1821 / 200 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ…
για την ΙΚΑΡΙΑ περίπου τα μισά (1912)
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ
Ένα όνομα που δεν λέει τίποτα σε κανέναν πλέον… και ιδιαιτέρως αν πας στη Νικαριά και ρωτήσεις όποιον συναντήσεις στο δρόμο σου από το Δράκανο ως τον Πάπα: γυναίκα ή άντρα, γέροντα ή μαθητή, τσοπάνη ή βαρκάρη, ταχυδρόμο ή δραγάτη, Παπά ή Δάσκαλο «ποιος ήταν αυτός»; … κανείς δεν θα καταφέρει να σου πει γι΄ αυτό το πρόσωπο, υπάρχουν κι οι εξαιρέσεις αλλά είναι οι ολίγοι… Κι όμως αυτός ο άνθρωπος υπήρξε ιστορικό στέλεχος της αλλοτινής – μεγάλης Αυτοκρατορίας που σημάδεψε με την δράση και την παρουσία του την νεώτερη ιστορία του νησιού μας και μιας και φέτος συμπληρώνονται 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821 καλό θάταν για τα παρόντα και τα μελλούμενα να θυμηθούμε!
Ήταν ο τελευταίος «Καϊμακάμης» των Οθωμανών στην Ικαρία ως την απελευθέρωση της από τον Τουρκικό «ζυγό» το 1912:
Ήταν ο «Πασάς», ο τοποτηρητής και φοροεισπράκτορας των Τούρκων τυράννων με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για ένα σκλαβωμένο έθνος όπως: Την στέρηση ελευθεριών πλην των θρησκευτικών, αφού έδιναν το δικαίωμα στους χριστιανούς να προσεύχονται στις εκκλησιές των, (το σκύψιμο όχι μόνο επιτρέπεται αλλά επιβάλλεται κιόλας σε όλους τους καιρούς απ΄ όλες τις εξουσίες), έτσι μπορούσαν να ασκούν τις θρησκευτικές τους συνήθειες έχοντας κι οι δυνάστες το κεφάλι τους ήσυχο αλλά και οι ταπεινωμένοι ραγιάδες μέσα στην μαυρίλα της εποχής είχαν το δικαίωμα να εναποθέτουν την μοίρα τους για την μετά θάνατο ζωή, στον δικό τους θεό…(αυτό κι αν είναι δικαίωμα)!
Η σκλαβιά όμως αυτή σήμαινε και την στέρηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την στέρηση της ανεξαρτησίας, την απόλυτη υποταγή στα φιρμάνια του Σουλτάνου μα προπάντων την είσπραξη των φόρων στο ακέραιο από τους δυστυχείς «γκιαούρηδες» ενός άγονου – πάμπτωχου για εκείνη την εποχή και αλίμενου αιγαιοπελαγίτικου νησιού όπου μόνο οι πειρατές και οι περίεργοι περιηγητές έφταναν ίσαμε ΄δώ ή για να κρύψουν οι πρώτοι θησαυρούς μεσ΄ τα ανάματα και τις ακισσαρές ή για να καταγράψουν οι δεύτεροι τα παράξενα έθιμα των «αλλόκοτων» ετούτων ανθρώπων που συναντούσαν στις απόκρημνες λαγκαδιές, ψηλά στο βουνό τους, τον «αθέρα» ζώντας σε μικρά πέτρινα σπίτια και για σιγουριά μακριά από τον γιαλό…
Εκεί έβρισκαν τρόπους να καλλιεργούν την ολίγη γη, να βόσκουν τα «ρασκά» κατσίκια τους, να χώνουν στην γη τις βυτίνες με το θρυλικό κρασί τους… από εκεί πολεμούσαν με ορατούς κι αόρατους εχθρούς, εμψύχωναν διδάσκοντας τα παιδιά τους πως να στέκονται και πως να αντιστέκονται θαρραλέα μπρος σε κάθε Αγά- Καϊμακάμη τύραννο κι όταν κάποτε έφθασε η ώρα του ξεσηκωμού, γύρισαν την «τάξη» ανάποδα κι από ραγιάδες έγιναν ελεύθεροι πολίτες μιας αξιοζήλευτης Ικαριακής Πολιτείας με τους νόμους και τα δίκια της, με την σημαία και τον ύμνο της, με τους ήρωες και την παλληκαριά της!
