να προστατεύουμε «ως κόρην οφθαλμού». Ακόμη και εάν η μέση θερμοκρασία μετακινήσει 1.000 χιλιόμετρα βορειότερα τις επιθυμητές συνθήκες για ένα ελατόδασος (κάνοντας δύσκολο έως αδύνατο να φυτρώσουν νέα ελατάκια), το παλιό δάσος θα μείνει στη θέση του για πολλές δεκαετίες ή και μερικούς αιώνες μέχρι να χαθεί ή … να προλάβει μέχρι να «δροσίσει» ξανά το κλίμα (θα το επαναλαμβάνουμε: έχει ξαναγίνει τόσες και τόσες φορές στο παρελθόν). Θα αποτελεί ένα δροσερό καταφύγιο για είδη πανίδας και χλωρίδας, ένα φυσικό κλιματιστικό για τις γύρω περιοχές, μια φυσική «παγίδα χιονιού και βροχής» για τον εμπλουτισμό του υδροφορέα. Μόνο ένας αλαζόνας άσχετος θα ισχυριστεί «τι είναι μερικά κομμένα έλατα μπροστά στην ανάγκη να ανοίξουμε δρόμο για να περάσουν οι ανεμογεννήτριες!»
Γ. Και τα ανόητα επιχειρήματα
Υπάρχουν και ανόητα επιχειρήματα όπως «οι γάτες σκοτώνουν περισσότερα πουλιά από τις ανεμογεννήτριες», ή ότι τόσα εκατομμύρια πουλιά σκοτώνονται στα τζάμια. Θα ήσαν ανάξια λόγου για να αναφερθούμε, όμως τα έχουν επικαλεσθεί άνθρωποι σε θέσεις – κλειδιά. Επίσης, υπάρχει και το επιχείρημα ότι πολλά σκοτώνονται στα καλώδια. Έτσι, επιγραμματικά, σημειώνουμε:
– Τα κοινά μικρά πουλιά που σκοτώνονται από γάτες ή στα τζάμια δεν είναι μόνο πολυάριθμα, αλλά, κυρίως, έχουν ταχύτατους ρυθμούς αναπαραγωγής και είναι προσαρμοσμένα σε υψηλή φυσική θνησιμότητα. Έτσι αναπληρώνουν άμεσα τις απώλειες αν οι βιότοποί τους μείνουν σε καλή κατάσταση. Δεν έχουν καμία σχέση με τα σπάνια, ολιγάριθμα και με χαμηλούς ρυθμούς αναπαραγωγής απειλούμενα είδη, τα οποία δεν έχουν φυσική προσαρμογή σε απώλειες. Η απώλεια ενός ενήλικου Μαυρόγυπα από ενεργό ζευγάρι στην Θράκη είναι ασύγκριτα πιο καταστροφική από την απώλεια 1.000 σπουργιτιών επειδή είναι πολύ δύσκολα αναπληρώσιμη. Όποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό…
– Το γεγονός ότι όντως πολλά πουλιά πεθαίνουν από πρόσκρουση στα καλώδια μεταφοράς ρεύματος (ειδικά μέσης τάσης) δεν μειώνει την σοβαρότητα των απωλειών από τις ανεμογεννήτριες αλλά την αυξάνει. Οι απώλειες αυτές συμβαίνουν στο ανθρωπογενές περιβάλλον, στις ήδη τροποποιημένες εκτάσεις και αποτελούν έναν από τους πιο σοβαρούς λόγους για τους οποίους αυτές είναι αφιλόξενες για πολλά πουλιά. Ακριβώς γι αυτό τον λόγο πρέπει να διατηρήσουμε φυσικές ανέγγιχτες περιοχές όπου τα άγρια είδη θα μπορούν να επιβιώνουν χωρίς αυτές τις επιπλέον απώλειες.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III: Η Μάστιγα των δρόμων
Η διάνοιξη δρόμου πρόσβασης και, στη συνέχεια, ενός οδικού δικτύου σε μια άθικτη περιοχή φέρνει μια σειρά από αλυσιδωτά προβλήματα στην άγρια φύση. Δεν μιλάμε για τις επιπτώσεις από την φάση κατασκευής. Οι ΜΠΕ συνήθως εστιάζουν μόνο στο προφανές, δηλαδή την καταστροφή βλάστησης και ενδιαιτημάτων (πόσα δέντρα θα κοπούν, τι θα γίνουν τα μπάζα κ.λπ.).
