Στην παρανομία απειλούν ότι θα αναγκαστούν να καταφύγουν τα νόμιμα μικρά αποστακτήρια ανά την Επικράτεια, μετά την απόφαση του υπουργείου Οικονομικών
να επιβάλει ποσοτικό περιορισμό στην ποσότητα τσίπουρων, ρακής, τσικουδιάς και σούμας που θα παράγουν.
Η υπόθεση ξεκίνησε από τα επίσημα μεγάλα οινοποιεία της Πελοποννήσου, τα οποία κατέφυγαν στο υπουργείο και ζήτησαν να περιοριστεί η παραγωγή τσίπουρων από τους μικρούς παραγωγούς σε 80 κιλά ετησίως. Τα 80 κιλά τσίπουρο αντιστοιχούν σε 400 κιλά υπολείμματα σταφυλιών που χρησιμοποιούνται στα καζάνια για την παραγωγή τσίπουρου.
Η δικαιολογία των οινοπαραγωγών ήταν ότι οι άδειες για λειτουργία καζανιών κάποιες ώρες τον χρόνο σε αυτούς τους μικρούς παραγωγούς, είναι για δική τους προσωπική κατανάλωση, αλλά αυτοί πουλάνε τα τσίπουρα. Με βάση τις καταγγελίες αυτές υπολογίζεται (από ποίον άραγε;) ότι η απώλεια φόρων του δημοσίου είναι 1 δις ευρώ τον χρόνο (εξωπραγματικά νούμερα, αλλά όλοι πλέον μιλάνε με δις).
Αποτέλεσμα της κίνησης των μεγάλων οινοπαραγωγών είναι ότι το υπουργείο περιόρισε την παραγωγή τσίπουρου από κάθε ανεξάρτητο μικρό παραγωγό στα 400 κιλά υπολείμματα σταφυλιών.
Οι μικροί παραγωγοί είναι αλήθεια ότι πληρώνουν χαμηλότερο φόρο οινοπνεύματος από τους μεγάλους. Και εφόσον εμπορεύονται το τσίπουρο κανονικά θα πρέπει να υπάρξει εξομοίωση των φόρων. Μέχρι εκεί φαίνεται να έχουν δίκιο οι οινοπαραγωγοί. Όμως ουδείς γνωρίζει ποιοί πίνουν και ποιοί πουλάνε τα τσίπουρα που παράγουν, οπότε θεωρήθηκε λογική η θέσπιση ορίου 80 κιλών τον χρόνο. Το να πιεί κάποιος 80 κιλά τσίπουρο δεν είναι λίγο, αλλά υπάρχει και το ζήτημα αν ο παραγωγός φτιάχνει τσίπουρο για τον ίδιο μόνο, για την οικογένεια του, ή ακόμη και για γνωστούς και φίλους του. Συνεπώς ο περιορισμός της ποσότητας είναι εντελώς αυθαίρετος.
Είναι επίσης λογικό, η ξαφνική αλλαγή των όρων του παιχνιδιού, να έχει προκαλέσει αντιδράσεις στους μικρούς παραγωγούς οι οποίοι – δικαίως – υποστηρίζουν ότι έπρεπε να έχουν ενημερωθεί από πέρυσι για αυτή την αλλαγή για να διαθέσουν τα υπερβάλλοντα τα 400 κιλά υπολείμματα σταφυλιών που έχουν, αντί να τα κρατάνε εφόσον δεν επιτρέπεται να φτιάξουν τσίπουρα.
Είναι αναγκασμένοι τώρα να επιλέξουν μεταξύ δυο οδών: Ή θα τα πετάξουν, ή θα τα βράσουν σε παράνομα καζάνια και θα τα διαθέσουν κρυφά στην αγορά. Είναι προφανής ποιά θα είναι τελικά η επιλογή τους.
Το υπουργείο, ξεκινώντας από ένα λογικό αίτημα των μεγάλων οινοποιείων, έφερε τα πάνω κάτω στην αγορά τσίπουρου, αναστάτωσε τις ζωές των μικρών παραγωγών και τους οδηγεί στην παρανομία. Διότι δεν πρέπει να έχουμε καμία αμφιβολία: Τα καζάνια θα λειτουργήσουν νόμιμα ή παράνομα, τσίπουρα θα πίνουμε πάντα και το υπουργείο θα χάσει ακόμη και τους λίγους φόρους που εισέπραττε. Και δεν θα φταίει κανένας άλλος, αλλά η προχειρότητα και η στενοκεφαλιά των υπηρεσιών του.
Οι αμπελουργοί που έχουν δικαίωμα να αποστάζουν τσίπουρο δεν είναι πολλοί σε σχέση με όσους έχουν αμπέλια. Λίγοι και με αυστηρές προϋποθέσεις έχουν δικαίωμα να έχουν καζάνι απόσταξης, το καζάνι σφραγίζεται και ξεσφραγίζεται από τους υπαλλήλους του τελωνείου οι οποίοι εκδίδουν και την άδεια απόσταξης. Η άδεια είναι πολύ περιορισμένης διάρκειας, η ποσότητα των σταφυλιών που θα αποσταχθούν δηλώνεται, το ίδιο και η ποσότητα που θα παραχθεί.
Με λίγα λόγια, όποιος έχει αμπέλια δεν μπορεί νομίμως να παράγει τσίπουρο, ούτε όποιος παράγει νομίμως μπορεί να παράγει απεριόριστες ποσότητες όποτε θέλει. Οι νόμιμοι τσιπουράδες λοιπόν πληρώνουν φόρο οινοπνέυματος (20% έναντι 60% που πληρώνουν τα μεγάλα οινοποιεία). Έχουν όμως πολύ περιορισμένες και αυστηρά ελεγχόμενες από το κράτος δυνατότητες απόσταξης.
