Ο απόηχος των γεγονότων…
Ουφ! Φυσούσε και ξεφυσούσε μέσα σ΄ ένα μακρόστενο και βρόμικο δωμάτιο, δεν μπορούσε να αναπνεύσει καλά, σ΄ αυτό το χαμηλό, σκοτεινό κελί που βρέθηκε, μ΄ ένα παραθυράκι τόοοσο μικρό που επέτρεπε λίγο φως από τον παντοκράτορα ήλιο να περνάει μόνο στην ανατολή του, σαν λαθραίος κι αυτός!
Εκεί τον είχαν κλείσει, ονόματα δεν λέμε, εκεί τον είχαν για τιμωρία κι ας ήταν συγχωριανός τους, έτσι αποφάσισαν γιατί ετούτος ο «κρατούμενος» γύριζε όλο τον προηγούμενο καιρό μαζί με τους Ιταλούς κατακτητές στα χωριά του νησιού, τους οδηγούσε και τους καθοδηγούσε στα σπίτια των φτωχών συμπατριωτών του, σε αυτά που εκείνος είχε επιλέξει από πριν καθόλου τυχαία, ήξερε και λίγο την γλώσσα τους κι έτσι μπορούσε να συνεννοηθεί μαζεύοντας μαζί με τους ξενόφερτους φίλους του ό,τι κατάφερναν: λάδι, κρασί, σύκα, σταφίδα, απιδόκοπα, αλεύρι … και μάλιστα σαν πήγαν στο σπίτι του Παππού όπως μας τα διηγιόταν ο Πατέρας, του ζήτησαν να τους δώσει λάδι, κι εκείνος σκλάβος καθώς ήταν με πέντε μικρά παιδάκια πεινασμένα στην άκρη της αμπάρας να παρακολουθούν με τρόμο, σήκωσε αμίλητος με δάκρυα στα μάτια και πικραμένος το λαδοκούμπι που είχε εκεί δίπλα στο τζάκι μέσα στη θυΐρα και την ώρα που το άδειαζε στο δικό τους δοχείο, ο «ακατανόμαστος» με φωνή βροντερή και με ύφος «εξουσιαστή» λέει στον Παππού: «φέρε κι από το άλλο που ΄χεις στην πέρα γωνιά στο κελάρι» σαν νοικοκύρης γνώριζε όλες τις γωνιές ακόμα και τα παραγώνια ενώ ταυτόχρονα με το ένα του χέρι έσπρωχνε σταθερά βοηθώντας τον παππού να αδειάσει όλο το βλογημένο λαδάκι, … φεύγοντας τους πέρασε κι από το πιθοστάσι στην άκρη της αυλής, ο ίδιος σιφούνησε κρασί μπροστά στα έκπληκτα βλέμματα των ξένων αυτών στρατιωτών που με θαυμασμό κοιτούσαν τον τρόπο που έβγαινε το «βινο»… βέβαια η πείνα ήταν εχθρός για όλους… μα κι αυτό πάλι! να αρπάζει το βιος των πεινασμένων και δυστυχισμένων που με τόσα βάσανα και αμέτρητους κόπους είχαν μαζέψει για να μην πεθάνουν από πείνα προπάντων τα παιδιά… έπαιρνε κι αυτός το μερτικό του και ήσυχος απογυριζόταν αργά το βράδυ σπίτι κουβαλώντας «τον κόπο από την δούλεψή» του στα δικά του παιδιά!
Είχε κι άλλα καθήκοντα να φέρει εις πέρας, «ευγενής» όπως ήταν εκ φύσεως και πολύ «φιλόξενος» όπως αποδείκνυε, συνεργαζόταν άριστα με τους κατακτητές σε σημείο που του έδειχναν μεγάλη εμπιστοσύνη σε ότι κι αν τους πρότεινε.
Τους έδινε πάντοτε σωστές κι ακριβείς πληροφορίες για την δράση των άτακτων, απείθαρχων, αφιλόξενων και εν πολλοίς αγροίκων αυτών νησιωτών που δεν καθόταν ήσυχα αλλά το νου τους τον είχαν και τούτοι όπως κι άλλοι σε άλλα μέρη, στον ξεσηκωμό, στην φασαρία και στην επίθεση… έτσι με δική του προτροπή έχτισαν στον Εύδηλο κάτι μικρά καμαράκια – κρατητήρια τα είπαν για τους «αντιστασιακούς/καυγατζήδες» της εποχής… μα σαν έπεσε το μέτωπο εκείνο, τέλειωσε κι ο πόλεμος, φύσηξε και στη Νικαριά ο αέρας της Λευτεριάς και λίγο πριν ξεσπάσει ο τρομερός εμφύλιος, ώσπου να ανασυνταχτεί το κράτος και να επιβληθεί η τάξη, ανέλαβαν οι τοπικοί αγωνιστές που σε αυτούς έλαχε ο κλήρος της θεμελίωσης της καινούριας μέρας, να οργανώσουν κατ΄ αρχήν όπως μπορούσαν την καταρημαγμένη ζωή τους…. Το πρώτο αίτημα ήταν η επιβίωση κι αμέσως μετά η πολυπόθητη κοινωνική Δικαιοσύνη. Έτσι τα καμαράκια αυτά που προοριζόταν για τους «φωνακλάδες και θρασείς» Ικαριώτες, εκείνους που πάλευαν με όλα τα θηρία για Λευτεριά κι αξιοπρέπεια έκλεισαν πρώτα τους ίδιους που τα έχτισαν.