Τότε άρχισαν να ακούγονται κι εκείνες οι αφηγήσεις μεταξύ ιστορίας και μύθου: του «συγκούδουνου αρνιού» ή του «ούλοι μεις εφέντη», φανερώνοντας τον συνεχή αγώνα για λευτεριά, στην διάρκεια αιώνων… και που τελικά τα κατάφεραν!
Θα περίμενε κανείς να ακούσει έναν Ομέρ ή έναν Σουλεϊμάν κι ας μην είναι και μεγαλοπρεπής, έναν έστω Αχμέτ ή έναν Αλή, εν πάση περιπτώσει ένα Τούρκικο όνομα πολιτικού και στρατιωτικού Αξιωματούχου να είναι επικεφαλής της διοίκησης ενός ελληνικού κατακτημένου νησιού, αντ΄ αυτού: Θουκυδίδης και μάλιστα Δημητριάδης! Ρωμιός λοιπόν από την Θράκη στην καταγωγή και μάλιστα Χριστιανός στο θρήσκευμα όσο κι αν ακούγεται παράξενο, μα Οθωμανός Υπήκοος (σημασία έχει σε ποιους Υπακούεις κάθε φορά, αυτό θα πει Υπήκοος).
Ο εκπρόσωπος! ο Μπέης του τελευταίου Σουλτάνου στην Ικαρία, με αυτόν ήρθαν σε μετωπική σύγκρουση οι Ικαριώτες όταν το αποφάσισαν. Κι όταν τα γεγονότα πήραν την τελική τους τροπή ο Θουκυδίδης κλεισμένος έντρομος στο σπίτι του, πιο πάνω από το «Διοικητήριο» στον Άγιο Κήρυκο παρακολουθώντας από εκεί τις εξελίξεις, άκουγε ντουφεκιές να πέφτουν, φωνές και φασαρία μα ανήμπορος πλέον να αντιδράσει με τον βούρδουλα και τον φόβο, όπως είχε εκπαιδευτεί στην «αυλή του Σουλτάνου» …
Αυτά είναι από λίγο ως πολύ γνωστά κι έχουν καταγραφεί από ιστορικούς και ερευνητές που μελέτησαν την ιστορία της νησιωτικής μας Πατρίδας…
Η ζαριά είχε πέσει και είχε κρίνει το νικητή, ο χαμένος έπρεπε να το δεχτεί αν ήθελε ακόμα να ζήσει… κάπως έτσι του τα εξηγούσε ο Ιπποκράτης Ξυλάς όταν πήγε να τον συμβουλέψει να παραδοθεί μαζί με την ένοπλη φρουρά του και τον βρήκε, όπως παραδίδεται, να τρέμει σύγκορμος ενώ η αδερφή του η «Δημητριάδενα» είχε ήδη λιποθυμήσει… την ώρα εκείνη ακούστηκε ένας τρομακτικός κρότος που σείστηκε θαρρείς συθέμελα η Καριώτικη γη! Οι επαναστάτες τάχασαν γιατί δεν καταλάβαιναν τι συνέβαινε, μήπως καμιά έκρηξη στα πυρομαχικά των Τούρκων; Μα ο Καϊμακάμης και οι στρατιώτες του, που είχαν χάσει το ηθικό τους, με το άκουσμα του κρότου έπεσαν σε μεγαλύτερο πανικό, σίγουροι τώρα πως οι επαναστάτες Ικαριώτες είχαν και πυροβολικό και τους άρχισαν στο κανονίδι… Ήταν η ώρα που ακούσθηκε η φωνή του Αφέντη τους γεμάτη απελπισία: « Μπιζίμ ογλανάρ, τεσλήμ όλουν»! (παραδοθείτε παιδιά μου) και οι ζαπτιέδες με τον αρχηγό τους παραδόθηκαν στους πρώην πλέον ραγιάδες τους…