Ελάχιστα (έως καθόλου) εξετάζουν την διαταραχή του υδρολογικού κύκλου, αφού το να χαράζεις ένα βουνό με πυκνό οδικό δίκτυο είναι σαν να χαράζεις τον φλοιό ενός δέντρου και επηρεάζει τις διαδρομές των επιφανειακών και των υπόγειων νερών, τις πηγές, τον υδροφόρο ορίζοντα και την ροή των ορεινών ρεμάτων. Επίσης αυξάνει την διάβρωση και την μεταφορά φερτών υλικών εκεί όπου το νερό πριν έτρεχε «φιλτραρισμένο», αυξάνοντας την θολερότητα ορεινών ποταμών (επηρεάζοντας ειδικά την πέστροφα). Αυτό, σε συνδυασμό με την αλλαγή της ροής και την προχειρότητα κατασκευής αυξάνει τον κίνδυνο πλημμύρας, όπως συνέβη τον Σεπτέμβριο 2019 στην Κεφαλονιά, όπου τεράστιοι όγκοι ιζημάτων κατέβηκαν από το βουνό που είναι χαραγμένο με τους δρόμους του αιολικού πάρκου (νερό κατέβαινε και πριν από το βουνό, και είχαν γίνει οι σχετικές μελέτες κατά την κατασκευή του έργου, αλλά πρώτη φορά μεταφέρθηκαν τεράστιοι όγκοι φερτών υλικών από εκεί).
Ωστόσο, αυτά δεν είναι οι μόνες και συνήθως δεν είναι οι πιο σοβαρές επιπτώσεις. Υπενθυμίζοντας ότι μιλάμε πάντα για περιοχές που το χαρακτηριστικό τους ήταν ότι ήσαν άθικτες και υποστήριζαν είδη ευαίσθητα στην όχληση και με ανάγκη μεγάλων ενιαίων χώρων, η διάνοιξη οδικού δικτύου σε μια παρθένα περιοχή φέρνει αρκετά (συχνά όλα) από τα παρακάτω:
- Αύξηση της όχλησης από επισκέπτες, εργαζόμενους κ.λπ. Αυτό περιλαμβάνει και τον επιπλέον φωτισμό τη νύχτα.
- Αύξηση δραστηριοτήτων εκτός δρόμουαναψυχής (4Χ4, μότο κρος, αλεξίπτωτο πλαγιάς κ.λπ.)
- Αύξηση της νόμιμης κυνηγετικής πίεσης (άρα και μείωση φυσικής λείας αρπακτικών)
- Αύξηση κρουσμάτων λαθροθηρίας
- Αύξηση της πίεσης από εκπαίδευση κυνηγετικών σκύλων
- Αύξηση του κίνδυνου για σπάνια είδη από συλλέκτες – εμπόρους
- Παρουσία σκουπιδιών (με ποικίλα συνεπακόλουθα)
- Αύξηση στην χρήση χημικών, πλαστικών και λιπασμάτων σε ορεινές καλλιέργειες
- Αύξηση στην βόσκηση και, γενικά, στην εντατική κτηνοτροφία (π.χ. μεγαλύτερη χρήση κτηνοτροφικών φαρμάκων σε ζώα που βρίσκονται στο βουνό)
- Αύξηση των κρουσμάτων δηλητηρίασης
- Καταδίωξη «επιβλαβών»
- Συχνότερες πυρκαγιές
- Αύξηση παρουσίας αδέσποτων σκυλιών
- Εισβολή ανθρωπόφιλων ή ξενικών ειδών τόσο χλωρίδας ( με σπόρους που πάντα μεταφέρονται από τα οχήματα και τους επισκέπτες) όσο και πανίδας (τυπικό παράδειγμα η εισβολή της κουρούνας η οποία απωθεί τον Κόρακα όπου υπάρχει τακτική ανθρώπινη χρήση)
- Αύξηση στη συλλογή βοτάνων, εντόμων, σαλιγκαριών, μανιταριών, ειδών χλωρίδας κ.λπ.
