Ανοιχτή Επιστολή στον Επίτροπο Hahn
«Λάθη και παραλήψεις της ευρωπαϊκής διαρθρωτικής πολιτικής και η έλλειψη της νησιωτικής διάστασης»
Αξιότιμε κ.Επίτροπε,
Η νέα προγραμματική περίοδος που ξεκίνησε την 1/1/2014 έχει όλες τις παθογένειες των προηγούμενων, χωρίς να έχει και τις αντίστοιχες δικαιολογίες τόσο από τη πλευρά της Ελλάδας όσο και από εκείνη της ΕΕ. Και δεν αναφέρομαι απλά στη μείωση των κονδυλίων για τις διαρθρωτικές πολιτικές και τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό γενικότερα σε μια περίοδο που θα έπρεπε να συμβεί ακριβώς το αντίθετο για να συμβάλει στην έξοδο από την ύφεση. Όταν μάλιστα τα στοιχεία της 6ης Εκθεσης για τη Συνοχή αποδεικνύουν πόσο σημαντικές είναι οι παρεμβάσεις των διαρθρωτικών Ταμείων στις δημόσιες επενδύσεις αλλά και στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης στις χώρες σε κρίση όπως η Ελλάδα και στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες της Αν. Ευρώπης.
Η ΕΕ συνεχίζει σταθερά προσηλωμένη στην αρχή «μια πολιτική ταιριάζει σε όλους», χωρίς να διαφοροποιεί την στρατηγική ούτε καν μεταξύ των τριών μεγάλων ομάδων περιοχών: τις αστικές, τις αγροτικές, και τις περιοχές με ειδικά φυσικά χαρακτηριστικά (στις οποίες υπάγονται και οι νησιωτικές). Αντίθετα με διάφορα τεχνάσματα κατάφερε να αποδείξει ότι δεν υπάρχει ανάγκη για τέτοια διαφοροποίηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο και «πετάει το μπαλάκι» στα κράτη-μέλη. Όμως βάζοντας το ίδιο πλαίσιο για όλους τόσο σε ότι αφορά τη στρατηγική (Ευρώπη 2020), τον σχεδιασμό των προγραμμάτων (οι ίδιοι 11 θεματικοί στόχοι παντού) και τους ίδιους κανονισμούς και κλαδικές πολιτικές, αυτό γίνεται αδύνατο πρακτικά και αποτυπώνεται στα προγράμματα που κατατίθενται. Μία από τις στρεβλώσεις αυτής της πρακτικής είναι να μην αντιμετωπίζεται για παράδειγμα το πρόβλημα της «προσπελασιμότητας» των νησιών αφού οι ακτοπλοϊκές εταιρείες δεν υπάγονται στο καθεστώς των ενισχύσεων των ιδιωτικών επενδύσεων, ενώ το «μεταφορικό ισοδύναμο» (κρίσιμος παράγοντας για την παροχή ίσων ευκαιριών σε όλο την ευρωπαϊκή επικράτεια) και οι άγονες γραμμές δεν επιτρέπεται να χρηματοδοτηθούν από κοινοτικούς πόρους , επειδή θεωρείται λειτουργικό κόστος και όχι παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Ας υπογραμμίσουμε εδώ ότι η ΕΕ επιτρέπει μέχρι και σήμερα τη κάλυψη μόνιμων λειτουργικών δαπανών του δημοσίου όπως πχ. ωρομίσθιοι καθηγητές.
Η ΕΕ συνεχίζει να στηρίζει τον τρόπο κατανομής των πόρων με βάση το κατά κεφαλή ΑΕΠ παρά το γεγονός ότι εδώ και χρόνια και η ίδια η ΕΕ δέχεται ότι αυτός ο δείκτης αποτυπώνει οικονομική αποτελεσματικότητα, αλλά όχι ευημερία, κοινωνική δικαιοσύνη ποιότητα ζωής και βιώσιμη ανάπτυξη. Οι όποιες προσπάθειες έγιναν για εμπλουτισμό των κριτηρίων έπεσαν στο κενό. Μια από τις προσπάθειες αυτές αφορούσε και το πρόγραμμα EUROISLANDS που υλοποιήθηκε με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση κάτω από τη δική μου επιστημονική επίβλεψη και παρήγαγε τόσο δείκτες βιώσιμης ανάπτυξης όσο και δείκτες ελκυστικότητας που θα μπορούσαν όχι μόνο αποτελέσουν το υπόβαθρο για να διαφοροποίηση της κατανομής των πόρων και στη διαφοροποίηση των στρατηγικών, αλλά και στο να δομήσουν ένα πλαίσιο ουσιαστικής αξιολόγησης των προγραμμάτων.
