Αλλά για να κερδίσει και τον πόλεμο ενάντια στις λοιμώδεις νόσους –και να είναι προετοιμασμένη για την επόμενη υγειονομική κρίση– χρειαζόμαστε ένα πιο ισχυρό και αξιόπιστο σύστημα υγείας. Άρθρο του Θεοκλή Ζαούτη, Καθηγητή Παιδιατρικής και Επιδημιολογίας.
Γράφει ο Θεοκλής Ζαούτης*
Η επιτυχημένη αντιμετώπιση της κρίσης του κορονοϊού στη χώρα μας αποδεικνύει ότι με μια καλά οργανωμένη συλλογική προσπάθεια από το σύνολο της κοινωνίας μας, μπορούμε να επιτύχουμε καλύτερα αποτελέσματα στο πεδίο της υγείας – καλύτερα ακόμα και από χώρες που έχουν στη διάθεσή τους περισσότερα μέσα.
Η νίκη αυτή μας βάζει, προφανώς, στον πειρασμό να συγχαρούμε τους εαυτούς μας για όσα πετύχαμε και να επιστρέψουμε στους ρυθμούς της παλιάς κανονικότητάς μας. Όμως τώρα, περισσότερο από ποτέ, δεν πρέπει να σταματήσουμε τις προσπάθειες για έλεγχο των λοιμώξεων. Αντιθέτως, πρέπει να τις πολλαπλασιάσουμε και να αξιοποιήσουμε τη δυναμική από τη διαχείριση της πανδημίας COVID-19 για να απαντήσουμε σε διαχρονικές προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπο το εξασθενημένο από την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, εθνικό σύστημα υγείας.
Παρότι η δημιουργία του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΠΟΥΥ) το 2011-2012 κατάφερε να στηρίξει και να αναδιαμορφώσει ένα εξασθενημένο και κατακερματισμένο από την οικονομική κρίση σύστημα υγείας, και παρότι τα τελευταία χρόνια οι πόροι συστήματος υγείας άρχισαν σταδιακά να προσεγγίζουν τα επίπεδα προ κρίσης, η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκει εμπόδια στην παροχή υπηρεσιών υγείας υψηλής ποιότητας για όλους τους πολίτες.
Πιο επείγουσα από όλες τις προκλήσεις είναι η πρωταρχική απουσία αξιόπιστων μηχανισμών διασφάλισης της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας που παρέχονται στη χώρα μας. Αυτή τη στιγμή, δεν υπάρχει μία κεντρική Αρχή η οποία να εποπτεύει την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας, ιδιαίτερα εκείνων που παρέχονται στα δημόσια νοσοκομεία. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει μηχανισμός που να διασφαλίζει ότι ο κάθε πολίτης λαμβάνει υπηρεσίες υγείας καλής ποιότητας. Αυτή η απουσία εποπτείας της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών οδηγεί σε ευρείες ανισότητες. Το επίπεδο των υπηρεσιών υγείας διαφέρει από το ένα νοσοκομείο στο άλλο, καθώς τα νοσοκομεία δεν έχουν ενιαία πρότυπα ορθών πρακτικών.
Στην καλύτερη περίπτωση, υπηρεσίες υγείας που παρέχονται χωρίς επίβλεψη ποιότητας τείνουν να απογοητεύουν τους ασθενείς. Αυτό αποτυπώνεται και στα ιδιαίτερα αρνητικά αποτελέσματα της έρευνας Ευρωβαρόμετρο του 2014, τα οποία δείχνουν ότι σχεδόν 3 στους 4 Έλληνες πιστεύουν πως η νοσοκομειακή περίθαλψη στη χώρα μας είναι χειρότερη από κάθε άλλης χώρας-μέλους της Ε.Ε. Ακόμα χειρότερο είναι ότι αυτή η απουσία διασφάλισης της ποιότητας οδηγεί σε αρνητικά αποτελέσματα για την υγεία πολλών ασθενών και, τελικά, σε περισσότερους θανάτους. Το σύστημα υγείας βρίσκεται πολύ συχνά αντιμέτωπο με ελλείψεις προσωπικού και εξοπλισμού, ανεπαρκή εκπαίδευση του ιατρικού και παραϊατρικού προσωπικού και άλλους παράγοντες που οδηγούν σε παροχή υπηρεσιών χαμηλής ποιότητας.
