Για χρόνια ήταν το νησί των κουρσάρων. Σήμερα είναι το νησί του φρέσκου ψαριού και των αμέτρητων παραλιών! Η απλότητα των Φούρνων, της αιγαιοπελαγίτικης συστάδας απείραχτων νησιών δίνει μια άλλη διάσταση στην έννοια «μικρή κλίμακα».
Πάντα ξέρεις πότε πρωτοερωτεύτηκες κάποιον. Είναι ξεκάθαρη στο μυαλό σου η στιγμή. Για τους Φούρνους ήταν το πρώτο «καλωσήρθες». Τα χαμόγελα που μάζεψες στον πηγαιμό σου στην πλατεία, δρασκελίζοντας το σοκάκι με τις μουριές.
Η πρώτη φορά που μέτρησες αναρίθμητους όρμους και ακρωτήρια να πλέκουν τα πλοκάμια τους σε ένα ύψωμα του Αϊ-Γιάννη. Οταν άκουσες για τις αμέτρητες παραλίες του, όταν -πριν φτάσεις ακόμα- έπιασες τον εαυτό σου να σκαρώνει παραμύθια με πειρατές.
Το κατατρέχει η φήμη του, ήταν ανέκαθεν το νησί των κουρσάρων. Ενα τεράστιο αραξοβόλι στη μέση της απόστασης που χωρίζει τις Κυκλάδες από τα μικρασιατικά παράλια. Ενα σύμπλεγμα νησίδων, μια πληθώρα από ασφαλή λιμάνια, λωρίδες γης που ορμούν στη θάλασσα, σε προστατεύουν· ένα για κάθε καιρό.
Τη σκοτεινή περίοδο όπου οι λήσταρχοι και οι τυχοδιώκτες όργωναν το Αιγαίο οι Φούρνοι Κορσεών (από την αρχαία τους ονομασία «Κοράσιαι Νήσοι») ερημώθηκαν, λειτούργησαν ως ορμητήρια, καταφύγια, ως διακομιστικοί σταθμοί.
Εμειναν ακατοίκητοι για περίπου 10 αιώνες, σιγά σιγά όμως οι νησιώτες επέστρεψαν, απλώθηκαν στον κάμπο, μεταπήδησαν στη Θύμαινα, λιγοστοί στον Αγιο Μηνά. Οπου είχε χώμα έβαζαν σπόρο, οι βραχονησίδες μετατράπηκαν σε βοσκοτόπια, από την κτηνοτροφία του παρελθόντος η σκυτάλη παραδόθηκε στην αλιεία – και έμεινε εκεί.
Η σημερινή πραγματικότητα -300 επαγγελματικές άδειες στους 2.000 κατοίκους- εντάσσει τους Φούρνους σε έναν από τους μεγαλύτερους αλιευτικούς στόλους του Αιγαίου. Μιλάμε για ολόφρεσκο ψάρι. Και καλό και φτηνό. Η ετήσια παραγωγή αλιευμάτων ξεπερνά τους 2.500 τόνους. Ακόμα και αν δεν το διαλαλούσαν τα ταβερνεία της προκυμαίας, εσύ το ξέρεις· ήρθες κατευθείαν στην πηγή.
Τα καΐκια και οι ανεμότρατες επιστρέφουν στο λιμάνι σαν σε πολύβουο μελίσσι. Τα στατιστικά στοιχεία μιλούν για ένα σκάφος ανά οικογένεια, το 1/3 του πληθυσμού είναι ναυτικοί. Τα πάρε-δώσε με τον Πειραιά ανατρέπουν τα όποια δημογραφικά στοιχεία, ενώ πολλοί είναι αυτοί που
διατηρούν αναλλοίωτους τους δεσμούς τυς και με την Αμερική.
Πρωτοφανές για τα νησιωτικά δεδομένα και το ρυμοτομικό σχέδιο της κεντρικής νήσου. Οι ευθείες γραμμές που αγγίζουν την παραλία, η «λεωφόρος» και οι κάθετοι δρόμοι με τα αδειανά καρεκλάκια να ακουμπάνε στα σπίτια, να περιμένουν τους νοικοκύρηδες μόλις πέσει ο ήλιος να τα γεμίσουν, να κάνουν «χωριό». Η δύναμη της συνήθειας υπερνικά το τοπίο. Η ηρεμία που αναβλύζει επιτυγχάνεται ακολουθώντας το καθημερινό πρόγραμμα.
