Πιασε τα άνεμου την κλωστή ,
της θάλασσας το θαλασσί
και φτιάξε παραμύθι,
μ’ αντί για το ρεβίθι,
το στάρι βαλε φυλακή.
Κάνε να μην χρωστά ο φτωχός,
κρεβάτι να ΄χει ο αδελφός,
ο πλούσιος να τρέχει,
να σώσει ότι κατέχει,
κι ο κάθε τόπος να ‘χει φως.
αργά να φεύγει ο καιρός,
μες το λιβάδι θερισμός,
κι ο δράκος να ΄ναι φίλος,
μες την αυλή μας σκύλος
κι ο στρατιώτης αδελφός.
Να ν’ το ρεβίθι γελαστό,
γλυκεία η φακή μαργιόλα
κι όλοι να ΄χουν απ’ όλα,
ν΄ ανταλλάσουν χωρατά.
και να ν΄ το ψέμα περιττό.
Χαρούμενα να ν΄ τα παιδία
κι οι γέροι δίχως έγνοια,
πίτα η ζωή μελένια
πότε η γιορτή μη σταματά
κι ο ένας τον άλλον ν’ αγαπά.
Οι μάγισσες με τα σκουφιά,
Να μαγειρεύουν φαγητά,
να φάνε οι πεινασμένοι.
Κι ο νάνοι μονιασμένοι
τον λύκο να ΄χουν αγκαλιά.
Κ’ όλοι του κόσμου οι σοφοί,
στον πλάτανο από κάτω,
τον βάτραχο να μελετούν
και όλο να ανησυχούν,
μήπως και η πεντάμορφη
ξυπνήσει θυμωμένη
και τότε τι θα γένει.
Ελένη Σέττα