Πολλές οι απορίες που αφήνει η Ιστορία! Τι να απέγινε ο κυρ – Θουκυδίδης, να γύρισε στον αφέντη του συνεχίζοντας ίσως από αλλού κι αλλιώς να τον υπηρετεί; να επέστρεψε στην γενέθλια γη του; ή να χάθηκε μέσα στην σκόνη της αντάρας και του καπνού; η αλήθεια είναι πως αυτοί που αναλαμβάνουν τέτοιες «Υψηλές» θέσεις αλλά ακόμα κι οι απόγονοί τους δύσκολα χάνονται… βρίσκουν τρόπους κι «αριστεύουν» σε όλους τους καιρούς! Κι εκείνος ο κρότος που ακούστηκε και που κατατρόμαξε τους πάντες τι να ήταν άραγε;
Ένα ηλιόλουστο πρωινό της Αθήνας, υποθέτω γύρω στα 1950, ένας από τους γνωστούς δημοσιογράφους/συγγραφείς της εποχής, ο Σπύρος Λεωτσάκος, επισκέπτεται στο γραφείο του τον φίλο του κ. Καψάλη (Τμηματάρχη του Υπουργείου τύπου). Στην άκρη σε μία καρέκλα κάθεται ένα γεροντάκι απολαμβάνοντας τον βαρύγλυκο «τούρκικο» καφέ του, λεπτομέρεια προς το παρόν ασήμαντη. Ο Καψάλης αναγνώστης λόγω και της θέσης του, όλων των εφημερίδων αλλά και θαυμαστής της αρθογραφίας του φίλου του, φέρνει στο νου τα άρθρα του Λεωτσάκου για την Ικαρία που πρόσφατα είχαν δημοσιευθεί στο ΕΘΝΟΣ.
Με αίσθημα σεβασμού και με περισσή ευγένεια σηκώνεται απ΄ το γραφείο για να συστήσει το γεροντάκι στον φίλο του: «Από εδώ, ο τελευταίος Καϊμακάμης της Ικαρίας κ. Θουκυδίδης Δημητριάδης»!
Περνούν μερικά δευτερόλεπτα αμηχανίας και έκπληξης! μα γρήγορα η κουβέντα στρέφεται στα γεγονότα εκείνα που άλλαξαν τον μικρό μας κόσμο εδώ στο νησί του Ικάρου!!! Η φωνή του αν και γέρικη βγαίνει καθαρή χωρίς καθόλου να κομπιάζει:
«Πώς να τα έβγαζα πέρα, κύριέ μου, μ΄ αυτούς τους διαβόλους και τον γιατρό που ΄χαν επικεφαλής; Είχαν χιλιάδες όπλα, φίλε μου, και πυροβολικό, πολύ πυροβολικό. Μ΄ άρχισαν το κανονίδι κι έτσι αναγκάστηκα να παραδοθώ. Τι να ΄κανα μπροστά στα τόσα κανόνια»;
Προσπαθώντας να κρύψει ο Λεωτσάκος το χαμόγελο που είχε διαγραφεί στα χείλη του, δεν άντεξε και του είπε επακριβώς τι είχε συμβεί τότε, μετρώντας σε κάθε λέξη τις αντιδράσεις του συνομιλητή του. «Κάποιος βαρκάρης από τον Άγιο Κήρυκο, που δεν είχε όπλο και δεν είχε λάβει μέρος στην επανάσταση βγήκε εκείνη την μέρα ή μάλλον τη νύχτα για ψάρεμα. Μπήκε λοιπόν στην βάρκα και ανοίχτηκε από τον Άγιο Κήρυκο προς το Ξυλοσύρτη, ενώ ετοίμαζε να ρίξει ένα μονάχα φυσέκι, άκουσε τους πυροβολισμούς, τρόμαξε, που απάνω στην σαστισμάρα του δεν ξεχώρισε το φυσέκι που ήθελε αλλά έβαλε φωτιά σε όλη την αρμαθιά του δυναμίτη που κρατούσε και την πέταξε με τρόμο στην θάλασσα… με αποτέλεσμα να προκαλέσει την έκρηξη που εσείς οι Οθωμανοί την πήρατε για κανονιά και παραδοθήκατε! όχι πως θα αντέχατε και χωρίς αυτό το συμβάν αλλά ήταν φαίνεται ένα σημάδι του δικαίου και αυτό»!!!
