Συνέντευξη Τύπου παραχώρησαν την Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015, στο πλαίσιο του 17ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, οι σκηνοθέτες Ντελφίν Φεντορόφ (Μετά από μας, μόνο καμένη γη), Αρνό Γκαϊγιάρ (Ικαρία) και Ματέο Γκαλιάρντι (Μια πυρηνική ιστορία).
Αρχικά, τον λόγο πήρε η Ντελφίν Φεντορόφ το ντοκιμαντέρ της οποίας Μετά από μας, μόνο καμένη γη, εστιάζει στο χωριό Ντιτιάτκι και τους κατοίκους του που βίωσαν μια από τις μεγαλύτερες οικολογικές καταστροφές, την πυρηνική έκρηξη του Τσερνόμπιλ τον Απρίλιο του 1986, και αρνήθηκαν να ενσωματωθούν σε μια ζώνη αποκλεισμού, συνεχίζοντας να ζουν στη γη τους, με τις παραδόσεις και τις ιστορίες της. «Πέρασα πολύ χρόνο με τους ανθρώπους αυτούς, περίπου έξι χρόνια. Κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο ετών δεν είχα υλικό, δεν είχα κάμερα. Ήταν πολύ σημαντικό για μένα και για όλη την ομάδα μας να καταλάβουν οι κάτοικοι του χωριού το λόγο για τον οποίο βρισκόμασταν εκεί και να μας αποδεχθούν. Οι άνθρωποι αυτοί καταστράφηκαν -κατά κάποιο τρόπο- πολύ περισσότερο λόγω των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ που τους παρουσίαζαν ως τρελούς επειδή συνέχιζαν να ζουν σε αυτή την περιοχή», ανέφερε η σκηνοθέτιδα. Η ίδια πρόσθεσε: «Η καταστροφή του τόπου ήταν διάχυτη από την πρώτη ματιά, αλλά οι κάτοικοι δεν ήθελαν να μιλούν συνέχεια γι’ αυτή. Η πρώτη τους αντίδραση όταν έμαθαν ότι δεν είμαι δημοσιογράφος, ήταν να με ρωτήσουν αν ήθελα να δω τους αρρώστους και τους ανθρώπους με τερατογενέσεις. ‘’Φυσικά όχι’’, απάντησα. Ήθελα να καταγράψω την καθημερινότητα τους και να διερευνήσω το γεγονός ότι η ζωή συνεχίζεται. Να δω τι συνέβη μετά την καταστροφή». Στο ντοκιμαντέρ εμφανίζονται τόσο οι ηλικιωμένοι μόνιμοι κάτοικοι όσο και οι νέοι άνθρωποι που επισκέπτονται το χωριό τις περιόδους των εορτών. «Οι ηλικιωμένοι είναι το σύμβολο της μνήμης και οι νέοι είναι κατά κάποιο τρόπο για μένα ένας καθρέφτης. Ήταν κάπως σαν κι εμένα, ταυτιζόμουν μαζί τους. Μέσα σε αυτά τα έξι χρόνια που βρισκόμουν εκεί δημιουργήσαμε με τους κατοίκους πολύ ισχυρούς δεσμούς. Οι άνθρωποι αυτοί, που καταστράφηκαν από τον Τύπο και τον τρόπο που τους προέβαλλε, ίσως ήταν πιο συνειδητοποιημένοι για τον κίνδυνο της έκθεσης του εαυτού τους», επεσήμανε χαρακτηριστικά η σκηνοθέτιδα.
Στη συνέχεια, το λόγο πήρε ο Αρνό Γκαϊγιάρ ο οποίος στο ντοκιμαντέρ του Ικαρία ακολουθεί μια ομάδα κατοίκων του νησιού που προσπαθούν με κάθε τρόπο να σώσουν το νοσοκομείο της περιοχής. «Η όλη ιστορία ξεκίνησε από την Κάλυμνο την περίοδο 2010-2011, όπου συνάντησα ανθρώπους πολύ ενθουσιώδεις και δοσμένους σε αυτό που έκαναν –τόσο καθηγητές όσο και γιατρούς-, παρά το γεγονός ότι οι μισθοί τους είχαν υποστεί τεράστιες περικοπές και οι ορίζοντές τους για το μέλλον είχαν αλλάξει δραματικά. Παρόλα αυτά, ήταν γενναιόδωροι και φύτευαν τους ‘’σπόρους’’ για την επόμενη γενιά ως καθηγητές, ενώ ως γιατροί πάλευαν να διασώσουν την ποιότητα ζωής των ανθρώπων. Με εντυπωσίασαν και θέλησα να κάνω μια ταινία για αυτούς, εστιάζοντας στον αγώνα τους. Τότε ένας καθηγητής μου είπε ότι πρέπει να επισκεφτώ την Ικαρία, εξαιτίας της ιστορίας της, του τρόπου με τον οποίοι οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν, αλλά και του τρόπου με τον οποίο είναι οργανωμένη η κοινωνία τους. Πήγα λοιπόν στην Ικαρία και την πρώτη μέρα, σαν από θαύμα, συνάντησα τους γιατρούς που ηγούνταν του αγώνα των κατοίκων της περιοχής για να μην συγχωνευθεί το τοπικό νοσοκομείο με αυτό της Σάμου. Πίστεψα σε αυτούς τους ανθρώπους και αποφάσισα να κάνω ντοκιμαντέρ για αυτούς. Για τις ανάγκες των γυρισμάτων, πέρασα μαζί τους τέσσερις με πέντε μήνες, υπό διαφορετικές συνθήκες, τόσο στην Ικαρία όσο και σε διαδήλωση στην Αθήνα», εξήγησε ο σκηνοθέτης. Επιπλέον, ο ίδιος επεσήμανε: «Ξέρω την Ελλάδα καλά και ξέρω ότι υπάρχει και χειμώνας στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και δεν ήθελα να δείξω την Ικαρία ως ένα όμορφο μέρος για το καλοκαίρι. Με γοήτευσαν πάρα πολύ οι χαρακτήρες και ο αγώνας τους και επομένως δεν με συνεπήρε η ‘’καρτποσταλική’’ πτυχή του νησιού. Στις δύο προβολές του ντοκιμαντέρ εδώ στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης είχα την ευχάριστη έκπληξη να δω και την ιατρική ομάδα της ταινίας, που μου μετέφερε ότι το νοσοκομείο δεν έχει συγχωνευθεί, δεν έχει κλείσει, ότι κάποιοι άνθρωποι συνεχίζουν να δουλεύουν εκεί και να σώζουν ανθρώπους».
