Της Μαργαρίτας Ικαρίου(Δημοσιογράφου)
Η μικρή «χαμένη» κάθεται και κλαίει, γιατί δεν την παίζει πια το «σύστημα». Εκτός συμβάσεων, εκτός κράτους κοινωνικής προνοίας που έχει μετατραπεί σε… πορνείας, εκτός ελπίδας. Η «μικρή Ελένη», όντας άνεργη και απελπισμένη στα πρώιμα νιάτα της, δεν ονειρεύεται σύντροφο, παιδάκι, έπιπλα από το ΙΚΕΑ, εξοχικό στην Κέα και λοιπά μικροαστικά. Ψάχνει να βρει καθημερινά τρόπο να ζήσει…
Έξω από τα παράθυρα των «νοικοκυραίων» με τα καλοκεντημένα κουρτινάκια, ολολύζουν τις νύχτες οι νέοι της ένδειας. Έξω από του Κοινοβουλίου τις κυνικές αγορεύσεις, οι άνθρωποι που αντιπροσωπεύουν το 65% νεανικής ανεργίας, πεινούν και διψούν για ΕΛΠΙΔΑ. Κοιτούν χωρίς να βλέπουν. Ακούν χωρίς να προσέχουν. Ζουν χωρίς να ζουν…
Μικρές μπουκιές στο κήτος του Ιωνά. Βορά στις ορδές των οικονομικών Ούννων. Μεγέθη αναλώσιμα. Χωρίς προσμονή, χωρίς όραμα, χωρίς όνειρα.
Σύνθλιψη. Ταπείνωση. Περικοπές. Παραγκωνισμός εξ αιτίας του πάλαι ποτέ παραγοντισμού. Τσαλάκωμα. Προσβολή. Επιβολή. Γονάτισμα. Σύνθλιψη. Καθημαγμός. Δήωση.
Για μιαν Ελένη… για ένα πουκάμισο αδειανό. Το φουσκώνει η αερολογία και ο δούρειος άνεμος μιας βάσκανης πολιτικοποίησης που βλάπτει την κινητοποίηση. Με σημαίες, με ταμπούρλα και με… βούρλα, αλαλάζουμε προς εκτόνωσιν. Κι ύστερα, η σιωπή των αμνών. Των αστών. Των συνιστωσών. Των συνδικάτων και των οφφικιάτων.
Οι «Δυνατοί» σφετερίστηκαν τη γη μας, τα κεκτημένα μας δικαιώματα, υποθήκευσαν το μέλλον του τόπου και τρομοκρατούν των παιδιών μας το αύριο. Ηγήτορες με βαλτωμένη νόηση απεργάζονται σχέδια περικοπών δημοσίων δαπανών που καταλήγουν σε περιτομές των αστών. Δουλοπάροικοι των εκτός και σφετεριστές των εντός που κάποτε διαβιούσαν στην αφθονία της λιτότητας. Ανελλήνιστοι Ελληναράδες που κόπτονται για μια πατρίδα που δεν αγαπούν.
Μήπως την αγαπήσαμε όμως εμείς; Που ζήσαμε ως πελάτες κι όχι ως πολίτες; Ανεχόμενοι τη διαφθορά αρκεί να μας βόλευε και την δημοσιονομική σπατάλη και κραιπάλη, αρκεί να ήταν «μακριά από τον… κότσο μας»;
Η μέγγενη, μας έσφιξε σήμερα. Χάσαμε τη δουλειά, την ελπίδα, την αυτοδιαχείριση, την οικονομική δυνατότητα, την αυτοεκτίμηση. Βγήκαμε στους δρόμους σαν μουδιασμένοι. Άμαθοι στους αγώνες…
Χρειάστηκε να μας τα πάρουν όλα για να θυμηθούν οι τάξεις -υποδουλωμένες μέχρι πρότινος στις πολιτικές παρατάξεις- να ζητήσουν το δίκιο τους. Διεκδικώντας με τη λογική του «δώσε κάτι μπάρμπα…»
Αδιάφορα και αδιατάρακτα διάγουμε τον βίον. Τον παρακολουθούμε να ξετυλίγει καθημερινά το κουβάρι του, μέσα από τα δελτία ειδήσεων των οκτώ. Βλέπουμε το είδωλό μας στα τηλεπαράθυρα και απορούμε για την κατάντια του, αγνοώντας στρουθοκαμηλικά πως είναι το δικό μας! Δοξολογούμε έναν ατελέσφορο κοινωνικοπολιτικοοικονομικό αυτισμό, στολισμένο με εξτένσιον δανεισμούς, νευρόσπαστα ως ταγούς και σιδερωμένα κοινοβουλευτικά χαμόγελα.
Χλωμός καιρός, νυχτώνει αργά με το φεγγάρι μισοφαγωμένο. Ποιος αστρολάβος του ουρανού και της γης να το μελετήσει;
Μια ηδύτατη κατάδυση στην ανυπαρξία της αδιαφορίας. Σαν το «μοιρολόι της φώκιας» της μόνης δηλαδή ύπαρξης που αντιλήφθηκε τον ανεπαίσθητο παφλασμό της μικρούλας, καθώς βουτούσε στο υγρό βάραθρο υπό τους ήχους της φλογέρας και το ποθοπλάνταγμα του αόρατου βοσκού. Ο αιπόλος δεν άκουσε την πτώση της «νεανίσκης». Μόνο η φώκια, μοναχική, στις απόμερες σπηλιές να περιπαίζει με τη μουσούδα της τον επιθανάτιο ρόγχο… Μα ποιος θυμάται σήμερα τον Παπαδιαμάντη; Ποιος νοιάζεται για την «νεανίσκη» που βουλιάζει στα απέλπιδα βάθη; «Ένας παφλασμός απαρατήρητος» που θα έλεγε κι ο Γ. Ώντεν.
Τούτων ένεκεν και άλλων, προσμένω και πάλι τους ποιητές να γράψουν στις καρδιές μας, συνθήματα. Στους βωμούς, αναθήματα. Για τα θύματα…
Όμως μόνο μια μελωδία του γνωστού τραγουδιού, έρχεται κάπου από το βάθος της απολίτιστης πόλης:
Κι εσύ Ελένη και κάθε Ελένη… η ζωή σου να το ξέρεις, είναι επικηρυγμένη… Να πεθαίνεις για την Ελλάδα είναι άλλο- κι άλλο εκείνη να σε πεθαίνει…!