Της Νικολέτας Μακρυωνίτου
Τον συναντήσαμε στον Χριστό Ραχών Ικαρίας, στο πατρικό του σπίτι, εκεί που γεννήθηκε το 1932, ανέστησε τα παιδιά του και εκεί μένει ακόμα.
Βρεθήκαμε στο πατρικό του σπίτι στον Χριστό Ραχών Ικαρίας, όπου μένει ακόμη. Από πέρυσι, έχει συντροφιά τον συνονόματο εγγονό του, που επέστρεψε από τις σπουδές του στην Αγγλία και έμεινε μαζί του λόγω καραντίνας. Μαγείρευαν παρέα με τα ζαρζαβατικά από τον κήπο τους και φρόντιζαν τις μέλισσες, που τους δίνουν αναματόμελο δυνατό.
«Γεννήθηκα εδώ, σε αυτό το σπίτι, στις 24 Απρίλη του 1932. Και οι δυο γονείς μου ήταν Ικαριώτες από τον Χριστό. Η οικογένειά μου άλλαξε τρεις φορές επίθετο. Κυριακός ήταν το επίθετο του προπάππου μας, κι ύστερα έγινε Νιουνιούσης, μετά Παπακυριακουλάκης και ύστερα Στενός. Αυτά όλα πρώτα ήταν παρατσούκλια».
«Δεν έφυγα ποτέ από την Ικαριά. Βοηθούσα πολύ τη μητέρα μου με τα αδέρφια μου, έβοσκα τα ζώα και βοηθούσα για να ζήσουμε. Ο πατέρας μου ήταν τσαγκάρης. Είχαμε κι ένα γαϊδουράκι γιατί τότε δεν υπήρχαν δρόμοι. Το ’72 ήρθε το ρεύμα εδώ. Ήταν δύσκολα τα πράγματα. Έχω πάει πολλές φορές με τα πόδια ως τον Άγιο Κήρυκο για να πάρω το πλοίο. Δεν είχε αμαξωτό τότε».
«Σταμάτησα το σχολείο αναγκαστικά, το ’44. Την 1η του Μάρτη του 1944 δόθηκε εντολή να κλείσουν τα σχολεία πανελλαδικά, μην τυχόν και πέσει καμιά βόμβα. Εγώ ήμουν στην Πέμπτη τάξη τότε. Μετά δεν ξαναπήγα σχολείο. Δεν με σπρώξανε, βόλευε, είχαν κι ανάγκη γιατί ήμασταν πολλά παιδιά».
«Έτσι πήγα στο τσαγκάρικο κι έπιασα δουλειά με τον πατέρα μου. Έκατσα εκεί από 10 χρονών. Το παπούτσι μας ήτανε ραφτό, δεν έμπαινε απάνω ούτε κόλλα. Ο κόσμος έκανε τσόκαρα τότε, από ξύλο, για να έχουν να φοράνε. Υπήρχε φτώχεια. Εμείς κάναμε παπούτσια κι από τις ρόδες των αυτοκινήτων. Από τα κλαταρισμένα λάστιχα του στρατού και τα περισσέματα από τα ζιμπίλια».
«Έφτιαχνα ένα παπούτσι για μια οκά πατάτες, μια οκά σταφίδες, λίγο λάδι. Μετά όμως αποσύρθηκα γιατί βγήκε το έτοιμο παπούτσι, που ήταν πολύ φτηνό. Εμείς θέλαμε δυο ημερομίσθια για να κάνουμε το παπούτσι. Δεν βγαίναμε».
«Έπρεπε να αγοράσω μηχανήματα και να το κάνω βιοτεχνία ή να αλλάξω δουλειά. Κι έτσι άλλαξα δουλειά. Το ’57 δεν είχε γίνει ακόμη ο δρόμος για τον Άγιο Κήρυκο. Κουβαλούσα λοιπόν σταφύλια με ένα καΐκι και τα πήγαινα και πούλαγα χονδρικώς στα μανάβικα. Ύστερα, τον Ιανουάριο του 1957, παντρεύτηκα. Το ’59 πήγα στα Θέρμα, στη λουτρόπολη στον Άγιο Κήρυκο, που έρχονταν πολύς κόσμος στα ιαματικά λουτρά, και εκεί άρχισα να κάνω τον κρεοπώλη».
«Ύστερα έμεινα εδώ και άρχισα να φτιάχνω το μαγαζί κάτω από το σπίτι. Έκανα εμπόριο με ακατέργαστα δέρματα. Αυτά είχανε πολλά λεφτά».
