Γεράσιμος Χιόνης
Στην Κάλυμνο εδώ και 200 χρόνια, οι κάτοικοι ασχολούνται με την σπογγαλιεία. Όμως, το επάγγελμα βρίσκεται σε κίνδυνο. Η παραγωγή φθίνει διαρκώς και οι εισαγωγές από την Καραϊβική καταλαμβάνουν τα ράφια των ελληνικών καταστημάτων. Η λύση των Σποράδων και τα εμπόδια… της φώκιας.
Η σπογγαλιεία ή αλλιώς το ψάρεμα σφουγγαριών, αποτελεί μία μακρά παράδοση των Ελλήνων νησιωτών. Μετά από δύο αιώνες ζωής, ωστόσο, τείνει προς εξαφάνιση και οι μοναδικοί που αντιστέκονται σ’ αυτή την τάση είναι οι Καλύμνιοι.
Τα χρήματα είναι λίγα, οι κίνδυνοι πολλοί. Έτσι, το μέλλον του παραδοσιακού επαγγέλματος είναι κάτι παραπάνω από δυσοίωνο. Σ’ αυτό έρχεται να συμβάλλει και η κλιματική αλλαγή, η οποία έχει συρρικνώσει σημαντικά την εγχώρια παραγωγή.
Οι έμποροι του χώρου αναγκάζονται να εισαγάγουν σφουγγάρια από τη μακρινή… Καραϊβική, καθώς η ζήτηση αυξάνεται ολοένα και περισσότερο, ενώ η παραγωγή φθίνει.
Η λύση στο πρόβλημα της συρρικνούμενης σπογγαλιείας, θα μπορούσε να ακούει στο όνομα «Σποράδες». Όμως, η ύπαρξη του θαλάσσιου πάρκου στην Αλόννησο και η παρουσία της αξιαγάπητης φώκιας, καθιστούν απαγορευτική την αξιοποίηση αυτή της πλούσια θαλάσσιας περιοχής.
Μόλις 80 «σφουγγαράδες»
H σπογγαλιεία αποτελεί ένα επάγγελμα, το οποίο μετράει παραπάνω από δύο αιώνες ζωής. Πρόκειται για μία παράδοση, η οποία ξεκίνησε, αναπτύχθηκε και ήκμασε, κατά κύριο λόγο, στην Κάλυμνο και τη Σύμη, όπως επίσης και στην Αίγινα, την Ύδρα, τη Χάλκη και την Πάρο.
Κάποτε, ο στόλος των σπογγαλιευτικών πλοίων αριθμούσε σε τουλάχιστον 600 πλεούμενα, με τους λεγόμενους «σφουγγαράδες» να υπερβαίνουν τους 4.600.
Σήμερα όμως, η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική. Τα σπογγαλιευτικά σκάφη είναι μετά βίας 10, ενώ οι άνθρωποι που εξακολουθούν να αντιστέκονται στις σύγχρονες επιταγές της εποχής και να επιμένουν στο παραδοσιακό επάγγελμα του σπογγαλιέα, είναι μόλις 80.
«Το επάγγελμα κάποια στιγμή θα σβήσει» εκτιμά ο Καλύμνιος πρόεδρος της Ένωσης Σπογγαλιέων, Παντελής Γεωργαντής. «Αν δεν αλλάξει η κατάσταση, τα πράγματα θα είναι δύσκολα» σπεύδει να προσθέσει, μιλώντας στο Sputnik.
Ο ίδιος έχει δύο παιδιά. Όμως δεν θέλει να ακολουθήσουν το επάγγελμά του. «Γιατί να τα βάλω στο επάγγελμα» διερωτάται χαρακτηριστικά.
Η κλιματική αλλαγή και η αρρώστια του 1986
Ποιο είναι όμως, το πρόβλημα, το οποίο διατηρεί καθηλωμένη την εγχώρια παραγωγή; «Τα σφουγγάρια που υπάρχουν στις ελληνικές θάλασσες, είναι πολύ λίγα πλέον» επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ο κ. Γεωργαντής.
Η ετήσια παραγωγή ανέρχεται σε μόλις δύο τόνους, γεγονός το οποίο καθιστά απαγορευτική την ενασχόληση νέων ανθρώπων με το επάγγελμα του σπογγαλιέα, δεδομένων των εξαιρετικά περιορισμών οικονομικών προοπτικών.