- Αναρίθμητες απρόβλεπτες συνέπειες (π.χ. εκδηλώσεις)
- .. και φυσικά: αύξηση στις κατασκευές, τα επενδυτικά σχέδια και, γενικότερα, στην «αξιοποίηση» της περιοχής αφού πλέον δεν είναι απομονωμένη
Όλα αυτά και ενδεχομένως πολλά ακόμη πρέπει πάντα να λογίζονται αθροιστικά και όχι το καθένα χωριστά. Επίσης πάντα πρέπει να συνεκτιμώνται με άλλες επιπτώσεις όπως ο εκτοπισμός των πουλιών από την λειτουργία των εγκαταστάσεων ΑΠΕ. Συνολικά καταλήγουν στον κατακερματισμό των καλών ενδιαιτημάτων και σε μια μόνιμη υποβάθμιση των συνθηκών ζωής για τα ευαίσθητα είδη. Ωστόσο, όλα αυτά μαζί είναι δύσκολα μετρήσιμα και είναι πρακτικά αδύνατο να ποσοτικοποιηθεί ο κίνδυνος που προκαλούν. Εδώ ισχύει μόνο η αρχή της πρόληψης και ένας χωροταξικός σχεδιασμός που προλαβαίνει το πρόβλημα.
ΓΛΩΣΣΑΡΙ: Οι Αιολικάδες, οι ΝΙΜΒΥ και οι ΙΜΒΥ
Οι αιολικάδες εστιάζουν στο ενεργειακό πρόβλημα του πλανήτη και κατά κανόνα δεν κατανοούν τα θέματα βιοποικιλότητας. Όσο παράλογο φαντάζει σε ένα επενδυτή ή πολιτικό να μην γίνει μια ολόκληρη επένδυση για «μερικά αρπακτικά», το ίδιο παράλογο φαντάζει σε έναν «περιβαλλοντιστή αιολικά» να εμποδίζεται για «μερικά αρπακτικά» ένα έργο κρίσιμο για την μετάβαση της χώρας στην μεταλιγνιτική εποχή. Χαρακτηρίζονται από την συχνή χρήση δύο επιχειρημάτων: Το λογικοφανές, αλλά αφοριστικό «Κάπου πρέπει να μπουν! Εκεί δεν θέλατε, εδώ δεν θέλετε – πού θέλετε!» και το ύπουλο «Δώστε εναλλακτικές». Και τα δύο αποκαλύπτουν ότι δεν ενδιαφέρονται πολύ για την χωροταξία και πιστεύουν ότι η διαδικασία του επείγοντος δικαιολογεί τα πάντα. Αυτό, μαζί με την ελιτίστικη στάση τους, θεωρώντας όλους τους άλλους ως αντιδραστικούς (ή και αγράμματους) ΝΙΜΒΥ, προκαλεί τον «οικολογικό διχασμό». Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι χωρίς την συνεργασία τους δεν πρόκειται να βρεθεί σωστή λύση.
ΝΙΜΒΥ (Not Ιn My BackΥard – «όχι στην αυλή μου»): Απαξιωτικός όρος για όσους αντιδρούν στην εγκατάσταση ΑΠΕ (κυρίως αιολικά και υδροηλεκτρικά) στην δική τους περιοχή χωρίς να ενδιαφέρονται για τη συνολική εικόνα και λύση – δηλαδή για την χωροταξία. Εδώ έχουμε πολλές υποκατηγορίες. Ενδεικτικά: Εκείνους που έχουν δικές τους ανταγωνιστικές δραστηριότητες ή σχέδια προς τις ΑΠΕ, τους αρνητές της κλιματικής αλλαγής (οι οποίοι κατηγορούνται από τους «αιολικάδες» ως φερέφωνα του λόμπι των ορυκτών καυσίμων), εκείνους που ενδιαφέρονται κυρίως για το τοπίο, εκείνους που ενδιαφέρονται περισσότερο για την πολιτιστική κληρονομιά, εκείνους που απλά αντιδρούν στις ιδιωτικές «επενδύσεις», εκείνους που έχουν κάνει αγώνες να προστατέψουν τον τόπο τους και ξαφνικά βρίσκονται μπροστά στην επέλαση πολύ πιο καταστροφικών έργων από εκείνα τα οποία πολεμούσαν στο παρελθόν (π.χ. 80 χιλιόμετρα οδικού δικτύου εκεί όπου την δεκαετία του ’90 είχαν αγωνιστεί να αποτρέψουν τρία χιλιόμετρα προς κάποια κεραία).