Δυστυχώς, όλα αυτά τα εμπόδια διαμορφώνουν ένα περιβάλλον που επιτρέπει την εξάπλωση των λοιμώξεων. Η Ελλάδα βρίσκεται στις πρώτες θέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της Ε.Ε. στους δείκτες νοσοκομειακών λοιμώξεων, που είναι από τις πιο δύσκολα αντιμετωπίσιμες και από τις πιο θανατηφόρες. Αξίζει να σημειωθεί ότι για κάθε περιστατικό COVID-19 ανά τον κόσμο εντός του 2020, αντιστοιχούν τουλάχιστον δέκα περιστατικά νοσοκομειακών λοιμώξεων. Ωστόσο, σε αντίθεση με την COVID-19, γνωρίζουμε ακριβώς πώς να προλάβουμε αυτές τις λοιμώξεις: παρέχοντας καλύτερες και ασφαλέστερες υπηρεσίες υγείας εκεί όπου αυτές προκύπτουν.
Η καθιέρωση μηχανισμών διασφάλισης της ποιότητας που να καλύπτουν όλο το δίκτυο των επαγγελματιών και φροντιστών υγείας είναι το πιο κρίσιμο βήμα στην κατεύθυνση της βελτίωσης των υπηρεσιών υγείας στα νοσοκομεία και της μείωσης των νοσοκομειακών λοιμώξεων. Αυτή ακριβώς είναι η αποστολή του Οργανισμού Διασφάλισης Ποιότητας της Υγείας (ΟΔΙΠΥ), ο οποίος συστήνεται με νομοσχέδιο που έφερε στο Κοινοβούλιο το Υπουργείο Υγείας.
Οι πολιτικές διαμάχες δεν πρέπει να υπονομεύσουν την προσπάθεια αυτού του νομοσχεδίου. Ουδείς αμφισβητεί το δημόσιο χαρακτήρα της Υγείας και η γενναιόδωρη προσφορά ιδιωτών στοχεύει ακριβώς στην ενίσχυσή του. Κάθε κριτική είναι καλόπιστη και χρήσιμη στο πλαίσιο της ελεύθερης ανταλλαγής απόψεων, ειδικά για θέματα δημόσιου συμφέροντος, ωστόσο χωρίς την καθιέρωση ενός ισχυρού μηχανισμού διασφάλισης ποιότητας η υγεία των Ελλήνων πολιτών θα συνεχίσει να αντιμετωπίζει σοβαρές απειλές.
Το Κοινοβούλιο πρέπει να υπερψηφίσει το νομοσχέδιο που συστήνει τον Οργανισμό Διασφάλισης Ποιότητας της Υγείας (ΟΔΙΠΥ). Χωρίς αυτόν τον νέο μηχανισμό διασφάλισης της ποιότητας, θα χάσουμε την ευκαιρία να αξιοποιήσουμε τις νίκες μας ενάντια στην COVID-19 και έτσι να ενισχύσουμε το σύστημα υγείας και να διασφαλίσουμε ότι θα είμαστε προετοιμασμένοι για την επόμενη υγειονομική κρίση, όποτε κι αν προκύψει.
Στο πλαίσιο της αποστολής του, ο ΟΔΙΠΥ θα δώσει έμφαση και στην προώθηση της ισότιμης πρόσβασης και της πλήρους κάλυψης της υγείας όλων των Ελλήνων. Η πλήρης κάλυψη της υγείας για όλους τους ανθρώπους ανά τον κόσμο βρίσκεται στον πυρήνα των στόχων για Βιώσιμη Ανάπτυξη, του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και σε αυτή την κατεύθυνση έχει σχεδιαστεί παγκόσμια δράση για την επίτευξη του στόχου έως το 2030.
* Theoklis Zaoutis, MD, MSCE Professor of Pediatrics and Epidemiology University of Pennsylvania School of Medicine Division of Infectious Diseases The Children’s Hospital of Philadelphia
Αναδημοσίευση από : https://www.iatronet.gr