Το πρόβλημα ξεκίνησε το 1986, όταν στη θάλασσα της ανατολικής Μεσογείου εκδηλώθηκε μία άγνωστη αρρώστια. Ένα φονικό βακτήριο έπληξε τις αποικίες των σφουγγαριών, προκαλώντας τη σταδιακή νέκρωσή τους. Το ίδιο πρόβλημα μάλιστα, εμφανίστηκε και το 2000.
Σύμφωνα με τις μελέτες των επιστημόνων, η αιτία αυτής της καταστροφής συνίσταται στην κλιματική αλλαγή, καθώς η αύξηση της θερμοκρασίας της θάλασσας και η υποβάθμιση της ποιότητας των υδάτων ευνοούν την ανάπτυξη παθογόνων βακτηρίων.
Μάλιστα, όπως παραδέχεται ο κ. Γεωργαντής, ακόμη και η λύση της καλλιέργειας, η οποία είχε προταθεί το προηγούμενο διάστημα, έχει αποδειχθεί αναποτελεσματική στην προσπάθεια τόνωσης των εγχώριων πληθυσμών σπόγγων.
Τα ελληνικά αποθέματα και η ποιότητα της Κρήτης
Οι μεγαλύτερες ποσότητες σφουγγαριών συναντώνται στο κεντρικό και βόρειο Αιγαίο, όπου το νερό της θάλασσας είναι πιο κρύο. Αποικίες σπόγγων όμως, υπάρχουν και περιμετρικά της Κρήτης. Εκεί η ποιότητα είναι σαφώς καλύτερη, αλλά τα θερμά θαλάσσια ρέματα περιορίζουν την πληθυσμιακή ανάπτυξη των αποικιών.
Η παραγωγή, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ένωσης Σπογγαλιέων, κυμαίνεται σε ετήσιο επίπεδο πέριξ των 2 τόνων. Πρόκειται για ένα μέγεθος σημαντικά μειωμένο σε σχέση με την προ του 1986 περίοδο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η σπογγαλιεία ξεκινάει την άνοιξη και διαρκεί έως και τους θερινούς μήνες, με τους Έλληνες σπογγαλιείς να «οργώνουν» όλο το Αιγαίο, προκειμένου να βγάλουν το… μεροκάματο.
Μικρό το περιθώριο κέρδους
«Δεν υπάρχουν περιθώρια για μεγάλο κέρδος» παραδέχεται ο κ. Γεωργαντής, ο οποίος εμφανίζεται απαισιόδοξος για το μέλλον του επαγγέλματος στην Ελλάδα. Ένας σπογγαλιέας, όπως μας πληροφορεί, διαθέτει την «ψαριά» του έναντι της τιμής των 160 ευρώ ανά κιλό. Πόσο καιρό χρειάζεσαι όμως, για να αλιεύσεις ένα κιλό σφουγγάρια;
«Εξαρτάται από πολλά πράγματα. Μπορεί και μία εβδομάδα, μπορεί και έναν μήνα. Ανάλογα τον καιρό, τη θάλασσα, την εποχή αλλά και την τύχη που θα έχεις» εξηγεί χαρακτηριστικά.
Ως αποτέλεσμα, οι Έλληνες σπογγαλιείς αναγκάζονται να στρέφονται στην αλιεία και άλλων θαλάσσιων ειδών, όπως τα όστρακα. «Είναι λογικό να στρεφόμαστε και αλλού, προκειμένου να βγάζουμε τα προς το ζην» υπερθεματίζει ο κ. Γεωργαντής.
Το εμπόδιο της… Αλοννήσου και της φώκιας
Το μέλλον της σπογγαλιείας στην Ελλάδα θα μπορούσε να ήταν λαμπρότερο. Τι εμποδίζει όμως, αυτές τις ευοίωνες προοπτικές; Στην περιοχή των Σποράδων και της Αλοννήσου, σύμφωνα με τους σπογγαλιείες, υπάρχουν τεράστια αποθέματα σφουγγαριών, τα οποία παραμένουν ανεκμετάλλευτα.