Κλείνοντας τα μάτια πέρασε η σκηνή με όλες τις λεπτομέρειες μπροστά του: το Διοικητήριο, οι φοβισμένοι ζαπτιέδες του, ο Ξυλάς, οι φτωχο/διάβολοι επαναστάτες, ο γιατρός (Μαλαχιάς), οι γραφικοί Φούρνοι απέναντι, η φουρτουνιασμένη θάλασσα… ώστε ο δυναμίτης του ψαρά! θυμήθηκε μεμιάς τα τούρκικα και με μοιρολατρεία ανατολίτη αναστενάζοντας βαθιά, πολύ βαθιά ακούστηκε: «το Κισμέτ»!
Πώς βρέθηκε όμως ο Δημητριάδης στο γραφείο του Τμηματάρχη; Μα ήταν φίλοι και όταν κατέβαινε στο κέντρο της Πόλης περνούσε συχνά να τον δει, να πιουν παρέα τον βαρύγλυκο πάντα μερακλήδικο καφέ του και να κουβεντιάσουν, άλλωστε εκείνος συνταξιούχος πια είχε ελεύθερο χρόνο… Τι; Συνταξιούχος; Ναι! είχε συνταξιοδοτηθεί επισήμως παρακαλώ, από το ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος ως υπάλληλος του Υπουργείου των Εξωτερικών απ΄ όπου συνέχισε μετά το «Μπεϊλίκι» να προσφέρει τις «Υψηλές» και πάλι υπηρεσίες του! τι σας είπα παραπάνω; κανείς «άριστος» δεν χάνεται… δεν γνωρίζω για τους απογόνους του, μα καλά θα πήγαν κι αυτοί, να υποθέσω ίσως… καλύτερα κι από εμάς!
Ανεβαίνοντας και πάλι μια ηλιόλουστη μέρα την Ασκληπιού στα «Εξάρχεια» μπήκα σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο από αυτά που αγαπώ να επισκέπτομαι, εκεί έπεσε το μάτι μου σε ένα κιτρινισμένο και αρκετά ταλαιπωρημένο μικρό βιβλίο με τίτλο: «ΙΚΑΡΙΑ ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΡΑΔΙΟΥ» του Σπύρου Λεωτσάκου … Ο Λεωτσάκος αγάπησε πολύ το νησί μας γιατί του χάρισε την υγειά του με τις θαυματουργές ιαματικές πηγές που αναβλύζουν από τα βάθη της «ψυχής» του… κι ως αντίδωρο στο δώρο της ζωής, μας αφιέρωσε αυτό το πόνημα με πολλές και άκρως ενδιαφέρουσες πληροφορίες… σαν αυτές που σας περιέγραψα! υπάρχουν κι άλλες εξ΄ ίσου εκπληκτικές και «ιστορικά» ακριβείς κι εδώ είναι το θέμα… που αρκετές είναι και ακριβείς!
Χαρούλα Κ. Κοτσάνη