Από τον Αριστοτέλη Αιβαλιώτη
Το νησί ήταν από ανέκαθεν φτωχό, αλίμενο, χωρίς μεγάλα πολίσματα. Με εξαίρεση τους κλασσικούς χρόνους, όταν αποτελούσε υποχρεωτική στάση των μικρών σχετικά κωπήλατων σκαφών της εποχής στην διαδρομή Ιωνίας – Αθήνας, ήταν έξω από αυτό που θα ονομάζαμε με σύγχρονους όρους “καταμερισμό εργασίας”
Μέρος κυρίως για να κρυφτείς. Έτσι είδε κάποια στιγμή, τον 18ο αιώνα όταν άρχισε να εκλείπει και ο κίνδυνος της πειρατείας, τον πληθυσμό του να αυξάνεται, με φυγάδες κυνηγημένους από άλλους τόπους, την κατεστραμμένη Πελοπόννησο των Ορλωφικών, την Μάνη και την Κρήτη με τις βεντέτες τους, το πολυεθνικό συμπίλημα των κυνηγημένων πειρατικών πληρωμάτων, και τέλος τους πρόσφυγες της Χιώτικης καταστροφής, στην ελληνική επανάσταση.
Σε σχέση με τον 17ο αιώνα ο πληθυσμός τετραπλασιάστηκε τον 19ο.
Η ζωή ήταν πάντα δύσκολη στους νέους οικισμούς, κοντύτερα πια στην θάλασσα, όπου οι άνθρωποι καταπιάστηκαν να ημερέψουν έναν τόπο άγριο, απότομο, δασώδη. Σύμφωνα με αυτά που παραδίδουν οι παλαιότεροι στήθηκε εκ των ενόντων ένα εθιμικό δίκαιο, όπου ναι μεν κυριαρχούσε η ιερότητα της ιδιοκτησίας, αλλά και ένα ιδιότυπο πνεύμα κολλεκτίβας, μπλεγμένο με ισχυρά δικαιώματα της πατριάς, της ευρύτερης οικογένειας, αλλά και της κοινότητας του κάθε χωριού.
Όπως λένε οι παλαιοί, όταν ένα ζευγάρι παντρεύονταν μπορούσε να υπολογίζει στην βοήθεια των φίλων και των συγγενών, αλλά και όλης της κοινότητας για να κτίσει το, μικρό κατά κανόνα, σπίτι του. Όσο για τα κοινωφελή έργα της κοινότητας, όλοι θεωρούσαν αυτονόητο να βοηθήσουν με δωρεάν εργασία.
Η ιδιοκτησία κατά κανόνα τεμαχίζονταν στους απογόνους, είτε με μοιρασιά, είτε εξ αδιαιρέτου, πράγμα που οδήγησε σε αδιέξοδο μετά από τρεις – τέσσερις γενιές. Η διαθέσιμη γη, έτσι και αλλιώς φτωχή, δεν επαρκούσε για την επιβίωση.
Οι κάτοικοι στράφηκαν σε απασχολήσεις εκτός νησιού, έγιναν ναυτικοί και καρβουνιάρηδες. Η περίπτωση των “καμινιών” έγινε σχεδόν Ικαριακή αποκλειστικότητα μεταξύ 1850 – 1940 και έχει το ενδιαφέρον της. Οργανώνονταν κομπανίες 10-30 ατόμων, με έναν επικεφαλής που έβαζε το αρχικό κεφάλαιο (την συρμαγιά), ταξίδευαν κυρίως στα δάση της Μικράς Ασίας (και μετά το 1912 που αυτή έκλεισε με τα νέα σύνορα στην υπόλοιπη Ελλάδα) και έκοβαν ξύλα. Η καμίνευση διαρκούσε από Μάρτη μέχρι Οκτώβρη, που γύριζαν πίσω στο νησί με τα κέρδη από την πώληση των κάρβουνων. Όλοι έπαιρναν ίσα μερίδια, με τον επικεφαλής να παίρνει δύο μερίδια, αφού φυσικά επέστρεφε το κεφάλαιο με τον τόκο του. Είναι χαρακτηριστικό ότι η οργάνωση της δουλειάς και η διανομή ήταν περίπου παρόμοιες με την αντίστοιχη των πειρατικών τσούρμων, των οποίων η μνήμη ήταν ακόμη νωπή.
Η κατάρρευση της καλλιέργειας της σταφίδας μετά την καταστροφή της αμπελουργίας από ασθένεια την πρώτη δεκαετία των 20ου αιώνα συνέπεσε με τον μαρασμό της καρβουνοποιίας μετά το κλείσιμο της Μικράς Ασίας το 1912. Οι κάτοικοι στράφηκαν μαζικά στην μετανάστευση, κυρίως στις ΗΠΑ, όπου σήμερα ανθεί μία Ικαριακή ομογένεια περίπου 100.000 ανθρώπων, αν υπολογιστούν οι τρίτες και τέταρτες γενιές, που όμως διατηρούν ζωντανή την ρίζα με την πατρογονική γη.