Ο λόγος; Οι φώκιες και το θαλάσσιο πάρκο της περιοχής! Η πολιτεία με στόχο τη διαφύλαξη του είδους της μεσογειακής φώκιας, έχει επιβάλλει πλήρη απαγόρευση της αλιείας στη θαλάσσια περιοχή των Σποράδων.
«Οι αποικίες σφουγγαριών στη συγκεκριμένη περιοχή είναι τεράστιες. Εάν μας άφηναν να βουτήξουμε, η παραγωγή θα υπερδιπλασιαζόταν. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο» επισημαίνει ο κ. Γεωργαντής.
«Κάθε μέρα βλέπουμε φώκιες, αλλά ούτε τις πειράζουμε ούτε μας πειράζουν» σπεύδει να συμπληρώσει. Και προσθέτει: «Είναι κρίμα γιατί στην περιοχή υπάρχει πολύ πράγμα, παρότι χαμηλότερης ποιότητας σε σχέση με της Κρήτης και του νότιου Αιγαίου».
«Εχθρός» του σφουγγαριού η πολιτεία (;)
Ο πρόεδρος των σπογγαλιέων στρέφεται εναντίον της πολιτείας, την οποία κατηγορεί πως οδηγεί το επάγγελμα σε μαρασμό και… εξαφάνιση. «Μας έχουν εγκαταλείψει τελείως. Αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις δεν γνωρίζουν τον χώρο και δεν έχουν ιδέα για το σφουγγάρι» αναφέρει εξοργισμένα.
«Δεν ζητάμε χρήματα, ούτε ευρωπαϊκά κονδύλια» συνεχίζει στο ίδιο πνεύμα. «Αυτό που θέλουμε είναι να μας αφήσουν να βουτήξουμε σε έναν μικρό χώρο των Σποράδων» συμπληρώνει. «Θέλουμε να ψαρέψουμε νόμιμα και ανθρώπινα» επαναλαμβάνει, εκφράζοντας την απορία του για τη στάση της πολιτείας, διαχρονικά.
Μεγάλη ζήτηση και εισαγωγές από… Καραϊβική
Τα τελευταία 40 χρόνια, υπάρχει μία σαφή στροφή των καταναλωτών προς τα φυσικά προϊόντα. Το σφουγγάρι δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση. Σύμφωνα με τον Μανώλη Μακρυλλό, ο οποίος δραστηριοποιείται στον τομέα της επεξεργασίας και του εμπορίου, η ζήτηση για σπόγγους είναι πολύ μεγάλη και αυξάνεται διαρκώς.
Μάλιστα, όπως αποκαλύπτει μεταξύ άλλων, η ζήτηση είναι τόσο μεγάλη, η οποία δεν καλύπτεται πλέον από την εγχώρια παραγωγή. «Δεν φθάνουν τα σφουγγάρια που παράγουμε» τονίζει χαρακτηριστικά.
Έτσι, οι έμποροι αναγκάζονται να εισάγουν σπόγγους από την περιοχή της… Καραϊβικής! «Ένα πολύ μεγάλο μέρος της αγοράς καταλαμβάνεται από σφουγγάρια εισαγωγής και αυτό γίνεται εδώ και αρκετά χρόνια» εξηγεί αναλυτικά.
Οι Έλληνες έμποροι, οι οποίοι αυτή τη στιγμή ανέρχονται σε 7-8 και βρίσκονται αποκλειστικά στην Κάλυμνο, εισάγουν τα σφουγγάρια ακατέργαστα. Τα επεξεργάζονται και ύστερα, είτε τα εξάγουν στο εξωτερικό είτε τα θέτουν προς πώληση στα διάφορα τουριστικά σημεία.
Φυσικό σφουγγάρι και… σφουγγάρι «Made in Greece»
Φυσικά, τα εισαγόμενα σφουγγάρια δεν πωλούνται ως ελληνικά. «Δεν θέλουμε να κοροϊδέψουμε τον κόσμο και δεν το κάνουμε» ξεκαθαρίζει ο κ. Μακρυλλός, μιλώντας στο Sputnik.
Τα εισαγόμενα σφουγγάρια στα διάφορα σημεία πώλησης, αναγράφονται ως «φυσικό σφουγγάρι» με την τιμή τους να ξεκινάει από 2 ευρώ.
