Περασμένα μεσάνυχτα, στην Εθνική. Καταπίνει την υγρασία το σκοτάδι, κυλούν γοργά στο κοντέρ του μυαλού οι σκέψεις και τα χιλιόμετρα. Η νύχτα, ανυποψίαστη για όσα διαδραματίζονται στη γυμνή αγκαλιά της, έρπει γοργά στο αύριο, σα φαντάρος σε βραδινό καψόνι. Παθιάζεται να κυριαρχήσει στη μέρα, μα δεν μπορεί. Ακόμη και η ώρα, που αλλάζει σε «εαρινή», δεν προοιωνίζει τον ερχομό στο γλυκύ το έαρ. Άνοιξη χωρίς ελπίδα, σα Μεγαλοβδομάδα πρώιμη…
Η φτώχεια της μέρας κι η μιζέρια της απόγνωσης. Βραδιές αδυσώπητα σκοτεινές και κρύες, σα να μην προσμένουν ξημέρωμα. Φιλμ νουάρ κακοπαιγμένο. Άνθρωποι-φιγούρες του βωβού κινηματογράφου με τη ζωή τους αλωμένη και το βιος τους ζαλωμένο στους ώμους, σα φόρτωμα ξύλα.
Εμποδισμένη η Άνοιξη σ’ αυτόν τον τόπο των βωμών και των ανεστίαστων εστιών. Αφικνείται ξένη σε μέρος άξενο κι αντί να της ανοίγουν το δρόμο παιδιά με λουλουδιασμένα χαμόγελα, την προσεγγίζουν αρσενικές εταίρες να την ορίσουν ως χρονοδιάγραμμα για μια ακόμα δόση…
Ο χειμώνας και η νύχτα της πατρίδας, σε πλήρη επικυριαρχία. Ξεπαγιασμένες ψυχές, κοκαλωμένη οικονομία, εργασιακός παγετός, μαύρα σύννεφα οι σκέψεις, χαλάζι οι ανεξόφλητοι λογαριασμοί, βροχή τα προβλήματα, καταιγίδα η καθημερινότητα, καταχνιά το μέλλον.
«Απαγορεύεται η Άνοιξις» στων υπερχρεωμένων τους τόπους. Άλας πικρό έχουν σπείρει οι ιθύνοντες στων παιδιών μας τις στράτες, για να ξεστρατίζουν ανεμπόδιστα, ως σύγχρονοι γκασταρμπάιτερ. Με αλάτι χοντρό γέμισαν τις φράσεις τους οι γεροντότεροι κι άρχισαν να πυροβολούν την εξουσία, ρουφώντας με θυμό την αγανάκτησή τους κι ένα ποτήρι κρασί… Ψωμί κι αλάτι μοιράζονται με αλληλεγγύη οι χαμένοι, οι καημένοι, οι παραδαρμένοι, οι παροδηγημένοι. Δεν έχουν κι άλλο τι…
Κατάντια. Κρίση και διεθνείς επικρίσεις. Η Κύπρος να παραδέρνει και να αλυσοδένεται ακόμη μια φορά. Η Ελλάδα παρακολουθεί αμέτοχη, σα κάτι γριές στο κατώφλι που βλέπουν τη γειτόνισσα να μεταφέρεται αιμόφυρτη με το φορείο κι αυτές ξορκίζουν το Χάροντα με σταυροκοπήματα και τρία φτυσίματα στον κόρφο.
Σαν κορίτσι που κάθεται δίπλα στη φωτιά ένα κρύο βράδυ κι οι λάμψεις φεγγοβολούν στο πρόσωπό της, μοιάζει φέτος η Άνοιξη. Ρακένδυτη και φτωχή, με την ομορφιά της απλότητας. Έτοιμη να σκαρφαλώσει στα ξεραμένα δέντρα και με το άγγιγμά της να τα λουλουδιάσει. Να φτιάξει ξυπόλητα τάγματα που θα αναμετρήσουν τις δυνάμεις τους με πετροπόλεμο. Θα σπάσουν τα τζάμια στα πορτοπαράθυρα της εξουσίας και θα κλέψουν ελπίδες…
Τα παραμύθια για την Ελλάδα μπορεί να τέλειωσαν. Οι παραμυθάδες ωστόσο, καλά κρατούν κι ας μη μας αποκοιμίζουν πια. Σα μικρά παιδιά, κρατάμε στη χούφτα πολύτιμες εικόνες από εαρινές νεράιδες. Προσμένοντας να πάρουν τη λαλιά από τους προύχοντες και να τη δώσουν σε κείνους που κάτι έχουν να πουν γι’ αυτόν τον τόπο…
*Η Μαργαρίτα Ικαρίου είναι δημοσιογράφος.