- ΓΡΑΦΕΙ Η
Πλησιάζοντας προς το τέλος της φετινής τουριστικής σεζόν, οι προβλέψεις για περαιτέρω αύξηση των αφίξεων τουριστών στην Ελλάδα φαίνεται να επιβεβαιώνονται, με τους δημοφιλείς προορισμούς (Αθήνα, Κρήτη, Ρόδος, Κυκλάδες) να γεμίζουν ασφυκτικά την υψηλή περίοδο. Με περίπου 32 εκατομμύρια τουρίστες εκτιμάται ότι θα κλείσει η χρονιά, κάτι που σημαίνει 3 τουρίστες για κάθε 1 κάτοικο.
Για την Ελλάδα της κρίσης, η άνοδος του τουρισμού αποτέλεσε, και συνεχίζει να αποτελεί, μια σημαντική πηγή εσόδων που είναι ικανή να στηρίξει την οικονομία και να της δώσει την ώθηση που της χρειάζεται. Ειδικά ο συγκεκριμένος κλάδος, με την ικανότητα που έχει να εμπλέκει πολλούς διαφορετικούς τομείς της οικονομίας και να διαχέει τα έσοδά του σε αυτούς, τα οφέλη από την άνοδο του τουρισμού επηρεάζουν ένα πολύ μεγάλο φάσμα της παραγωγικής δραστηριότητας της χώρας.
Αυτή όμως είναι η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη είναι η τουριστική ανάπτυξη δύο ταχυτήτων, όπου υπάρχουν προορισμοί που στη κυριολεξία βουλιάζουν και άλλοι που αγκομαχούν να ξεχωρίσουν. Η τουριστική κίνηση δεν είναι ούτε κατά προσέγγιση ισομερώς διαμοιρασμένη στους διάφορους προορισμούς της χώρας, ούτε ισομερώς διαμοιρασμένη καθ’ όλη της διάρκεια του έτους.
Έτσι, πλέον και στην Ελλάδα, έχει κάνει την εμφάνισή του το φαινόμενο του «υπερτουρισμού».
Το πρόβλημα
Δημοφιλείς προορισμοί εμφανίζονται με 100% πληρότητες για μερικούς (μόλις 2-3, στην καλύτερη περίπτωση 4) μήνες το χρόνο, οι τιμές τους εκτοξεύονται στα ύψη και τους υπόλοιπους μήνες η ζωή κυλάει ήρεμα και αργά μέχρι την επόμενη σεζόν…
Αυτό φυσικά δημιουργεί διάφορα προβλήματα: ο ρυθμός της ζωής των κατοίκων διαταράσσεται βίαια κατά τη διάρκεια της υψηλής ζήτησης και η αύξηση τιμών επιβαρύνει και αυτούς, η διαθεσιμότητα κατοικιών ελαχιστοποιείται –ειδικά με την κάλυψη της ζήτησης κλινών από τις πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης κατοικιών- οι υποδομές της περιοχής (ηλεκτροδότηση, ύδρευση, αποχέτευση, συγκομιδή σκουπιδιών, οδικό δίκτυο) επιβαρύνονται υπέρμετρα σε σχέση με τον αρχικό σχεδιασμό τους, το ίδιο και η κατανάλωση φυσικών πόρων και πρώτων υλών.
Εν ολίγοις, αυτού του τύπου η τουριστική ανάπτυξη θέτει σε κίνδυνο τις υποδομές, την κοινότητα και το περιβάλλον του προορισμού, δηλαδή αντιβαίνει στις βασικές αρχές της αειφορίας.
Η λύση
Η υιοθέτηση μιας βραχυπρόθεσμης και στενά καθορισμένης προσέγγισης, όπως πολύ συχνά συνέβαινε στο παρελθόν, θεωρείται πλέον όλο και περισσότερο ως μη βιώσιμη μακροπρόθεσμα, τόσο από τις πιο «ανοιχτόμυαλες» ταξιδιωτικές εταιρείες όσο και από τους προορισμούς στους οποίους στέλνουν πελάτες.
Η προληπτική, ολοκληρωμένη διαχείριση του προορισμού είναι απαραίτητη για τον βιώσιμο τουρισμό. Με το σωστό σχεδιασμό, κάθε προορισμός μπορεί να αντιμετωπίσει τις σχετικές ανάγκες και τους πιθανούς κινδύνους. Για να γίνει αυτό σωστά, δεν μπορεί ο σχεδιασμός να γίνει από ένα άτομο ή έναν οργανισμό, ούτε αφορά την αντιμετώπιση ενός μόνο ζητήματος. Αντ’ αυτού, η απάντηση είναι μια καλά μελετημένη και συνεργατική προσέγγιση.
Όπως τονίζει η Clare Jenkinson, senior destinations and sustainabilitymanager της ABTA, «Είναι ζωτικής σημασίας να συγκεντρωθούν κυβερνητικά τμήματα από τον τουρισμό, το περιβάλλον, τον προγραμματισμό και την υγεία, μαζί με τον ιδιωτικό τομέα (όπως οι ταξιδιωτικοί πράκτορες, οι πάροχοι καταλυμάτων, οι αεροπορικές εταιρείες), οι ΜΚΟ και η τοπική κοινότητα για να παρουσιάσουν ένα κοινό όραμα και προσέγγιση. Αυτό που λειτουργεί για έναν προορισμό μπορεί να μην είναι κατάλληλο ή ενδεδειγμένο για ένα άλλο: η ενθάρρυνση επισκέψεων σε ώρες εκτός αιχμής, η προώθηση παρατεταμένων παραμονών, η διανομή του τουρισμού πέρα από τις δημοφιλείς περιοχές, είναι μερικές από τις στρατηγικές που μπορούν να εξετάσουν οι προορισμοί. Όποια και αν είναι η προσέγγιση, το μέτρο της επιτυχίας είναι μια καλή τουριστική εμπειρία η οποία έχει επίσης θετικό, βιώσιμο αντίκτυπο στην τοπική κοινότητα».
Αναδημοσίευση από : https://www.timesnews.gr