(της δημοσιογράφου Μαργαρίτας Ικαρίου)
Ξέπνοη μπήκε η μάνα στο σπίτι, σα μονοσάνδαλος Ιάσωνας με τη μία γόβα να σέρνεται στο ακροπόδαρο ξετακουνιασμένη και την άλλη, ανά χείρας. Μουσκεμένη και ολόασπρη, με την υστερία έτοιμη να ξεπροβάλλει βήχοντας, φτύνοντας και βρίζοντας: «Να πνιγούμε κοντέψαμε…» ψέλλισε και σωριάστηκε στο ριχτάρι του καναπέ. Ο πατέρας ξοπίσω, με τα μάτια μονίμως ανήσυχα, διαπραγματευόταν με το θεό (ή το διάολο άραγε;) κι έκανε προγνώσεις για την ισχυρή βροχόπτωση. Ήταν Νοέμβρης του 77 και οι ακραίες καιρικές συνθήκες της άκαιρης κρατικής αδιαφορίας και των μπαζωμένων ρεμάτων, είχαν πνίξει σαράντα ανθρώπους…
Από τότε ως σήμερα αυτός ο άκρατος και άφαντος «κρατικός μηχανισμός» νίκησε και κατεπάτησε τόσες φορές τους πολίτες, που απεθρασύνθη! Εσμός ανάξιων ή ανάλγητων, ακραιφνών και στεντορείων ασκεί και νέμεται την εξουσία με εξουσιαστική μα όχι ουσιαστική δεινότητα. Όλβιοι και σοβαροφανείς ομοιάζουν να ομιλούν, ενώ απλώς γρυλίζουν αναμασώντας τις ίδιες εμετικές υποσχέσεις. Με άφωτα βλέμματα φεύγουν για την Αχερουσία οι νεκροί, λάμνοντας πότε στο λασπουριό, πότε στην ένδεια και πότε στον ευτελισμό του βίου…
Κάθε μέρα, κάθε βράδυ, χρόνια τώρα, ξοδεύουμε ζωή και θάνατο σε μια αναίτια και αισχρή σπατάλη. Βιώνουμε από οθόνες φλατ και επίπεδες ζωές, το ατελεύτητο χρονικό των νεκρών. Το Βερντέν σε πλαίη σταίησον!
Συνηθίσαμε την κρίση, την υπόκριση και την επίκριση, την ένδεια φαεινών νοών, την επικράτηση των επιφανών άνευ νοητικών φανών. Tα υποκοριστικά αντί τα μεγεθυντικά. Τον Άκη και τον Πάκη, τον Κούλη και το «μπουμπούκο», τον Πάνο και το χάνο, τον Αλέξη δίχως λέξεις, τη Φώφη ως trophy πίσω σα χαρα-κόμματα. Αυτά που χαράκωσαν και αυλάκωσαν το ημιθανές σώμα του έθνους, αφήνοντάς το παραδομένο στα λυκόρνια των αγορών.
Τι να διαλέξεις; Το εθνικό μας πένθος ή την εθνική μας μοναξιά; Τη ζωή στο πεζοδρόμιο ή στους πέντε δρόμους; Τα μπαζωμένα ρέματα ή τις βαλτωμένες πολιτικές; Τα πλημμυρισμένα σπίτια ή τις στεγνωμένες ψυχές;
Είναι ίδια άραγε η φυλή που κατοικεί στις οθόνες με αυτήν που ενδημεί στη χώρα; Είναι όμοιο αυτό το ερμαφρόδιτο αγλωσσικό υβρίδιο που ξεκατινιάζεται επιδεικνύοντας ομού αμορφωσιά και επιτυχία με εκείνους τους επιστήμονες που παίρνουν δισάκι τη γνώση τους και ψάχνουν τόπο να σταθούν στην αλλοδαπή; Αυτά τα παλιόπουλα τα κρεμασμένα στα πρωινάδικα, με τα ράμφη γεμάτα στόμφο, είναι τα ίδια με εκείνα τα σπουργιτάκια που αναζητούν μια ευκαιρία να τσιμπολογήσουν κάνα ψιχουλάκι για να ζήσουν; Οι λικνιζόμενες τσιφτετελιάζουσες που βγαίνουν πρωί από τα ξενυχτάδικα, σε τι να μοιάζουν με τις κοπέλες του μόχθου που σέρνονται χλωμές ξημερώματα στο δρόμο για την κακοπληρωμένη κακομοιριασμένη δουλειά; Η γιαγιά που σωρό κουβάρι πακτώθηκε ξέπνοη στο φτωχικό της, τι σχέση μπορεί να έχει με την κυράτσα που στρογγυλοκαθίζει την… έδρα της σε θώκο υπουργικό; Ποιος θα συγκρίνει τον γόνο που ξημεροβραδιάζεται αναζητώντας επισφαλείς συγκινήσεις, με το παλικάρι που είπε «μάνα πνιγόμαστε» και δεν εννοούσε μόνο την ένδεια και την υποτίμηση αλλά και τόνους κινούμενης λάσπης…
Πνιγήκαμε. Για πολλοστή φορά. Κάτω από τόνους συγκάλυψης ευθυνών, επικάλυψης ιδεολογιών, ερασιτεχνισμών, εξυπνακισμών, κουτοπονηριάς, ανικανότητας, ανευθυνότητας, συμπαιγνίας. Με τους πολίτες-πελάτες να μπαζώνουν και να πνίγονται και τους αγορητές-αγοραστές να νομιμοποιούν αυθαιρετώντας ή να αυθαιρετούν νομιμοποιώντας επί χρήμασι…
«Η παραίτησις» που είναι «γενναία και φιλότιμος πράξις» πέρασε ξώφαλτσα από της ευθύνης τους λειτουργούς. Καταθέτει μήνυση κατά της υπηρεσίας της η εκπρόσωπος του κρατικού μηχανισμού και γελούν ως και τα παρδαλά ερίφια-όσα δεν έπνιξαν οι πλημμύρες.
Αδιέξοδο. Πένθος. Μνήμη. Λήθη. Αδιαφορία. Επανάληψη.
Στη δημοκρατία της μπανανίας ή επί το ορθότερον της φαιδράς πορτοκαλέας, σαν άλλοι (για μιαν ακόμη φορά) πνιγμένοι οι κυβερνώντες πιάνονται από τις κλισαρισμένες υποσχέσεις τους.
Μόνον οι πολίτες ολοφύρονται και πιάνονται από τα μαλλιά τους. Για λίγο. Μετά, ξανακάθονται στου καναπέ την απάθεια…