Συχνό χαρακτηριστικό των ΝΙΜΒΥ είναι ότι η επίκληση του καθεστώτος προστασίας μιας περιοχής (όταν, δηλαδή, η περιοχή που υπερασπίζονται τυχαίνει να είναι και Natura) γίνεται για να συνεπικουρήσει τις προσπάθειές τους για αποτροπή του έργου μαζί με άλλα μέσα, π.χ. αρχαιολογικά, ιδιοκτησιακά, «νομικά κενά» κ.λπ., χωρίς συχνά να κατανοούν τους πραγματικά οικολογικούς λόγους. Αποτέλεσμα είναι ότι οι ΝΙΜΒΥ συχνά χρησιμοποιούν λανθασμένα τα «οικολογικά» επιχειρήματα (π.χ. δεν αντιλαμβάνονται την έννοια του προστατευτέου αντικειμένου -την ουσία του Natura- και συνήθως επικαλούνται τα οικολογικά επιχειρήματα ως ζητήματα αισθητικής, ευαισθησίας» κ.λπ.). Αυτός είναι ένας συχνός λόγος αποτυχίας των προσφυγών τους στο ΣτΕ.
ΙΜΒΥ (In My BackyYard): Λένε το ακριβώς αντίθετο από τους ΝΙΜΒΥ. Δηλαδή «Βάλτε τα δίπλα μας και όχι στις άθικτες φυσικές περιοχές». Οι ΙΜΒΥ εξ ορισμού δεν διακρίνονται από «τοπικιστικά» κριτήρια και ενδιαφέρονται για την σωστή χωροταξία. Μολονότι πολλοί φερόμενοι ως ΝΙΜΒΥ είναι στην πραγματικότητα … ΙΜΒΥ χωρίς να το γνωρίζουν, η διαφορά των ΙΜΒΥ με τους «γνήσιους» ΝΙΜΒΥ είναι πολύ μεγάλη. Όταν γίνει σωστός χωροταξικός σχεδιασμός, οι ΙΜΒΥ πιθανότατα θα βρεθούν μαζί με κάποιους που τώρα χαρακτηρίζονται «αιολικάδες» στην προσπάθεια να χωροθετηθούν ΑΠΕ κοντά στον άνθρωπο[25]. Για να δώσουμε ένα απλό παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι στα πλαίσια ενός καλού ΕΧΠ, συμφωνήσουμε ότι θα χρειαστούν τέσσερεις ανεμογεννήτριες για το νησί της Μυκόνου: Οι «γνήσιοι ΝΙΜΒΥ» δεν θα ζητήσουν να μπουν οι αυτές πάνω στις ακατοίκητες γειτονικές νησίδες (το Τραγονήσι ή τα Χταπόδια), κρατώντας «ανέπαφο» το κυρίως νησί. Οι ΙΜΒΥ θα ζητάνε ακριβώς το αντίθετο: να μπουν πάνω στο νησί, και μάλιστα όχι στα απόμερα Βόρεια και Βορειοανατολικά μέρη τους, αλλά δίπλα ή και πάνω στους οικισμούς. Προς το παρόν πάντως, λόγω της στάσης των «αιολικάδων», βρίσκονται και οι ΙΜΒΥ να πολεμούν αυτή την άνευ προηγουμένου επίθεση στην άθικτη ελληνική φύση.