Το ξημέρωμα οι Φουρνιώτες παίρνουν τον καφέ τους στην πλατεία· με θέα στον ναό του Αγίου Νικολάου, στο μνημείο των πεσόντων, πλάι στη λάρνακα που ξεθάφτηκε από κάποιο χωράφι – στα σκαλίσματά της διακρίνεις τον παρελθόντα πολιτισμό. Οι έρευνες και οι αρχαιολογικές μελέτες έχουν μείνει πίσω, μα και το πιο άπειρο μάτι διακρίνει τα σημάδια στο τείχος της ακρόπολης του Αϊ-Γιώργη ή στα διάσπαρτα αρχαία λατομεία που κάποτε κύκλωναν το νησί.
Κύκλους κάνει και ο ήλιος, ανεβαίνει, οι άντρες κατηφορίζουν το σοκάκι, καλημερίζουν τις βάρκες, τις χαϊδεύουν, τους μιλάνε, βγαίνουν για χταπόδια στο ανοιχτό πέλαγος. Οταν πέφτει το σούρουπο, τους βρίσκεις αραγμένους στο λιμάνι, θέλουν να βλέπουν τη θάλασσα, να αργοπίνουν το κατιτίς τους στο «Φουρό». Ενα-δυο τσίπουρα αργότερα, σου σφυρίζουν και για το… «Μίνι» και το «Μάξι» – τα καφενεία που φτιάχτηκαν όταν πέρασε η μόδα με τα… φουσκωτά μεσοφόρια.
Νοικοκυρεμένα πράματα· στον τρόπο σκέψης, στους ασφαλτωμένους δρόμους, στα καλοφτιαγμένα μονοπάτια, στα σκαλιά που σε γλιτώνουν από το όποιο κακοτράχαλο σκαρφάλωμα. Κάθε κόλπος και παραλία (αυτό να θυμάσαι). Κάθε παραλία και «αλμυρίδα». Τις φύτεψαν για σένα, μεγαλώνουν στο αλάτι, σε λίγα χρόνια θα έχει σε όλες σκιά.
Φούρνων περίπλους
120 χιλιόμετρα ακτογραμμής. Παραλίες και ενδοχώρα όλα στο δίκτυο Natura. Βάζεις στόχο τους μύλους και ξεκινάς. Καμπί, Πελεκανιά, Ελιδάκι. Κάθε στροφή αποκαλύπτει διαφορετικά ακρογιάλια· ένα για όλους, ένα για τους γυμνιστές, άλλο για τους κατασκηνωτές.
Κάπου στο βάθος ξεχωρίζεις το Αλατσονήσι (ο τόπος που μάζευαν αλάτι), λίγο νοτιότερα θα αντικρίσεις και τον «Ανθρωποφά». Στον πετρώδη βυθό του βούταγαν οι Καλύμνιοι και ντόπιοι σφουγγαράδες, λόγω πρωτόγονων μέσων (και της νόσου των δυτών) δεν ήταν λίγοι εκείνοι που άφησαν εκεί την τελευταία τους πνοή. Αν πιάσεις να μετρήσεις, τους βγάζεις 15 τους βραχώδεις σχηματισμούς ολόγυρά σου. Μικροί και μεγάλοι, δύσκολα διακρίνεις πού αρχίζουν και πού τελειώνουν τα κυρίως νησιά.
Αφήνεις τον ορίζοντα, χαμηλά κοιτάς πάλι. Στο Πετροκοπιό κυλιέσαι στο βότσαλο με θέα τα αρχαία λατομεία, αν δεν θες αρμυρίκια, ακουμπάς την πλάτη σε πελεκημένα κιονόκρανα. Κανείς δεν το επιβεβαιώνει, μα η κραταιά παράδοση υποστηρίζει πως με αυτά τα μάρμαρα χτίστηκε η αρχαία Μίλητος.
