Με πήρανε οι μοίρες απ το χέρι και με φεραν εδώ.
Στη γη αυτή την λαβωμένη από ψέμα και Εγώ.
Ο φονιάς ελεύθερος γυρίζει και θερίζει κάθε ελπίδα και φωνή.
Αλμύρα γεύομαι μα φτύνω αίμα και υπομονή. Υπομονή που καίγεται και σιγοβράζει , σκύβει το κεφάλι κι όλο διστάζει.
Τη διατάζει ο φόβος, το ψέμα και η σκιά. Η σκιά μιας υπόσχεσης παλιάς , μιας υπόσχεσης γενναίας που την τσάκισε η ιδέα της υποταγής.
Η υποταγή σας βρώμισε τη γη σας , που ναι και δική μου γη και θέλω να την κάψω.
Θέλω να φωνάξω κι η φωνή μου να ραγίσει ότι έχω μισήσει κι ότι πίσω μας κρατά.
Η θάλασσα κρατάει μέσα της ψυχές ,καρδιές και προσμονές. Ακούγονται μέχρι εδώ του πολέμου οι ιαχές.
Σας δίνω το χέρι κι ένα μαχαίρι κοφτερό. Να κόψετε τον δρόμο της μοίρας του φονιά, να κάνετε δικό σας μονοπάτι και να γυρίσετε την πλάτη στην μεγάλη τους απάτη.
Ο φονιάς πρέπει να πεθάνει και θα πεθάνει όσο ανατέλλει η δική σας η ζωή. Η Ζωή που μας ανήκει, που ταιριάζει στη γη που ονειρεύτηκα κι ονειρευτήκατε κι εσείς.
Τα κύματα θεριεύουν και σχηματίζουν μια λέξη φοβερή : «ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ»
Θεριέψαμε κι εμείς. Θάλασσα, γαλήνεψε.
Ενός λεπτού σιγή…
Μ. Σ.