Φώναζε λοιπόν αυτός, ονόματα δεν λέμε, να του ανοίξουν έστω λίγο την πόρτα να μπει αγέρας φρέσκος, πελαγίσιος για να αναπνεύσει… έξω όμως είχε τοποθετηθεί ως φύλακας ένας ωραίος αγωνιστής συμπατριώτης που σε όλη την μαύρη περίοδο της κατοχής αγωνιούσε κι αγωνιζόταν μαζί με τους συντρόφους του να βοηθήσουν με τις ελάχιστες δυνάμεις που τους είχαν απομείνει, τους ανήμπορους, τους άρρωστους, προσπαθούσαν να μοιράζουν τρόφιμα σε όσους είχαν περισσότερο ανάγκη, να περπατούν νύχτες ασέληνες μες στο καταχείμωνο, περνώντας τα κακά καταβασίδια του «αθέρα», να οργανώνουν συσσίτια αλλά και τον αγώνα για απελευθέρωση… αυτόν παρακαλούσε ο κρατούμενος, ονόματα δεν λέμε, για λίγο αγέρα!!! Κι ετούτος που είχε έμφυτο και το χάρισμα του χιούμορ βαδίζοντας πέρα – δώθε νευρικά έξω από το κελί άρχισε να τον πειράζει φωνάζοντας για να ακούγεται, παίζοντας με το ψυχικό κόσμο του έγκλειστου:
«Ε! έτοιμο το απόσπασμα; Πολύ ωραία σε λίγη ώρα φτάνει να τελειώνουμε και με δαύτον»!!! ο «μέσα» σαν τα άκουγε έτρεμε σύγκορμος κραυγάζοντας και παρακαλώντας… «δώστε μου χάρη να ζήσω… ζητώ για όλα να με συγχωρέσετε αλλά εδώ είναι πολύ στενάχωρα σας λέω!, δεν μπορώ να αναπνεύσω, που μου πήγατε τον αγέρα;»!!! κι ο κυρ Βαγγέλης ο φύλακας που δεν θα θελε ποτέ μια τέτοια υπηρεσία τον καθησύχαζε και πάλι…
«Μα τι σου φταίει τώρα το κελί; Εσείς τα φτιάχνατε ας τα φτιάχνατε πιο μεγάλα, πιο ευρύχωρα για να μην σας στεναχωρούν»!!!
Η Ιστορία κύλησε όπως κύλησε, ο «ακατανόμαστος», ονόματα δεν λέμε, έζησε σύμφωνα με τις δικές του αξίες ως τα βαθιά γεράματα, το μετέπειτα «κράτος» τον αντάμειψε πλουσιοπάροχα για τις υπηρεσίες του, κανείς από την οικογένεια του, απ’ ότι ξέρω δεν πήγε χαμένος…
Ο κυρ Βαγγέλης έμεινε κι έζησε κι αυτός στο χωριό του, μα τον ξεχώριζες, τον ξεχωρίζαμε δηλαδή πάντα κι από μακριά για: την Λεβεντιά του, την Περηφάνια του, την Ανθρωπιά του, τον σεβασμό που ενέπνεε στους νεώτερος και βεβαίως για το απαράμιλλο χιούμορ του… μα και από το πάθος που έδειχνε σε κάθε εκλογές να ψηφίζει και γέροντας ακόμα, να συμμετέχει στην ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ στάση ζωής και μάθημα για όλους εμάς!!!
Στις μέρες που ζούμε αναζητούμε και πάλι τους κυρ – «Βαγγέληδες» αν και συχνά σκοντάφτουμε πάνω στους «ακατανόμαστους», οι κυρ «Βαγγέληδες» είναι πάντοτε αυτοί που θα ξεχωρίζουν σαν το χρυσάφι στην άμμο, σαν ένα μικρό φως στο σκοτάδι, κι όσο ανάγκη θα τους έχουμε τόσο θα τους βρίσκουμε ανάμεσά μας!!! Όσοι δεν τους διακρίνουν άξιοι της μοίρας της δικής τους… (ονόματα δεν λέμε)…
Χαρούλα Κ. Κοτσάνη