Δυστυχώς (ή ευτυχώς για πολλές ελληνικές κοινότητες) πάρα πολλοί άλλοι που δεν έχουν την άδεια και δεν το δηλώνουν, παράγουν κάθε λογής αποστάγματα.
Με τον περιορισμό που επιβάλει το υπουργείο οικονομικών, θα έχουμε τα εξής αποτελέσματα:
Το νομίμως αποσταχθέν τσίπουρο θα μειωθεί.
Το παρανόμως αποσταχθέν τσίπουρο θα αυξηθεί διότι οι νόμιμοι παραγωγοί θα παράγουν παράνομα.
Ο φόρος που θα εισπράξει το Υπουργείο από τους νόμιμους τσιπουράδες θα μειωθεί (αφού θα μειωθεί η παραγωγή τους).
Οι οινοποιοί δεν θα κερδίσουν τίποτα αφού το συνολικό τσίπουρο που κυκλοφορεί θα μείνει το ίδιο, απλώς θα είναι περισσότερο παράνομο και λιγότερο νόμιμο.
Γιατί λοιπόν να γίνουν όλα αυτά;
Ουδείς γνωρίζει. Ουδείς ωφελείται. Όλοι χάνουν.
Για να πούμε την αλήθεια, αν ήθελε το κράτος να ελέγξει την αγορά τσίπουρου, θα πρέπει πρώτα να την νομιμοποιήσει.
Άρα αυτό που θα έπρεπε να κάνει είναι να δώσει ειδικά κίνητρα παραγωγής τσίπουρου σε μικρούς παραγωγούς (όπως ο πολύ χαμηλός φόρος αλλά και περισσότερες άδειες παραγωγής και μάλιστα μεγαλύτερων ποσοτήτων) έτσι ώστε να αυξήσει τα έσοδα του από φόρους και ταυτόχρονα να δημιουργήσει κίνητρα αλλά και δυνατότητα να γίνουν νόμιμοι οι παράνομοι.
Ο Διευθυντής του Τελωνείου της Σκύδρας, Φώτης Κατσάρας μίλησε στο Ράδιο Πέλλα και τη Χριστίνα Παπαδοπούλου για τα πρόστιμα που είναι τσουχτερά για αυτούς που θα ”επιλέξουν” να παρανομήσουν.
«Η αποστακτική περίοδος ξεκίνησε από 1 Οκτωβρίου και διαρκεί δύο μήνες ενώ παράταση δίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις. Τα πρόστιμα που θα μπουν σε περίπτωση παραβάσεων είναι πάρα πολύ μεγάλα. Ξεκινούν από τις 3.750 ευρώ συν ΦΠΑ, κατάσχεση των μηχανημάτων απόσταξης και του προϊόντος που έχει παραχθεί και ποινική δίωξη για λαθρεμπορία» είπε ο κ. Κατσάρας.
1.621 φιάλες λαθραίων ποτών
Είχαμε γράψει στον «Λόγο» προ δύο εβδομάδων ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μία επιχείρηση για εξάρθρωση κυκλώματος εμπορίας ποτών. Πριν λίγες μέρες εξαρθρώθηκε πενταμελής εγκληματική ομάδα η οποία εισήγαγε παράνομα από τη Βουλγαρία και διακινούσε στην εγχώρια αγορά λαθραία και αμφιβόλου ποιότητας οινοπνευματώδη ποτά, με τη συνδρομή δύο οδηγών λεωφορείων του ΟΣΕ. Η αστυνομία εντόπισε σε αποθήκη 1.621 φιάλες λαθραίων ποτών.
Σύμφωνα με τη Διεύθυνση Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, το τμήμα Προστασίας Περιουσιακών Δικαιωμάτων εντόπισε και συνέλαβε συνολικά οκτώ άτομα που εμπλέκονταν στην υπόθεση και έρχονται τις επόμενες μέρες κι άλλα…
Το ζήτημα των λαθραίων ποτών είναι επίσης σημαντικό, σύμφωνα με τον κ. Κατσάρα, καθώς «δυστυχώς από τότε που η Βουλγαρία είναι πλήρες μέλος της ΕΕ και άνοιξαν τα σύνορα δεν γίνεται τελωνειακός έλεγχος στα σύνορα κι εμείς έχουμε τεράστια διαφορά φόρου, όπως πχ ένα ουίσκι στη Βουλγαρία έχει φόρο 2,5 ευρώ και στην Ελλάδα 10 ευρώ. Οπότε, επειδή υπάρχει αυτή η διαφορά πολλοί είναι αυτοί που καταφεύγουν στη Βουλγαρία για να αγοράσουν ποτά, είτε για επαγγελματική είτε για προσωπική χρήση. Η επαγγελματική απαγορεύεται. Επαγγελματίας δεν μπορεί να φέρει ούτε μία φιάλη αφορολόγητη για να τη διαθέσει στο σούπερ μάρκετ ή στο μαγαζί του. Για ιδία χρήση ένας πολίτης μπορεί να εισάγει έως 10 λίτρα» μας πληροφόρησε. Το θέμα βέβαια είναι ότι ενώ κι εδώ το κράτος βλέπει ότι χάνει με αυτό τον τρόπο και τη βαριά φορολογία, ήδη είναι στα σκαριά νέες ανατιμήσεις στα οινοπνευματώδη ποτά. Ποιος φταίει μετά, όταν Βουλγαρία με Ελλάδα έχουν διαφορά φόρου 7,5 ευρώ;
Χ.Π.