«Από βοδινά, από γίδες, από πρόβατα. Υπήρχε ένα δέρμα που λεγότανε σεβρώ και έβγαινε από το μικρό κατσικάκι γάλακτος και το παίρνανε οι Γάλλοι. Αυτά τα κάναμε εξαγωγή. Τώρα τα κάνουνε οι Κινέζοι αυτά, κι άλλωστε μετά ήρθε και η δερματίνη. Γύρω στο ’60 αυτά».
«Εν συνεχεία έκανα το παντοπωλείο. Είχα μέσα από βρακί μέχρι φόρεμα καλό, παπούτσια, τα πάντα. Ό,τι ζητούσες. Μια βελόνα ψιλή να ζητούσες, σου την έδινα. Όταν έφερνα κάλτσες, έφερνα 100 ζευγάρια. Όταν έφερνα ρόμπες, κάτι λουλουδάτες, έφερνα 100 ρόμπες. Έφερνα και υφάσματα που έκοβαν οι γυναίκες και πηγαίνανε και κάνανε ταγέρ στις μοδίστρες. Το χωριό είχε διπλάσιο κόσμο από ό,τι τώρα. Ο κόσμος ήτανε γυμνός και ξυπόλυτος, κι όταν άρχισε να έχει λεφτά, ερχότανε και σου κατέβαζε το μαγαζί. Τώρα έχει κορεστεί η αγορά. Οι ντουλάπες είναι γεμάτες ρούχα».
«Είχα που λες και κατεψυγμένα, όσπρια, μακαρόνια, ρύζι, έφερνα 15 τόνους σακιά ζάχαρη. Είχα καλές τιμές γιατί είχα κατορθώσει να ψωνίζω σωστά. Λένε ότι ο έμπορας πρέπει να ιδρώνει όταν ψωνίζει, τότε δίνει εκείνος τα λεφτά, ύστερα ιδρώνει ο πελάτης. Ταξίδευα κιόλας εκείνη την εποχή. Πήγαινα και στη Σύρο και έφερνα κάστανα και καρύδια. Στο μαγαζί άφηνα υπαλλήλους».
«Η γυναίκα μου ήταν δασκάλα, και επειδή δεν είχαμε και ψυγείο, και δεν μπορούσαμε να μαγειρέψουμε από το βράδυ, μαγείρευα εγώ. Είχα το μαγαζί από κάτω από το σπίτι, ανέβαινα, έβαζα το τσουκάλι μου, και το μεσημέρι που σχολούσανε τα τέσσερα παιδιά μου, και μία η γυναίκα μου πέντε, είχα και κάνα μουσαφίρη, που έρχονταν οι άνθρωποι από χωριά με τα γαϊδουράκια να ψωνίσουν, τους έλεγα έλα να φας και ύστερα να φύγεις. Δεν μπορούσες να του πεις τώρα κλείνω πάω να φάω και θα γυρίσω σε μία ώρα».
«Δεν είχα τον χρόνο βέβαια να κάνω ντολμαδάκια ή κεφτεδάκια. Μακαρονάδες έκανα, ας πούμε, πατάτες τηγανητές. Μακαρονάδα έκανα ή με κιμά ή με σάλτσα. Τα σέρβιρα έτσι στο τσουκάλι όπως ήτανε, δεν τα στράγγιζα πρώτα. Το μακαρόνι, αν το στραγγίσεις και πιάσει και κολλάει, είναι άσχημο, δεν κάνει. Σερβίριζα κατευθείαν στο πιάτο, έβανα το λαδάκι, τη σάλτσα ή τον κιμά. Φούρνος δεν υπήρχε και πήγαινα μόνο στον ξυλόφουρνο εδώ πιο κάτω και του πήγαινα τα χόρτα, έβανε εκείνος το ζυμάρι και έψηνε την πίτα. Μου άρεσε να μαγειρεύω, κι ακόμη μου αρέσει. Δεν με κουράζει να μαγειρέψω. Ήταν κι η μητέρα μου καλή μαγείρισσα».
«Πολύ κρέας τρώγαμε και επί το πλείστον το κάναμε βραστό, γιατί ήταν και πιο υγιεινό έτσι. Το κάναμε και με σάλτσα. Ξέρεις, το ροδίζεις λιγάκι, το σβήνεις με κρασάκι, του βάζεις και σάλτσα, την ντομάτα φρέσκια, σιγοψήνεται, του έβαζα τότε και αλάτι, το πιπεράκι του, και σερβίριζα μετά ή πιλάφι ή μακαρονάδα».