ΤΕΛΟΣ: Όλα αυτά γράφηκαν λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι οι μαζικές επενδύσεις ΑΠΕ, ιδίως οι ολέθριοι μεγάλοι ΑΣΠΗΕ, είναι όντως απαραίτητες ως μέρος της λύσης για να σωθεί το κλίμα του πλανήτη. Η αξιωματική αποδοχή αυτής της θέσης (η οποία αποτελεί την τελική δικαιολόγηση της θυσίας των πάντων – κάτι που φθάνει μέχρι και τις αποφάσεις του ΣτΕ) σηκώνει πολλή συζήτηση. Αυτό, όπως και το ποια, τελικά είναι η σωστή ιεράρχηση προτεραιοτήτων προκειμένου να σωθεί ο πλανήτης, αποτελούν άλλο μεγάλο θέμα…
[1] Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις που βρίσκουμε μεγάλα ζώα (λύκους, αγριόχοιρους ακόμη και αρκούδες) κοντά στον άνθρωπο και σε «τροποποιημένες» περιοχές, αλλά αυτό είναι αποτέλεσμα διασποράς από υγιείς πληθυσμούς σε άθικτες περιοχές. Αυτά τα είδη δεν μπορούν να επιβιώσουν στο ανθρωπογενές περιβάλλον (στο οποίο έχουν πάρα πολλές απώλειες), χωρίς ακέραια και επαρκή φυσικά καταφύγια, αφού μόνο εκεί διατηρούνται βιώσιμοι πληθυσμοί – τροφοδότες των πληθυσμών της διασποράς.
[2] Αμέσως μετά το πέρας της τελευταίας εποχής των παγετώνων (περ. 12.000 χρόνια πριν) άρχισε μια ανηλεής μετατροπή, «εξημέρωση» και καταδίωξη της φύσης. Μια τεράστια εκκαθάριση δασών και μαζικές εξαφανίσεις ζώων έλαβαν χώρα ήδη από την αρχή της νεολιθικής περιόδου, πολύ πριν αρχίσει η γραπτή ιστορία. Ο «πρωτόγονος» άνθρωπος ήταν εξίσου αποτελεσματικός με τον σημερινό…
[3] Η αλήθεια είναι ότι τα δάση κόπηκαν ακόμη και σε «ακραίες» περιοχές της Ευρώπης κάποια στιγμή στα τελευταία 2.000 χρόνια. Απλά αναγεννήθηκαν σε περιοχές που εγκατέλειψαν οι άνθρωποι.
[4] Επίσης, πολλά θηλαστικά έχουν αλλάξει την συμπεριφορά τους και κυκλοφορούν τη νύχτα προκειμένου να αποφύγουν τις επαφές με τον άνθρωπο. Η ουσία παραμένει η ίδια: τα άγρια ζώα επιβιώνουν μόνο όταν και όπου η ανθρώπινη παρουσία είναι περιορισμένη!
[5]Τα εντυπωσιακά Εθνικά Πάρκα της Ανατολικής Αφρικής οφείλουν σημαντικό μέρος της ύπαρξής τους στις μύγες Τσε τσε, που προκαλούν την ασθένεια του ύπνου στον άνθρωπο και τρυπανοσωμίαση στα βοοειδή. Η παρουσία τους κράτησε μακριά την «ανάπτυξη» και διατήρησε (σχετικά) άθικτες μεγάλες εκτάσεις κατάλληλες μόνο για άγρια ζώα και νομαδικές ανθρώπινες κοινότητες.
[6] Στις περισσότερες χώρες αυτό έγινε μόλις τα τελευταία 50 χρόνια, μετά από χιλιάδες χρόνια «καταδίωξης». Στην Ελλάδα, η νομική προστασία ενός δικτύου περιοχών με σκεπτικό την προστασία της βιοποικιλότητας (και όχι η διατήρηση καλών «δειγμάτων» με την παραδοσιακή δασολογική προσέγγιση του Εθνικού Δρυμού) εμφανίστηκε με τις «ΡΑΜΣΑΡ» το 1972 και, πρακτικά, με τις Ζώνες Ειδικής Προστασίας μετά την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ το 1981. Πάντως, ακόμη και τη δεκαετία του ’80 χάθηκαν σημαντικές φυσικές περιοχές που σήμερα θα ήταν σίγουρα εντός του Δικτύου Natura-2000
[7] Για παράδειγμα, μικρά υδροηλεκτρικά με μη εγγυημένη την επαρκή παροχή νερού – με αποτέλεσμα κατά κανόνα να «κόβουν» ολόκληρη την ροή του ποταμού παραβιάζοντας τους περιβαλλοντικούς όρους. Λέγεται ότι συχνά έχουν χρησιμοποιηθεί παλιές μετρήσεις παροχής.