Ορμος Κασίδι, αντικριστά του, το Κασιδάκι· ο αέρας σε παίρνει και σε σηκώνει, βρίσκεις καταφύγιο στη Βιτσιλιά. Ή στον Βορρά· στον κόλπο του περιβόητου Μανέτα, του φοβερού λήσταρχου του 17ου αι., που στοίχειωσε με όνομα και θρύλους την περιοχή που φέρει το όνομά του.
Σαΐτα, Φυγού, Κουρνιαχτό, Κλεφτολίμανο – πολλά τα τοπωνύμια που υπενθυμίζουν τα χρόνια της πειρατείας. Ο Θεός να μας φυλάει από τέτοιο κακό… στο εκκλησάκι της Παναγιάς, που σηματοδοτεί και τον χωματόδρομο για την ακρόπολη του Αϊ-Γιώργη. Γλιτώνεις έτσι το ανηφορικό μονοπάτι από τον κάμπο, βλέπεις τον οικισμό πανοραμικά.
Πίσω από τον λόφο, ένα 300 στρεμμάτων πευκοδάσος, η Ευαγγελίστρια (η παλαιότερη εκκλησία τους) και ο κόλπος του Κουμαρά. Στον ίσκιο της συκιάς του χωράνε 15 άτομα, αυτό θυμάσαι, και στον ορίζοντα, ο μακρύς λαιμός του νησιού να στενεύει στη θέση Χαρουπίδια. Το πιο στενό πέρασμα, 150 μ. από τη μια θάλασσα στην άλλη και ένας δρόμος στη μέση που οδηγεί στον δεύτερο μεγαλύτερο φουρνιώτικο οικισμό.
Από δω και πέρα μετράς οικογένειες: 8 στο Μπαλί, άλλες τόσες στο Καμάρι, 45-50 στη Χρυσομηλιά. 17 χλμ. από το λιμάνι, στη βόρεια άκρη του διακρίνεις τα «λείψανα» μύλων που χαράσσουν την πλαγιά του Κόρακα, χαμηλότερα το ξωκλήσι της Αγίας Τριάδας να πατάει στην ξασπρισμένη τοιχοποιία ενός ελληνιστικού πύργου.
Στο πάνω χωριό βρίσκεις όλα τα απαραίτητα. Ενα καφενείο, ένα μίνι μάρκετ και… 580 σκαλιά. Δεν είναι άλλο από το παλιό μονοπάτι που σε βγάζει στο επίνειό της, το Καμπί, με τη δροσερή σκιά των τραπεζιών της ψαροταβέρνας του Βαγγέλη, εκεί που κάθεσαι παρέα με τη Φραντζέσκα και τη Φλώρα, με τον Νίκο τον παπαγάλο που σε παρακαλάει να του πάρεις συνέντευξη. Κάποιος, κάποτε, βρέθηκε μόνος εδώ κάτω, ώσπου άκουσε τη θεόσταλτη «χρυσή ομιλία» που ονομάτισε το χωριό.
Ιστορίες όρεξη να ‘χεις να ακούσεις. Με κολιό, ουζάκι και με περαντζάδα τις ανεμότρατες να μπαινοβγαίνουν στο λιμάνι… Στον ανοιχτό ορίζοντα διακρίνεις τη Θύμαινα, αν προλάβεις το EXPRESS «Σπυριδούλα» θα είσαι απέναντι σε 10’.
Σε ακόμη ένα γνήσιο ψαροχώρι, στην υπέροχη παραλία της Κεραμειδούς, στην κορυφή του Πάπα στα 470 μ., στο Κλεφτολίμανο με θέα την Ικαρία. Παρέα να κάτσεις με τους 100 Θυμαινιώτες, να τα βάλεις κάτω, να τα συμφωνήσεις· να διαλέξεις, επιτέλους, το δικό σου απάγκιο, να ρίξεις άγκυρα στο δικό σου κρησφύγετο.
Κείμενο: Ηλέκτρα Φατούρου
Φωτογραφίες: Δημήτρης Κλεάνθης
Πηγή: http://www.ethnos.gr