και άνοιξε το πιθάρι σου να πιούμε από το κρασί σου.
Το γλέντι δεν έγινε ποτέ. Τα μάτια όλων είχαν χαλαρώσει σε μια αιώρα που κρεμόταν από τα χείλη του. Ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε αυτό. Οι λιχουδιές διαδέχονταν η μια την άλλη. Ο κόκκινος δυνατός ζωμός των σταφυλιών του έρεε άφθονος. Πρέπει να ήπιαμε περισσότερα από 20 λίτρα κρασί εκείνο το βράδυ. «Πιείτε, πιείτε, κάθε χρόνο βγάζω γύρω στα 500 λίτρα. Δεν το πουλάω, το έχω για τους φίλους», έλεγε και ξεκινούσε τις ιστορίες. Από τα πανηγύρια, από τους φίλους του, από τα κορίτσια. Στα κατάστιχα του μυαλού του πρέπει να είναι γραμμένες δεκάδες χιλιάδες ιστορίες.
Κάποιες νότες ξέφυγαν στην κιθάρα του Αντρέα. Η δυνατή φωνή του γέμισε τα αδειανά ποτήρια πριν προλάβει να γίνει ένα ακόμα refill. Σε όλη τη διάρκεια του τραγουδιού ο οικοδεσπότης του σπιτιού παρατηρούσε με προσοχή τη μελωδία. Και έσφιγγε τα δάχτυλα στα χέρια του. Ο ήχος της επιθυμίας να πιάσει και εκείνος το βιολί ήταν εκκωφαντικός, ακόμη και αν δεν έκανε τον παραμικρό θόρυβο.
Μια μέρα μετά, πάνω που άρχισε να σουρουπώνει ήμασταν για δεύτερη φορά καλεσμένοι του. Αυτή τη φορά ήμασταν μόνο εγώ και ο Κωνσταντίνος. Είχε μόλις ξυπνήσει από τη μεσημεριανή του σιέστα και το πρόσωπό του ήταν ροδαλό. Πρώτα ρώτησε τι θα πιούμε. Μετά τι θα φάμε. Όσο οι καφέδες ψήνονταν, έπεσε στο τραπέζι ένα «Δεν μου άρεσε η κλεισούρα των ναυτικών. Ήθελα να είμαι ελεύθερος». Σαν το όνομά του.
Ο Λευτέρης Σκάντζακας θεωρείται σήμερα ένα από τα μεγαλύτερα βιολιά της χώρας και σίγουρα το μεγαλύτερο της Ικαρίας. Πριν από περίπου δύο χρόνια, είχε ένα πολύ σοβαρό ατύχημα που του στέρησε το δοξάρι του. Προσωρινά.
Ένα πεντάγραμμο με χώρες
Έχει ταξιδέψει σε 14 χώρες. «Έμενα έναν χρόνο, πέντε μήνες, τρεις. Το σπίτι μου είναι εδώ, αλλά ταξίδευα. Ήταν η δουλειά έτσι». Στην Αμερική πήγε για να παίξει σε ένα χορό και τελικά έμεινε εκεί τρεις μήνες. «Έπαιζα κάθε μέρα». Στη Νέα Υόρκη είχε και και Έλληνες και Αμερικανούς να τον χειροκροτούν. «Διασκέδαζαν πολύ».
Άραγε έπαιρνε καλά λεφτά σε αυτές τις περιοδείες; Γέλασε μόλις άκουσε την ερώτηση. «Να είναι καλά το Υπουργείο Πολιτισμού», είπε. «Εγώ έπαιρνα 3.000 ας πούμε και εκείνοι πλήρωναν για 18.000 το Υπουργείο». Παρόλα αυτά, με τα λεφτά δεν είχε ποτέ παράπονο. «Ακόμα και σήμερα καλά λεφτά έπαιρνα. Να καταλάβεις φυλάω τα τελευταία μου δολάρια. Τα έχω πατικωμένα στο πορτοφόλι», γελάει και μας ρίχνει μια πονηρή ματιά. Μετά, σβήνει προς τα κάτω: «Τώρα, τι κάνουμε;».
Η ζωή του όλη, ένα «περιστεράκι»
«Τελευταία φορά; Έπαιξα σε έναν κακό γάμο. Η γυναίκα ήταν νέα και το παιδί της την άλλη μέρα από τον γάμο πέθανε από καρκίνο. Μετά από εκεί πήγα στην Ελβετία, γύρισα εδώ και σκοτώθηκα». Βαριανασαίνει. «Για να δούμε τι θα γίνει», μονολογεί.
«Δεν το αποφάσισα εγώ, η ψυχή μου το αποφάσισε», είπε και έκανε να χτυπήσει τα μέσα του, ήταν σαν να μαλώνει την ψυχή του. «Από μικρό παιδάκι. Ήμουν 12 χρονών θυμάμαι και βρέθηκα να παίζω σε ένα μαγαζί που το έλεγαν “Η Πίστα”. Μου άρεσε».