[9] Τα Βιοκαύσιμα αναπτύχθηκαν και σε τροπικά δάση και επίσης, ως επιδοτούμενα και πιο κερδοφόρα, κατέλαβαν εκτάσεις ζωτικών καλλιεργειών για είδη πρώτης ανάγκης –οδηγώντας και σε ανθρωπιστική κρίση
[10] Να σημειωθεί ότι στις δεκαετίες ’80 και ’90, η διάνοιξη ορεινών δρόμων ήταν ένα πεδίο έντονης αντιπαράθεσης μεταξύ περιβαλλοντικών οργανώσεων και αρχών. Ευτυχώς, μετά το Β’ Κ.Π.Σ. είχε περιοριστεί η χρηματοδότησή τους και νομίζαμε ότι ησυχάσαμε – μέχρι που ήρθε η σημερινή «λαίλαπα».
[11] Δηλαδή σύνολα επιμέρους διακριτών αλλά αλληλοτροφοδοτούμενων πληθυσμών, οι οποίοι ζουν σε διαφορετικές περιοχές μέσα σε μια ευρύτερη γεωγραφική ζώνη.
[12]Σε ολιγάριθμα είδη, όπως τα μεγάλα αρπακτικά πουλιά (αετοί και γύπες) η φυσική αναπαραγωγική επιτυχία είναι κάτω από το ένα νεαρό ανά ζευγάρι τον χρόνο. Ωστόσο ταυτόχρονα έχουν μεγάλο ποσοστό επιβίωσης που στον Χρυσαετό ή τον Μαυρόγυπα φτάνει και ξεπερνάει το 90%. Σήμερα, περιορισμένα σε περιοχές έτσι κι αλλιώς «όχι ιδανικές», έχουν ακόμη πιο μειωμένη αναπαραγωγική επιτυχία (π.χ. λόγω περιορισμένης φυσικής τροφής, όχλησης, ανταγωνισμό από οπορτουνιστικά είδη, όπως κορακοειδή και σκυλιά) που μπορεί να φτάσει και κάτω από το 0,5 (δηλαδή μέσος όρος λιγότερος από μισό νεαρό ανά ζευγάρι το έτος). Ταυτόχρονα, επειδή έχουν μεγάλες επικράτειες και συχνά μετακινούνται μακριά από τα καταφύγιά τους, έχουν αυξημένη θνησιμότητα (π.χ. δηλητηρίαση, λαθροθηρία, ατυχήματα σε καλώδια κ.λπ.) και χαμηλότερα ποσοστά επιβίωσης. Σε αυτή την οριακή κατάσταση, μια επιδείνωση έστω και της τάξης του 10% μπορεί να είναι καταδικαστική για το είδος. Σε πληθυσμούς μερικών δεκάδων ατόμων, αυτή η επιδείνωση προκαλείται ακόμη και από έναν θάνατο τον χρόνο, ακόμη και από μια μικρή επιβάρυνση του καθημερινού ενεργειακού ισοζυγίου λόγω της ανάγκης να αποφεύγουν ανεμογεννήτριες ή της απώλειας κάποιου αποδοτικού μέρους αναζήτησης τροφής.
[13]Η πορεία προς την εξαφάνιση ενός μικρού πληθυσμού ειδών με χαμηλούς ρυθμούς αναπαραγωγής και θνησιμότητας και μεγάλη διάρκεια ζωής δεν γίνεται εμφανής από την μια χρονιά στην άλλη. Μπορεί, για παράδειγμα, να συνεχίσουμε να βλέπουμε ενήλικα πουλιά να περιφέρονται επί χρόνια και όμως ο πληθυσμός να είναι καταδικασμένος αφού δεν υπάρχει «εισροή» αρκετών νεαρών. Η ανεξάρτητη επιστημονική εργασία στην Θράκη χρησιμοποίησε δεδομένα από δορυφορική παρακολούθηση και σε συνδυασμό με την γνώση της δυναμικής του πληθυσμού και την εφαρμογή μοντέλων τεκμηρίωσε ότι ο πληθυσμός του Μαυρόγυπα είναι καταδικασμένος σε βάθος χρόνου αν εγκατασταθούν τα σχεδιαζόμενα αιολικά πάρκα. Ταυτόχρονα έδειξε ότι είναι πρακτικά αδύνατο να γίνουν τέτοιες έρευνες στα πλαίσια μιας κοινής ΜΠΕ και ΕΟΑ (χρηματοδοτούμενης, επαναλαμβάνουμε, από τον επενδυτή).
