Διαβάζω εσκεμμένα το ημερολόγιο του 2011, ποια ημερομηνία; 29 Ιουνίου.
Γύρισα νωρίς σπίτι από τη δουλειά, η τηλεόραση δείχνει τα επεισόδια στο Σύνταγμα, στο ίντερνετ όλα τα νέα και οι ενημερώσεις στο Facebook δείχνουν για τα επεισόδια – μάχες.
Παίρνω τηλέφωνο τους φίλους μου, τους ίδιους που κατεβαίναμε ειρηνικά τις προηγούμενες ημέρες μαζί στις συγκεντρώσεις των Αγανακτισμένων και ο ένας δεν μπορούσε γιατί είχε δουλειά είπε, ο άλλος δεν το σήκωνε και ο τρίτος και ο καλύτερος μου απάντησε με φυσικότητα: ”Δεν με αφήνει η μητέρα μου με αυτά επεισόδια που γίνονται κάτω” (περιττό να πω ότι έκτοτε δεν είμαστε φίλοι).
Για μια στιγμή σκέφτηκα να μην ”κατέβω” αφού δεν είχα κάποιο φίλο να έρθει μαζί μου άλλα σκέφτηκα αμέσως πως δε θα είμαι καλύτερος από τον ”φίλο” μου που δεν τον άφησε η μαμά του, θα ήταν σα να έψαχνα και εγώ μια δικαιολογία.
Πήρα την απόφαση μου και κατέβηκα μόνος μου.
Σταθμός Σύνταγμα. Ήδη από την αποβάθρα η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική. Όταν ανέβηκα στο επίπεδο της έκδοσης εισιτηρίων δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Άπειρος και εγώ δεν είχα πάρει μαζί μου τίποτα πάρα μόνο μια μάσκα μιας χρήσης. Τι να μου κάνει αυτή; Τα δάκρυα και η μύτη έτρεχαν ποτάμι. Κάποιος/α μες στη θολούρα μου με ψέκασε με Maalox για να με ανακουφίσει. Ο κόσμος ήταν εγκλωβισμένος μες στο Μετρό καθώς η Αστυνομία έριχνε δακρυγόνα στην είσοδο! Δεν μπορούσαμε να βγούμε προς τα έξω.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής μας εκεί περνούσανε φορεία με τραυματίες οι οποίοι θα μεταφέρονταν με το συρμό μέχρι τη στάση Ευαγγελισμός για να διακομιστούν στο νοσοκομείο!!! Ο κόσμος χειροκροτούσε και επευφημούσε κάθε φορά που πέρναγε κάποιο φορείο. Σκηνές ανατριχιαστικές, να βλέπεις ανθρώπους με αίματα παντού, άλλοι με σπασμένα μέλη, άλλοι με ανοιγμένα κεφάλια να περνούν από μπροστά μας κι εμείς να φωνάζουμε με μεγαλύτερο πάθος συνθήματα.
Όταν κατάφερα να φτάσω στην είσοδο είδα έναν διαδηλωτή με μια αυτοσχέδια ασπίδα να πέφτει κάτω όταν κάποιος από την πλατεία (πιθανόν αστυνομικός) του πέταξε μια μεγάλη πέτρα πάνω στην ασπίδα! Επιτέλους φως! Είχα ανέβει στην πλατεία, η ατμόσφαιρα συνέχιζε να είναι αποπνικτική αλλά είχα συνηθίσει.
Η πρώτη εικόνα που είδα όταν τριγύριζα στο πεδίο της μάχης σα χαμένος, ήταν μια νεαρή κοπέλα με έναν πλαστικό κουβά, που κάποτε φιλοξενούσε χρώμα, γεμάτο με δακρυγόνα να τον πετάει μπροστά στα πόδια των ανδρών των ΜΑΤ οι οποίοι είχαν οπισθοχωρήσει και είχαν παραταχθεί λίγα μέτρα μπροστά από το άγαλμα του Άγνωστου Στρατιώτη. Τότε συνειδητοποίησα πως είχε δοθεί μια ανελέητη μάχη.
Τριγύρω μου άνθρωποι ταλαιπωρημένοι, άλλοι υποβασταζόμενοι και άλλοι σαστισμένοι. Γύρισα σπίτι, η μητέρα μου με βλέπει με τα άσπρα σημάδια από το Maalox και έντρομη μου λέει: ”Τι έπαθες; Είσαι κάλα;” Της εξήγησα και μπήκα στο μπάνιο να ξεπλύνω το δακρυγόνο που είχε ποτίσει το σώμα μου. Πλενόμουν με μανία, πιο πολύ έγδερνα το δέρμα μου παρά πλενόμουν.
Ήθελα να βγάλω αυτή την τοξική βρώμα ή μήπως ήταν κάτι άλλο που με ενοχλούσε; Θυμήθηκα τότε τους στίχους του Νίκου Καββαδία: ”Μ’ ένα ξυστρί καθάρισέ με απ’ τη μοράβια. Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.” Κλείνοντας το ημερολόγιο του 2011 άνοιξα αυτό του 2012. Αναρωτιέμαι, τι να γράψω πως έκανα μετά τη δουλειά;
Σταύρος Τσιμπίδης 29/06/2012
https://left.gr/news/28-29-ioynioy-2011-oi-imeres-poy-dakryse-i-dimokratia-vinteo