Να που ήρθε πάλι η ώρα να μιλάμε για κακοποίηση, βιασμούς, παρενόχληση και δικαιώματα. Πριν μερικούς μήνες μιλούσαμε για την αύξηση κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας ως αποτέλεσμα της πρώτης καραντίνας.
Τώρα, μετά από δημόσια καταγγελία μιας επώνυμης γυναίκας για τον βιασμό της, άνοιξε και πάλι η κουβέντα για την κακοποίηση και εν γένει τη σεξουαλική παρενόχληση των γυναικών. Και μαζί άρχισαν για άλλη μια φορά να ακούγονται οι ανόητες απορίες.
Αρχικά να ξεκαθαρίσουμε πως η σεξουαλική παρενόχληση δεν αφορά μόνο στις γυναίκες, καθώς έχουν κατά καιρούς ακουστεί και περιπτώσεις όπου θύματα ήταν άντρες. Ωστόσο, στο μεγαλύτερο ποσοστό τα θύματα είναι γυναίκες. Θύτες, συνήθως άτομα που ασκούν κάποιας μορφής εξουσία. Εργοδότες, δάσκαλοι, προπονητές, γείτονες, ακόμα και οι ίδιοι οι γονείς.
Και ερχόμαστε στην ανοησία που διακατέχει ορισμένους που σπεύδουν να σχολιάσουν. Σχόλια τύπου “τα ‘θελε” κλπ δεν μπαίνω καν στη διαδικασία να τα σχολιάσω διότι προέρχονται από άτομα εν δυνάμει θύτες, όταν θεωρούν πως οποιαδήποτε εμφάνιση είναι άξια πρόκλησης βίας.
Ας μείνουμε στο “γιατί τώρα, γιατί μετά από τόσα χρόνια” και θα ρωτήσω κι εγώ όλους αυτούς που έχουν την απορία, πόσες φορές έπεσες θύμα βιασμού; Διότι, αν δεν έχεις την δυσάρεστη αυτή εμπειρία δεν μπορείς να ξέρεις τι κουβαλάει στην ψυχή του αυτός ο άνθρωπος. Με τι πάλευε μέσα του όλα αυτά τα χρόνια και τελικά τέτοιου είδους απορίες είναι και αυτές που εμποδίζουν τις γυναίκες να μιλήσουν.
Οι ερωτήσεις των ανόητων και μη, η καταδίκη της κοινωνίας που αντί να σταθεί δίπλα στα θύματα τους ρίχνει ευθύνες, η επανάληψη του βιασμού ξανά και ξανά σε όργανα της τάξης, εισαγγελείς, ανακριτές και δικαστικές αίθουσες.
Απαιτεί μεγάλη ψυχική δύναμη για να βγει η γυναίκα αυτή και να καταγγείλει αυτό που της συνέβη αφήνοντας στην άκρη τη γνώμη των άλλων. Απαιτεί μεγάλη ψυχική δύναμη για να βιώσει ξανά και ξανά μια τόσο επώδυνη στιγμή. Απαιτεί μεγάλο αλτρουισμό απέναντι σε όλα τα άλλα θύματα που παίρνουν θάρρος για να καταγγείλουν και τις δικές τους περιπτώσεις κακοποίησης.
Δεν είναι τυχαίο που μετά τη Σοφία Μπεκατώρου βγήκαν και άλλες γυναίκες να καταγγείλουν επώνυμα και δημόσια τις δικές τους εμπειρίες. Και πίσω από αυτές τις επώνυμες βρίσκονται εκατομμύρια “ανώνυμες” ανά τον κόσμο που σωπαίνουν. Μόνο όταν μιλήσουμε ανοιχτά θα αρχίσουν ενδεχομένως όλοι αυτοί οι εγκληματίες να μειώνονται. Μόνο όταν η κοινωνία σταθεί απέναντι στους βιαστές και τους καταγγείλει θα τιμωρηθούν.
Και να μην ξεχνάμε και την Μυρτώ και κάθε Μυρτώ που ένας εγκληματίας καταδίκασε να ζει μετά βίας τη στιγμή που αυτός, ακόμα κι αν τιμωρηθεί, κάποια στιγμή θα ζει ελεύθερος και υγιής.
Η κακοποίηση των γυναικών δεν έχει ηλικία, εμφάνιση, κοινωνική θέση, οικονομική κατάσταση, μορφωτικό επίπεδο, επάγγελμα. Όλες οι γυναίκες σε κάποια στιγμή της ζωής τους έχουν πέσει θύματα κάποιας μορφής παρενόχλησης και όλες θα μπορούσαν να πέσουν θύματα κάποιας μορφής κακοποίησης. Όσο η κοινωνία σωπαίνει και κωφεύει!