«Πολλές φορές, όταν έφευγε η οικογένειά μου και δεν μαγείρευα, έβανα μια κατσαρόλα με λίγο νεράκι και σπούσα μέσα 6 αυγά. Έβανα μετά λίγο λαδάκι και λίγο αλατάκι. Τα σέρβιρα μετά με το ζουμάκι, έβαζα και λίγο λεμόνι, κι έκανα ένα πλήρες γεύμα. Διαπίστωσα όταν ήμουν 27 χρονών ότι μάλλον λέγανε ψέματα ότι δεν κάνει να τρώμε πολλά αυγά. Ακόμα και τώρα κολατσίζω τρία τέσσερα στην καθισιά μου».
«Έκανα και το σουφικό (μπριάμ), και ταμπουράδες (σούπα με κίτρινη κολοκύθα). Χόρτα μαζεύαμε πάντα. Πηγαίναμε και με τη γυναίκα μου. Την Τετάρτη και το Σάββατο το απόγευμα δεν είχε σχολείο και πηγαίναμε μαζί».
«Πηγαίναμε στα άγρια χόρτα όταν έβρεχε, και στα μανιτάρια. Ήταν σαν εκδρομή, της άρεσε πολύ. Μαζεύαμε και κάναμε βραστά χόρτα, και κάναμε και πίτες με τα γλυκά χόρτα. Έξω δεν τρώγαμε ποτέ. Κάναμε και το μαγερειό, ένα φαγητό με τις πατάτες, καλαμπόκι, λίγα κολοκυθάκια, λίγα φασολάκια. Κάναμε τα κολοκυθάκια τα γεμιστά με πολλά μυρωδικά, κιμά και αυγολέμονο».
«Κοίταξε να δεις, το φαγητό πρέπει να μαγειρεύεται με τις ώρες, και να μη χάνει καθόλου νερό. Να μαγειρεύεται μέσα στα ζουμιά του. Φασολάκια χλωρά ψήνω με δίχως νερό καθόλου μέσα. Τα βάζω στο μισό, για να χύσουν τα ζουμιά τους. Το ίδιο και με το σουφικό. Στουμπώνω τα λαχανικά μέσα στο καζάνι. Βάνω 2 κιλά μελιτζάνες, 1 κιλό κρεμμύδια και πάνω από 1 κιλό ντομάτες. Ύστερα από πάνω βάνω τις πιπεριές, κολοκυθάκια κομμένα σε φέτες και τα πετρώνω. Μπαίνουν τα πρώτα, να αρχίσει να βράζει και να κατεβαίνουν, να δαμάζουν τα λαχανικά. Βγάζω τα πολλά ζουμιά και ύστερα προσθέτω και τα υπόλοιπα λαχανικά».
«Η τηγανητή πατάτα θέλει πολύ ζεστό λάδι, να χώνεται μέσα και να μην τη σαλέψεις καθόλου όσο τηγανίζεται, να κάνει μια τσίπα απέξω. Τώρα το Γιωργάκι (σ.σ. εγγονός) έβαλε κι ένα τρυπητάκι μες στο τσουκάλι, να είναι σαν φριτέζα. Δεν αλατίζω πια. Το μόνο που κάνω καμιά φορά είναι να τις σκεπάσω με λίγο τυράκι όταν είναι ζεστές μόλις βγουν από το τηγάνι. Βάνω αυτό το καριώτικο το ξινοτυράκι το γίδινο που το βάνω σε τενεκέδες ή καμιά φορά και κεφαλοτυράκι».
«Σαράντα χρόνια σχεδόν έχω κόψει το αλάτι. Όχι εντελώς δηλαδή, αλλά έβαζα όλο και λιγότερο. Έβαζα και το λάδι πάντα στο τέλος. Τώρα πια δεν τρώω πολύ κρέας κι έκοψα και το πολύ ποτό. Πίνω λίγο κρασάκι, αλλά όχι τσίπουρο. Θυμήθηκα τώρα που στην Κατοχή μαζεύαμε κούμαρα και κάναμε και τσίπουρο».
«Επειδή στην Ικαρία δεν υπήρξαν ποτέ τάξεις ανθρώπων, δεν μισούσαν ο ένας τον άλλον, δεν ήθελαν να εκμεταλλευτούν. Αυτά όλα είχαν δημιουργήσει μια καλή ψυχική κατάσταση στους ανθρώπους και υπερίσχυε μεταξύ τους η αγάπη. Όταν ο άνθρωπος είναι καλά στην ψυχική του υγεία, όταν μέσα του έχει γαλήνη, και τρώει και καλά, πράγματα που δεν έχουν φάρμακα και λιπάσματα, είναι λογικό να έχει μακροζωία».
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 190.