Το ντοκιμαντέρ Μια πυρηνική ιστορία του Ματέο Γκαλιάρντι εστιάζει στο δυστύχημα που συνέβη στην ενεργειακή μονάδα Νταΐτσι της Φουκουσίμα. Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα από τα μάτια του ιταλού δημοσιογράφου Πίο Ντ’Εμίλια, ο οποίος μαζί με μια ομάδα ξένων δημοσιογράφων απέκτησε πρόσβαση στην ενεργειακή μονάδα, καθώς και μέσα από ιαπωνικά κινούμενα σχέδια, που συμπληρώνουν την ιστορία. «Η ιδέα ήταν να κάνω ένα πολύ διαφορετικό ντοκιμαντέρ για τη Φουκουσίμα. Ήθελα να προσεγγίσω το γεγονός και να αφηγηθώ το δράμα μέσα από δύο τρόπους: καταρχάς, μέσα από τα ‘’animanga’’, όπως τα αποκαλώ, με στόχο η ιστορία να περάσει μέσα από αυτά, σαν τη διαδικασία της σχάσης μέσα στον πυρηνικό αντιδραστήρα. Το θέμα είναι πολύ σκληρό και δεν αφορά πολλούς ανθρώπους. Δεν ενδιαφέρονται όλοι για πυρηνικά ατυχήματα, δεν ζουν όλοι κοντά σε πυρηνικά εργοστάσια. Επίσης, ήθελα να δημιουργήσω κάτι που θα αγγίζει το ευρύτερο κοινό με ένα κινηματογραφικό τρόπο κι όχι τον κλασικό ντοκιμαντερίστικο. Ήταν πολύ δύσκολο για μένα να κατανοήσω τα πραγματικά γεγονότα και να αποφύγω τις εύκολες λύσεις. Με την ομάδα μου προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε ένα αντικειμενικό ντοκιμαντέρ για την καταστροφή της Φουκουσίμα», τόνισε ο σκηνοθέτης. Ταυτόχρονα, το ντοκιμαντέρ καταγράφει την ιστορία του δημοσιογράφου Πίο ντ’Εμίλια. «Ένιωσα την ανάγκη να κάνω κάτι πιο ολοκληρωμένο, ανθρώπινο και προσωπικό. Ο Πίο ήταν το βασικό μου εργαλείο, αλλά επίσης και ένας πολύ καλός δημοσιογράφος. Η ιδέα να αφηγηθούμε την ιστορία της Φουκουσίμα μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου που ήταν δημοσιογράφος, ήταν πολύ γοητευτική για μένα», δήλωσε ο σκηνοθέτης. Πώς αντιμετωπίζουν τώρα οι κάτοικοι της περιοχής το θέμα; Εκφράζουν τη λύπη τους; Σε αυτά τα ερωτήματα, ο δημιουργός υπογράμμισε: «Δεν είναι άνθρωποι που εκφράζονται ή κλαίνε. Το πρόβλημά τους τώρα δεν είναι η καταστροφή των πόλεων, αλλά το κοινωνικό ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι πρόσφυγες. Οι περισσότεροι εξακολουθούν να ζουν σε προσφυγικές κατοικίες. Επίσης, αυτή η χώρα χτυπήθηκε όχι τόσο από τη ραδιενέργεια, αλλά από τις ψυχολογικές συνέπειες του να υπάρχει ένας πυρηνικός σταθμός που εξακολουθεί να δημιουργεί απόβλητα. Είναι ένας καθημερινός αγώνας εναντίον αυτού του τέρατος. Αποτελεί πρόβλημα όλων, του συνόλου της ανθρωπότητας και της αλλαγής που επήλθε στον τρόπο που βλέπει η Ιαπωνία την πυρηνική ενέργεια, καθώς και στις μανάδες που ανησυχούν για το μέλλον των παιδιών τους».