Επίσης η ΕΕ παρά το γεγονός ότι διόρθωσε το λάθος και επέστρεψε πίσω στη λογική των πολυταμειακών προγραμμάτων που από τη φύση τους είναι περισσότερο ολοκληρωμένα (έστω και χωρίς τις διαρθρωτικές δράσεις του Αγροτικού Ταμείου και του Ταμείου Θάλασσας και Αλιείας), η επιμονή στους θεματικούς στόχους ακυρώνει στην ουσία αυτή τη προοπτική. Κατά συνέπεια αναπτυξιακές στρατηγικές όπως αυτές της «Γαλάζιας Ανάπτυξης» που απαιτούν ταυτόχρονα χρηματοδοτήσεις που εμπίπτουν σε όλα τα ταμεία και πολλούς θεματικούς στόχους (καινοτομία, ενισχύσεις επιχειρήσεων, δημόσιες επενδύσεις, κατάρτιση) να ακυρώνονται στη πράξη. Και αυτό αποτελεί μια σημαντική αδυναμία των προγραμμάτων από τα οποία όταν δεν απουσιάζει ακόμη και η αναφορά στη «Γαλάζια Ανάπτυξη» (όπως συμβαίνει στο πρόγραμμα του Β.Αιγαίου), η χρήση της γίνεται στους επιμέρους θεματικούς στόχους ως παράδειγμα. Αντίθετα αυτό που θα έπρεπε να έχει γίνει είναι η εκπόνηση στρατηγικής για τη Γαλάζια Ανάπτυξη με δράσεις που να εμπίπτουν στους θεματικούς στόχους.
Το ίδιο πρόβλημα θα σημειωθεί με τη στρατηγική έξυπνης εξειδίκευσης για την οποία υπήρξε σωστά η πρόνοια για υποχρεωτική εκπόνηση της από κάθε μία Περιφέρεια. Όμως μια σωστή τέτοια στρατηγική αφορά ταυτόχρονα πολλές δράσεις, ενώ στη πράξη θα καταλήξει να χρηματοδοτηθεί μόνο από τον άξονα 1 «αποκομμένη» από τους τομείς που έχουν ανάγκη για καινοτομία (τουρισμό, γεωργία, περιβάλλον, διοίκηση) ώστε να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα της Περιφέρειας και μάλιστα στο Β.Αιγαίο με τους ελάχιστους πόρους (2,37%) που περιλαμβάνει η πρόταση.
Μην απορήσετε λοιπόν κε Επίτροπε, γιατί ούτε και αυτή τη προγραμματική περίοδο, ενώ θα υπάρξει απορρόφηση από δράσεις ασύνδετες μεταξύ τους, τα αποτελέσματα στην επίτευξη των στόχων της Στρατηγικής «Ευρώπη 2020» θα είναι περιορισμένα. Και κυρίως ότι δεν θα βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα και η εξωστρέφεια της οικονομίας ειδικά στο Β.Αιγαίο όπου η πρόταση εστιάζεται και πάλι στα προφανή και εύκολα: τις υποδομές για τις οποίες η πρόταση ζητά περίπου το 60% των πόρων.
Κύριε Επίτροπε, ελπίζω να δώσετε τις κατάλληλες οδηγίες στις υπηρεσίες σας για τις αναγκαίες διορθωτικές κινήσεις πριν την αλλαγή χαρτοφυλακίου τη 1η Νοεμβρίου, αλλά και στη συνέχεια μέσα από το «Κολλέγιο των Επιτρόπων» να συμβάλετε στο να γίνουν οι όποιες συνολικότερες αλλαγές μπορούν να γίνουν στον σχεδιασμό και την υλοποίηση της ευρωπαϊκής διαρθρωτικής πολιτικής.
Μυτιλήνη 23/10/2014
Γιάννης Σπιλάνης
Περιφερειακός Σύμβουλος με τον συνδυασμό ΣΥΜΒΟΛΑΙΟ ΖΩΗΣ με το ΑΙΓΑΙΟ
Αν.Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου