Οι άνθρωποι πίσω από την Αντίσταση.
Αυτές τις μέρες γιορτάζουμε την επέτειο του «ΟΧΙ» του Ελληνικού Λαού ενάντια στον Φασισμό και συνακόλουθα την μεγαλειώδη Αντίστασή του κατά την περίοδο της Κατοχής. Αυτές οι μνήμες συχνά χρησιμοποιούνται και σήμερα ως τονωτικό και ταυτόχρονα ιστορικό «χνάρι» για την αντίσταση ενάντια στην χρεωκρατία, την οικονομική εξαθλίωση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού της χώρας μας, την ουσιαστική αποικιοποίηση της .
Φέρνοντας στο νου του κανείς την Εθνική Αντίσταση, δεν μπορεί να μην σταθεί στο Ε.Α.Μ. και τον ρόλο των ιδεών και των δυνάμεων της Αριστεράς μέσα σε αυτό που κατάφεραν να «εγγράψουν» στο βασικό νόημα της Εθνικής Αυτοδιάθεσης την Κοινωνική Απελευθέρωση: « Θέλουμε εμείς λεύτερη Πατρίδα και Πανανθρώπινη την Λευτεριά» και «εμπρός Ε.Λ.Α.Σ. για την Ελλάδα, το Δίκιο και τη Λευτεριά», έλεγαν τα εμβατήρια της Αντίστασης. Ακόμα και οι μετέπειτα εγχώριοι αντίπαλοι των αγωνιστών κατά την περίοδο των μετεμφυλιακών διώξεων, ήξεραν ότι με αυτόν τον τρόπο η Λευτεριά «παίρνει σάρκα και οστά» και δεν αφορά μια «ξένη» για τους ίδιους τους Πολίτες της Πολιτεία.. Ο Χρόνης Μίσσιος στο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς», διασώζει μια τέτοια ανάμνηση: «Ώστε πανανθρώπινη τη θέλετε, ε πούστη;”, και δώσ’ του βάραγε. Εννοούσε βέβαια τη λευτεριά. Δεν λέει το τραγούδι: “Θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά”; Ποτέ μου δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί τού ‘κατσε στο στομάχι το πανανθρώπινη».
Ψάχνοντας κάτω από το θριαμβολογικό πέπλο της Ιστορίας, γρήγορα κανείς θα συναντήσει την ραχοκοκαλιά και «βασική συνιστώσα» της ΕΑΜικής Αντίστασης που ήταν οι κοινωνικοί αγωνιστές του Μεσοπολέμου. Το φετινό καλοκαίρι, συμμετέχοντας στην παρουσίαση του βιβλίου του Σπύρου Τζόκα, για τον Ν. Σουκατζίδη και τους 200 εκτελεσμένους της Πρωτομαγιάς στην Καισαριανή, «Ο κύκλος των μάταιων πράξεων», είχα την ευκαιρία να συναντήσω μερικούς Σαμιώτες που άνηκαν σε αυτή την ομάδα.
Οι άνθρωποι αυτοί «ζυμώθηκαν» μέσα στις δύο κύριες κοινωνικές συγκρούσεις του μεσοπολέμου που ήταν το αγροτικό ζήτημα και οι διεκδικήσεις των εργατών και ιδιαιτέρως των καπνεργατών κατά την περίοδο της ταχείας βιομηχανικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, την περίοδο του Μεσοπολέμου.
Οι κινητοποιήσεις των αγροτών στην Σάμο, όπως και πανελλαδικά ήταν έντονες και συνεχείς . Πρέπει να σημειωθεί ότι επρόκειτο για περίοδο που γίνονταν μεταρρυθμίσεις «υπέρ των αδυνάτων» με ορόσημο την ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας το 1929. Στην Σάμο έχουμε την ίδρυση της Ε.Ο.Σ.Σ. το 1934. Παρόλα αυτά, το αγροτικό κίνημα δεν εγκλωβίζεται, γιγαντώνεται, συμβάλει με την πίεση του στην γρηγορότερη και βαθύτερη εφαρμογή όλων των παραπάνω πχ. να προχωρήσουν και εδραιωθούν οι συνεταιρισμοί, να προχωρήσει σε μεγάλη έκταση η χορήγηση δανείων. Το κίνημα βάζει μεγαλύτερους στόχους από αυτά που μπορεί να δώσει άμεσα η κρατική εξουσία, όπως το μοίρασμα της μεγάλης αγροτικής γεωκτησίας. Έχει ένα όραμα πλήρους οργάνωσης της γεωργίας σε συνεταιριστική βάση και εξάλειψης των μεσαζόντων. Πετυχαίνει πολλά πράγματα. Ενσωματώνει προοδευτικά κοινωνικά στοιχεία των χωριών (π.χ. ορισμένους δημοδιδασκάλους) με άξονα τον σκοπό, π.χ. την λειτουργία του συνεταιρισμού, και όχι κατ’ ανάγκην την ιδεολογική συμφωνία. Σε αυτήν την όσμωση θα βασιστεί μετέπειτα και η εποποιία της Αντίστασης. Βέβαια πληρώνει ένα βαρύ τίμημα σε φυλακίσεις και εξορίες.
Το άλλο πεδίο συγκρούσεων όπως είπαμε είναι στη Βιομηχανία. Στην Σάμο, την περίοδο του Μεσοπολέμου υπάρχει αξιόλογη βιομηχανική παραγωγή, υποβοηθούμενη και από τον φτηνό εργατικό δυναμικό των Μικρασιατών προσφύγων. Ανάπτυξη στις «στάχτες» μιας καταστροφής, σας θυμίζει τίποτα αυτό; Ταυτόχρονα όμως οι Πρόσφυγες, αρχίζουν να αποκολλώνται από τον «Βενιζελισμό» και να βαδίζουν προς τα αριστερά. Οι καπνεργάτες της Σάμου συμμετέχουν στις πανελλαδικές απεργιακές κινητοποιήσεις που προηγήθηκαν του αιματηρού Μάη του 36.
Το συνδικαλιστικό κίνημα που αναπτύσσεται στην Σάμο δεν είναι εύκολο, έχει αρκετά να αντιμετωπίσει: Τον πατερναλιστικό χαρακτήρα των βιομηχάνων της Σάμου που στήριζαν μικρέμπορους και μικροβιοτέχνες, πρώην εργάτες. Επιχειρηματίες που θεωρούνταν και ήταν ως ένα σημείο ήταν «ευεργέτες» των πόλεων του Καρλοβάσου και του Βαθιού. Την ευκαιριακή απασχόληση παράλληλα με την γεωργία -ειδικά στις καπναποθήκες- που αποδυναμώνει τον επιζητούμενο μαζικό και σταθερό χαρακτήρα κινητοποιήσεων.
Ωστόσο επιμένουν: Κερδίζουν και αυξήσεις και λιγότερο χρόνο εργασίας και άλλα δικαιώματα, παράλληλα όμως πληρώνουν το τίμημα. Οι πρωτοστάτες, παρά και μετά τις όποιες επιτυχίες των απεργιών, συλλαμβάνονται ως εμφορούμενοι «από κομμουνιστικές ιδέες» με βάση το «ιδιώνυμο» (N.4229/24 ) και φυλακίζονται.
Πρέπει να σημειώσουμε την διπλή δυσκολία αυτών των ανθρώπων: Αρχικά μάλλον είχαν εναντίον τους τη λεγόμενη «κοινή γνώμη» και βέβαια έναν νόμο που κυνηγούσε τις ίδιες τις ιδέες με τις οποίες έπρεπε να πείσουν τους άλλους τους να παλέψουν. Και όμως έκαναν αισθητή την παρουσία τους και μετά στην Κατοχή, ηγήθηκαν της Εθνικής Αντίστασης γιατί είχαν μάθει να οργανώνονται και να παλεύουν. Τι τους δυνάμωνε;
Ασφαλώς η αίσθηση ότι οι αγώνες που δίνουν δεν είναι ευκαιριακοί, αλλά ενταγμένοι σε ένα πανανθρώπινο αίτημα δικαιοσύνης και κοινωνικής προόδου.
Αντιλαμβάνονταν το ρόλο τους – έστω και αδρά- ως δημιουργών Ιστορίας.
Η ζωή και η δράση τους «ιχνογραφεί» το πώς χτίζεται η συλλογικότητα, πως μέσα σε αντίξοες συνθήκες μπορεί να στηθεί ένας κεντρικός άξονας ανθρώπων για την υλοποίηση ενός κοινωνικού στόχου. Πως η συμμετοχή αντικαθιστά την ανάθεση.
Βέβαια και στην εποχή αυτή έγιναν λάθη και υπήρξαν «μελανά σημεία». Τίποτα όμως δεν καταργεί όλα αυτά που σημειώνονται παραπάνω και είναι άξια βαθιάς μελέτης από όσους σήμερα θέλουν να σταθούν ως πολεμιστές στο παγκόσμιας σημασίας κοινωνικό χαράκωμα που λέγεται: «Άρση των Μνημονίων στην Ελλάδα και των συνεπειών τους».
Αλέξανδρος Σταθακιός
Περιφερειακός Σύμβουλος Βορείου Αιγαίου
Δημοσιεύτηκε στο «Σαμιακόν Βήμα» της Δευτέρας 27/10/2014