Οι πρώτοι Ικάριοι που επιστρατεύθηκαν, σε οποιοδήποτε στρατό, το 1918 είχαν την μαύρη τύχη να πολεμήσουν στην Μικρά Ασία. Πολλοί γύρισαν στο νησί μετά την καταστροφή φορείς του νεοπαγούς τότε κομμουνιστικού ιδεώδους. Το οποίο μπόρεσε εύκολα να ριζώσει σε έναν πληθυσμό που έτσι και αλλιώς ζούσε έναν ιδιότυπο παραδοσιακό κολλεκτιβισμό, λόγω συνθηκών, που το ζητούμενο της ισότητας ήταν έτσι και αλλιώς καθημερινότητα, όπου αστική τάξη δεν υπήρχε καθώς κάθε ένας που μπορούσε να ξεχωρίσει από την μιζέρια το έκανε φεύγοντας, βρίσκοντας αλλού την ατομική του ευτυχία και ευημερία. Στην Σμύρνη και την Αίγυπτο παλιά, στις ΗΠΑ αργότερα, στην Αθήνα μετά τον Β` παγκόσμιο πόλεμο.
Η οργάνωση στην Αριστερά μπόρεσε να δώσει τότε και έναν χαρακτήρα ενότητας σε ένα κατατεμαχισμένο κοινωνικό σύνολο, αφού η επαφή μεταξύ των διαφόρων χωριών ήταν μέχρι τότε στοιχειώδης λόγω του ανώμαλου φυσικού περιβάλλοντος, γεμάτο από γκρεμούς και χαράδρες, χωρίς οδικό δίκτυο.
Έτσι ήδη από τον μεσοπόλεμο οι Ικάριοι είχαν αναδείξει ντόπιους σαν πρότυπα ηρώων της αριστεράς. ντόπιους που πολέμησαν στην Ισπανία με τις διεθνείς ταξιαρχίες, ντόπιους που πήγαν στην Μόσχα για να “οικοδομήσουν τον σοσιαλισμό” (ανάμεσα τους και μερικοί που εκτελέστηκαν στις δίκες της Μόσχας το 1937), ντόπιους που αντιτάχθηκαν στον Μεταξά και κατέληξαν στην Ακροναυπλία.
Η μεγάλη πείνα του 1941-1942 οδήγησε εκατοντάδες Ικάριους στην Μέση Ανατολή και στον Αγγλικό στρατό όπου συμμετείχαν στην ελληνική ταξιαρχία. Πολλοί από αυτούς οργανώθηκαν στο ΚΚΕ εκεί και κατέληξαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Αιθιοπίας και του Σουδάν μετά την στάση του 1944. Όταν γύρισαν, το 1946, έδωσαν νέα ώθηση στην αριστερή προπαγάνδα στο νησί.
Η χρήση της Ικαρίας σαν τόπος εξορίας των αριστερών το 1946/1947 ενέτεινε τον μαζικό προσηλυτισμό.
Και πάλι όμως δεν ήταν εύκολο. Στο δημοψήφισμα του 1946 για την βασιλεία τα αποτελέσματα ήταν 50/50 στο νησί.
Αυτό που ολοκλήρωσε τον κύκλο ήταν η μετανάστευση. Όποιος ήθελε κάποιο, οποιοδήποτε, μέλλον που να περιλαμβάνει καλύτερη δουλειά, εισόδημα, ευκαιρίες, “καριέρα”, έπρεπε να φύγει. Όποιος ονειρευόταν ατομική προκοπή για εκείνον και τα παιδιά του, έπρεπε να φύγει.
Έτσι φτιάχτηκε και η σημερινή μυθολογία του νησιού, από αυτούς που έμειναν.
Ικανοποιημένοι με τις παλιές μνήμες, βολεμένοι με τα λίγα που μπορεί να δώσει η απομονωμένη ζωή, χωρίς να ζητούν καλύτερες υποδομές, δουλειές, αισχρά “καταναλωτικά όνειρα”, ζώντας μια συνεχώς όμοια καθημερινότητα, κάτι σαν την “μέρα της μαρμότας”, εξοβελίζοντας κάθε έννοια “προόδου” σαν παράδοση στον “Μεγάλο Σατανά”, τον καπιταλισμό, λατρεύοντας το μικρό, το λίγο, το τετριμμένο.
Στις πρόσφατες εκλογές στο νησί η “Αριστερά” (ΚΚΕ – Συριζα – Ανταρσυα – ΚΚΕ μ-λ κλπ, κλπ) πήρε πάνω από 70%.
Η ηγεμονία αυτή έχει ισχυρές ρίζες στο παρελθόν και εξηγείται με την “τεχνητή επιλογή”, εκείνη της μετανάστευσης.
Τρέφεται δε με την αξιακή εξύψωση της μιζέριας.
Ικαρία. Θα μπορούσε να είναι ένα case study για το σύνολο της χώρας.
Αναδημοσίευση από : http://www.klik.gr