Μια τυρόπιτα από εκείνες τις άνοστες. Τις προψυγμένες, με λιγοστό τυρί και μπόλικο φύλλο. Καμία σχέση με εκείνη την αγαπημένη γεύση των παιδικών μας χρόνων, τη ζυμωμένη με την αγάπη και το μεράκι της μάνας ή της γιαγιάς, με το τυράκι να μοσχοβολάει και να ξεχειλίζει, το ελαιόλαδο και την παράδοση να φουσκώνει την προσμονή να τη γευτούμε…
Μια τυρόπιτα της συμφοράς και της ταχυφαγίας. Ξεραμένη στις άκρες, από το ζέστανε-ζέστανε. Κακοπαθημένη σαν τις αναζητήσεις ενός ολόκληρου λαού που απέμεινε μόνος στα διεθνή φουρνάκια κατανάλωσης προσμένοντας να τον καταπιούν αμάσητο…
Δεν χορταίνει την πείνα μου μα είναι τόσο άθλια η γεύση της που την ξαναχώνω στο σακουλάκι της και την πετώ στον κάδο απορριμμάτων της γειτονιάς. Προσγειώνεται πάνω σε άδεια χαρτόκουτα, δίπλα από ένα παιδικό μπλουζάκι που ο λερός σήμερα μα κάποτε κιτρινοφαιός ήλιος έλαμπε περίχαρος και τα μωβ λουλούδια, τώρα απροσδιόριστο γκρί, άνθιζαν στο χάδι.
Διπλοτριπλοξεκλειδώνω την είσοδο ενώ ανάβει το φως ανίχνευσης κίνησης. Νέκρα τριγύρω. Πέντε στα έξι μαγαζιά, έκλεισαν οριστικά. Ρολά στις προσόψεις, ρολά στις ελπίδες. Μπαίνω και ξανακλειδώνω προσεκτικά. Ανεβαίνω βαρύθυμη στον όροφο, μια νέα κλειδαριά ασφαλείας προσμένει το «άνοιξε-σουσάμι-κλείσε-σίκαλη» και την «τρίαινα», που δεν αναδεύει κανείς Ποσειδώνας.
Από την μπαλκονόπορτα χαζεύω τη λιγοστή κίνηση της κάποτε κεντρικής οδού. Ένα λεωφορείο στρίβει ασθμαίνοντας, τρία άδεια ταξί, δυο αργοπορημένοι κατηφείς βιοπαλαιστές, μια νοικοκυρά με τρία καρότα και ένα κολοκυθάκι στην πλαστική τσάντα σφίγγει το πορτοφόλι στα δάχτυλα, σα να εξαρτάται η ζωή της από αυτό!
Η τυρόπιτα, ή μάλλον ό,τι απέμεινε από αυτήν, πάνω-πάνω στον κάδο. Το μπλουζάκι ακόμη εκεί. Μίκρυνε για το παιδάκι που το φορούσε. Μίκρυνε σαν τη χαρά στα μάτια των μικρών. Σαν το μισθό των μεγάλων. Σαν το ημερομίσθιο. Σαν την ελπίδα ανάκαμψης…
Δεν είναι κλοσάρ, μήτε ρακένδυτος. Δεν είναι γεράκος, ούτε και νέος. Περνά και σκανάρει τα πάντα, με τη ματιά του εγκλωβισμένου αγριμιού. Τα χέρια του τρέμουν καθώς ανοίγει το σακουλάκι. Λαίμαργα γεύεται την τυρόπιτα, κοιτώντας αλαφιασμένα ένα γύρο, σα να ντρέπεται, να φοβάται ή να σκιάζεται… Με δυο χαψιές την καταπίνει, αμάσητη σχεδόν και συνεχίζει την αναζήτηση. Φρούτα μισολιωμένα, ένα μαρούλι σκωροφαγωμένο στις άκρες, κάτι θλιβερά λαχανικά, η «σοδειά». Τα πεταμένα από τη φρουτεμπορική που θα καταλήξουν στο τραπέζι ενός Έλληνα. Εν έτει 2012.
Σοκάρομαι. Τρέμω. Αγανακτώ αλλά και θλίβομαι. Στη γειτονιά που μεγάλωσα; Που την θεωρούσα «άτρωτη» όπως όλες τις παιδικές, ακριβαποκτημένες μνήμες; Που νόμιζα ότι η κρίση δεν θα την άγγιζε, σαν όλα τα προάστια της επίπλαστης Αθηναϊκής ευημερίας.
Ποιός, πέραν των κυβερνώντων, αγνοεί πως ο κόσμος πεινάει; Ότι δυστυχούν οι άνθρωποι, ότι έχουν φτάσει σε όρια προσωπικής και κοινωνικής εξαθλίωσης; Ότι βρέθηκαν ανέτοιμοι να αντιμετωπίσουν τη λαίλαπα της φοροεισπρακτικής επιδρομής, τα νέα μέτρα, τις οριζόντιες περικοπές, την ανεργία; Ότι μετατράπηκε ένας περήφανος κι ευρηματικός λαός σε κράτος αναξιοπρεπών κρετίνων, που εξευτελίζονται ανά τας Ευρώπας, ζητώντας γονυπετείς σαν ναρκομανείς τη… «δόση» τους;
«Αν τα φάγαμε μαζί» δεν το ξέρω. Το αρνούμαι ωστόσο, με τη λογική των αριθμών και των διαπλοκών και των πολιτικών συνδιαλλαγών και σκανδάλων. Όταν τόσο λίγοι «τρώνε» τόσα πολλά, τι να απομείνει για τους πολλούς που καταλήγουν να τρώνε τα… αποφάγια;
Η κατάθλιψη της τυρόπιτας, είναι εδώ. Στον τόπο που ανθεί φαιδρά πορτοκαλέα. Κι ακόμη φαιδρότεροι πολιτικοί ταγοί.
*Η Μαργαρίτα Ικαρίου είναι δημοσιογράφος.