[14]Η ΜΠΕ και ΕΟΑ για το μεγάλο αιολικό πάρκο σε 14 Προστατευόμενες Νησίδες στο Νότιο Αιγαίο (107 ανεμογεννήτριες, >70 χιλιόμετρα δρόμων, 14 λιμάνια, 14 ελικοδρόμια, φώτα παντού και πολλά κτήρια, δεξαμενές κ.λπ.), μολονότι «έκοψαν» μερικές ανεμογεννήτριες, κατάληξαν σε εκτίμηση «μέτριων» επιπτώσεων για τις υπόλοιπες κι ας βρίσκονται πάνω σε νησίδες αυστηρά προστατευόμενων και ευαίσθητων στην παραμικρή όχληση ειδών. Αυτό, εκτός από την αγνόηση (ή «θάψιμο») κρίσιμων στοιχείων, έγινε θέτοντας αυθαίρετα το όριο 300 μέτρων απόστασης των ανεμογεννητριών από τις αποικίες Μαυροπετρίτη (το έργο επηρεάζει σχεδόν 600 ζευγάρια σε 10 νησίδες), ενώ τα επιστημονικά αποδεκτά ελάχιστα όρια είναι δεκαπλάσια – αν όμως τα έθεταν, ολόκληρο το έργο θα έπρεπε να απορριφθεί…
[15] Όπως κάνει η εταιρία ΤΕΡΝΑ πριν μπει στο χρηματιστήριο: Προβάλλει περιχαρώς τις εικόνες του κατασκευαστικού επιτεύγματος με το αιολικό πάρκο στην διαλυμένη πλέον νησίδα Άγιος Γεώργιος του Σαρωνικού – ο οποίος, πάντως, δεν ήταν προστατευόμενος και ήταν πολύ χαμηλότερης αξίας από τις 14 Προστατευόμενες νησίδες του Ν. Αιγίου όπου προβλέπεται να γίνει ακριβώς το ίδιο.
[16]Φρίκη κυρίευσε τους ορνιθολόγους όταν ο Πρωθυπουργός, εγκαινιάζοντας το αιολικό πάρκο στον Καφηρέα – που μετέτρεψε σε βιομηχανική ζώνη μια Ζώνη Ειδικής Προστασίας- μίλησε για έργο που όχι μόνο δεν καταστρέφει αλλά … αναβαθμίζει το περιβάλλον. Μετά πήγε και φύτεψε δέντρα στην βουνοκορφή – καταστρέφοντας ακόμη περισσότερο το ενδιαίτημα του Σπιζαετού ). Πρόκειται για περιβαλλοντικό λαϊκισμό: Ο κόσμος είναι ευαίσθητος κυρίως στην καταστροφή των δέντρων, περιφρονεί όμως τα άδεντρα μέρη και έχει άγνοια για ό,τι άλλο – όπως ότι ο Σπιζαετός χρειάζεται ανοιχτούς χώρους για να κυνηγά.
[17] Στο εξαιρετικό άρθρο Χωροθετούμε σωστά τις ΑΠΕ στην Ελλάδα; τίθεται το ερώτημα αλλά η απάντηση μένει μετέωρη. Μάλιστα, αντί για ένα πεντακάθαρο και σαφές «ΟΧΙ», δίνεται υπερβολικά εκτενές βήμα στην σαφώς μεροληπτική και χρόνια τώρα χλευαστική προς τους… ΝΙΜΒΥ Ελληνική Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας, την ΕΛΕΤΑΕΝ.
[18]Τυπικό παράδειγμα περικοπής στην αρχικά προτεινόμενη Ζώνη Ειδικής Προστασίας είναι η περιοχή των Ακαρνανικών. Η Ορνιθολογική έρευνα είχε υποδείξει μεγάλο μέρος του ορεινού όγκου ως ΖΕΠ. Τελικά, το Υπουργείο προστάτεψε ως ΖΕΠ μόνο τον χώρο γύρω από την αποικία των Όρνεων, αφήνοντας απέξω τους χώρους που αυτά συχνάζουν καθημερινά και πάνω στους οποίους τώρα αναπτύσσονται αιολικά.