Αντίθετα, τα ελληνικά σφουγγάρια, τα οποία αλιεύονται στις ελληνικές θάλασσες, φέρουν την επιγραφή «ελληνικό σφουγγάρι». Η τιμή τους, όπως καθίσταται φυσικό, είναι υψηλότερη, δεδομένης και της καλύτερης ποιότητάς τους, και κυμαίνεται στα 5 ευρώ.
Εξαγωγές με το… τσουβάλι
Σύμφωνα με τον κ. Μακρυλλό, σε ετήσια βάση, οι ελληνικές βιοτεχνίες εξάγουν τουλάχιστον 500.000 σφουγγάρια προς όλη την υφήλιο, καθώς οι παραγγελίες έρχονται στην κυριολεξία από… παντού.
«Η κρίση δεν μας έχει αγγίξει, για να μην πω ότι δουλεύω καλύτερα τα τελευταία χρόνια» σπεύδει να προσθέσει, προτού να αναφερθεί στην «τέχνη» της επεξεργασίας του σφουγγαριού.
«Το σφουγγάρι έχει τόσα μυστικά όσες και τρύπες» αναφέρει χαρακτηριστικά, και προσθέτει: «Η επεξεργασία είναι μία δουλειά που γίνεται διαρκώς, αποτελώντας μία μακρά διαδικασία. Γίνεται μόνο με χέρια, χωρίς κανένα μηχάνημα».
Είδη σφουγγαριών
Στην Ελλάδα συναντώνται κατά κύριο λόγο δύο εμπορικά είδη σφουγγαριών, Το «Ηoneycomp και το «Fina Silk».
Το πρώτο αλιεύεται σε βάθος έως 80 μέτρων και συναντάται στην Κρήτη, τις Κυκλάδες, την Εύβοια και τα Δωδεκάνησα.
Το δεύτερο, το οποίο θεωρείται το καλύτερο και το πιο ακριβό, αλιεύεται σε βάθη, τα οποία αγγίζουν τα 100 μέτρα και βρίσκεται κατά κύριο λόγο στην Κρήτη, την Εύβοια, τη Σάμο και τα Δωδεκάνησα.
Η μέθοδος κατάδυσης
Κατά τη δεκαετία του 19ου αιώνα, η κατάδυση πραγματοποιούταν από γυμνούς δύτες, οι οποίοι βουτούσαν έχοντας ζωσμένο ένα κομμάτι μαρμάρου, το οποίο τους επέτρεπε να παραμένουν στον βυθό για περισσότερο χρόνο.
Κατά το 1860, εφαρμόστηκε μία νέα μέθοδος, το λεγόμενο σκάφανδρο. Ο δύτης έφερε πλήρη ενδυμασία και μέσω μίας χειροκίνητης αεραντλίας έστελνε φυσικό αέρα στην περικεφαλαία της στολής.
Το 1970, λόγω της επικινδυνότητας του σκάφανδρου, το τελευταίο αντικαταστάθηκε από το σύστημα του ναργιλέ. Ο δύτης φορά στολή βατραχανθρώπου, λαμβάνοντας αέρα μέσω ενός αεροσυμπιεστή που βρίσκεται στο σκάφος.
Σχολή δυτών
Στο νησί της Καλύμνου λειτουργεί η Κρατική Σχολή Δυτών, η οποία είναι η μοναδική του είδους σ’ όλη τη χώρα. Η σχολή ξεκίνησε τη λειτουργία της το 2013 με τη συμμετοχή 23 μαθητών.
Κάθε χρόνο, ο συγκεκριμένος αριθμός αυξάνεται, γεγονός το οποίο καθιστά λίγο πιο αισιόδοξους τους ανθρώπους της Καλύμνου, οι οποίοι ευελπιστούν να μην σβήσει το επάγγελμα του σφουγγαρά.
Η λειτουργία της Σχολής, η οποία παρέχει κρατικό πιστοποιητικό, είχε ανασταλεί από το 2005 λόγω της αδυναμίας του τότε υπουργείου Εμπορική Ναυτιλίας να συμβάλει στη χρηματοδότησή του.
Χάρη στις πρωτοβουλίες της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, η οποία ανέλαβε να επωμιστεί το σύνολο του σχετικού κόστους, κατέστη εφικτή η επαναλειτουργία της Κρατικής Σχολής Δυτών το 2013.
Αναδημοσίευση από : https://sputniknews.gr