[19] Όταν μιλάμε για άμυνα στην κλιματική κρίση δεν αναφερόμαστε μόνο στο πώς θα την αποτρέψουμε αλλά ολοένα περισσότερο (πρέπει να το πάρουμε απόφαση…) στην προσαρμογή σε αυτήν και στον μετριασμό των επιπτώσεων.
[20] Δεν υπάρχει «Πράσινη» ή «Μαύρη» ανάπτυξη. Υπάρχει αργή (στην οποία η φύση αλλά και η κοινωνία μπορούν, θεωρητικά, να προσαρμοσθούν) και γρήγορη (η οποία είναι μια οικονομική διόγκωση χωρίς θεμέλια).
[21] Στους «σκεπτικιστές της κλιματικής αλλαγής» δεν περιλαμβάνονται μόνο φερέφωνα του πετρελαϊκού λόμπι ή ιδιόρρυθμοι «αρνητές» του φαινομένου αλλά και επιστήμονες που γνωρίζουν ότι παρόμοια δραματικές αλλαγές στο κλίμα έχουν ξανασυμβεί αρκετές φορές και σαφώς χωρίς ανθρωπογενή αίτια. Φυσικά αυτό δεν έχει καμία σχέση με την αναντίρρητη ανάγκη απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα.
[22] Αυτοί οι ρυθμοί ανόδου της στάθμης της θάλασσας σε πεδινές περιοχές με χαμηλή κλίση σήμαιναν δεκάδες μέτρα στη διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής. Όταν, μάλιστα, κλειστές λεκάνες γέμιζαν και ξεχείλιζαν ή, αντίστροφα, όταν το νερό της θάλασσας εισερχόταν σε κλειστές λεκάνες (όπως η είσοδος της Μεσογείου στους -μέχρι τότε λίμνες- Εύξεινο Πόντο και Κορινθιακό Κόλπο) οι αλλαγές αυτές έγιναν «από την μια μέρα στην άλλη» και από εκεί ξεκινούν οι αφηγήσεις του κατακλυσμού. Γενικότερα, οι συγκλονιστικές περιβαλλοντικές αλλαγές στο τέλος του Πλειστοκαίνου – αρχές Ολοκαίνου διατηρήθηκαν στην προφορική παράδοση και αποτελούν την πηγή έμπνευσης της μυθολογίας πολλών λαών (με αυτό ασχολείται η Γεωμυθολογία).
[23] Κατά κάποια «ανάγνωση», αυτή η αναστάτωση και συρρίκνωση της κατανομής πολλών ειδών μπορεί να θεωρηθεί απειλή και όχι φυσικό φαινόμενο, αφού οφείλεται σε ανθρωπογενείς λόγους. Έτσι, πολλά στατιστικά επικαλούνται αυτή την μετατόπιση ενδιαιτημάτων προς τα Βόρεια αποδεικνύοντας ότι πολλά είδη «απειλούνται» από την κλιματική αλλαγή. Δεν θα διαφωνήσουμε με αυτόν τον τρόπο σκέψης. Εδώ λέμε ότι είναι απαράδεκτο να καταστρέψουμε τους βιοτόπους αυτών των ειδών προκειμένου «να τα σώσουμε».
[24] Σίγουρα αυτό δεν ισχύει για αρκετά από τα πιο απειλούμενα από τις ΑΠΕ είδη: ο Μαυρόγυπας, ο Γυπαετός, το Όρνιο ζουν και στην θερμή Μέση Ανατολή και Αφρική.
[25] Ήταν μεγάλο λάθος όταν κατά το αρχικό χωροταξικό «δαιμονοποιήθηκαν» οι ΑΣΠΗΕ – κάτι που βόλεψε όσους ήθελαν να τους χωροθετήσουν μακριά από κατοικημένες περιοχές – άρα στην άγρια φύση. Βλ. Αιολικά: το μεγάλο στρατηγικό λάθος