Σε φάση ριζικής αναδιάρθρωσης η εγχώρια μεταποίηση. Πώς ερμηνεύεται η ανάκαμψη της τελευταίας τριετίας. Οι μεγάλες δυνατότητες, οι σοβαρές προκλήσεις και το ζητούμενο της προσέλκυσης υψηλών επενδύσεων.
Επιπλέον, ενδεικτικά παραδείγματα «λουκέτων» είναι το ένα εκ των δύο εργοστασίων της ΒΙΣ, η συρματουργία του Λεβεντέρη, η PepsiCo στα Οινόφυτα, η Softex, η Ιμάς, η Χαρτοποιία Θράκης, η Neoset, η Nutriart, η Shelman, η Καπνοβιομηχανία Γεωργιάδη, καθώς και χαλυβουργικές μονάδες.
Πέραν αυτών, βλέπουμε την Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης να προσπαθεί να επιβιώσει, κατάσταση στην οποία βρίσκονται και δεκάδες άλλες βιομηχανίες και βιοτεχνίες σε ολόκληρη τη χώρα.
Και φυσικά, πλήθος παραγωγικών επιχειρήσεων είτε αναδιάρθρωσαν τον δανεισμό τους (π.χ. Ακρίτας, Μπουτάρης), είτε βρίσκονται σε σχετική διαδικασία για να το πράξουν (π.χ. Sato, Βαράγκης), προκειμένου να πάρουν ανάσες ρευστότητας και να σχεδιάσουν την ανάκαμψη τους. Η μεγαλύτερη κλωστοϋφαντουργία της χώρας (Επίλεκτος ) προσέφυγε πρόσφατα στο Πρωτοδικείο με τη σύμφωνη γνώμη των τραπεζών, προκειμένου να επιμηκύνει τις υποχρεώσεις της.
Ο ρόλος των τραπεζών σε ό,τι αφορά στις υπερδανεισμένες παραγωγικές επιχειρήσεις αναμένεται πολύ σημαντικός, με χαρακτηριστική περίπτωση να είναι το πωλητήριο των δύο μεγαλύτερων ιχθυοκαλλιεργητικών ομίλων της χώρας (Νηρέας, Σελόντα). Εκεί, οι υποψήφιοι αγοραστές καλούνται όχι μόνο να καταβάλουν τιμήματα στους πωλητές (τράπεζες), αλλά και να υλοποιήσουν παραγωγικές επενδύσεις προκειμένου να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα των δύο αυτών σημαντικών ομίλων.
Την ίδια περίοδο ωστόσο, η βιομηχανική παραγωγή ανακάμπτει, έστω και με αργούς ρυθμούς.
Συγκεκριμένα, η μεταποίηση αυξήθηκε κατά 1,8% το 2015, κατά 4% πέρυσι και κατά 3,8% μέσα στο πρώτο φετινό επτάμηνο, με αρωγούς τις υψηλότερες εξαγωγές και την ανοδική πορεία του εισερχόμενου τουρισμού.
«Η μεταποιητική παραγωγή αυξήθηκε το πρώτο επτάμηνο του 2017 κατά 3,8% σε ετήσια βάση, διατηρώντας τη δυναμική που είχε αποκτηθεί το περασμένο έτος. Η ανωτέρω επίδοση στηρίχτηκε κατά κύριο λόγο στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων μεγάλου και μεσαίου μεγέθους, οι οποίες ενίσχυσαν την εξαγωγική τους δραστηριότητα», αναφέρει το πρόσφατο Οικονομικό Δελτίο της Alpha Βank.
Για να επιτευχθεί όμως κάτι τέτοιο, χρειάστηκαν πολύ μεγάλες παρεμβάσεις από την πλευρά των ελληνικών εταιρειών. Ο όμιλος Viohalco, για παράδειγμα, έπρεπε σε μεγάλο βαθμό, αφενός, να στραφεί προς προϊόντα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας και αφετέρου, να «στρίψει» από την οικοδομική δραστηριότητα προς τη βιομηχανία. Έτσι, για να έρθουν τα πολύ καλά φετινά αποτελέσματα (βλέπε οικονομικά στοιχεία πρώτου εξαμήνου) απαιτήθηκαν πολύς χρόνος και μεγάλες επενδύσεις.
Γενικότερα, οι πλείστες παραγωγικές εταιρείες είδαν την εγχώρια ζήτηση να περιορίζεται δραστικά και τον κίνδυνο επισφαλειών να διογκώνεται, με αποτέλεσμα να αποφασίσουν να αναπληρώσουν το χαμένο έδαφος μέσω των εξαγωγών.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι αυτά των τσιμεντοβιομηχανιών (ΤΙΤΑΝ, ΑΓΕΤ Ηρακλής), των διυλιστηρίων (π.χ. η Motor Oil περιόρισε τις εγχώριες πωλήσεις της μόνο στις θυγατρικές της εμπορικές εταιρείες), των μονάδων παραγωγής καλωδίων, των καπνοβιομηχανιών, της εξόρυξης-επεξεργασίας μαρμάρων, των εταιρειών έλασης αλουμινίου, αλλά και πολλών κατηγοριών τροφίμων.
Η στροφή αυτή όμως πολύ συχνά δεν έγινε αναίμακτα για τους εργαζόμενους: «Κακά τα ψέματα, πολλές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να περικόψουν τις αποδοχές των εργαζομένων τους και των στελεχών τους, προκειμένου να καταστούν ανταγωνιστικές στο εξωτερικό.
Υποχρεώθηκαν -σε αρχικό τουλάχιστον στάδιο- να πουλήσουν σε τιμές κόστους, προκειμένου να διατηρήσουν την παραγωγή τους πάνω από το break even ή ακόμη και για να βελτιώσουν τη ρευστότητά τους, αφού η περίοδος πίστωσης στις εκτός Ελλάδας πωλήσεις είναι μικρότερη» δηλώνει στο Euro2day.gr βιομήχανος από τη Βόρεια Ελλάδα.
Επίσης, το γεγονός ότι η βιομηχανική παραγωγή ανεβαίνει, δεν σημαίνει ότι πολλές ελληνικές επιχειρήσεις δεν αντιμετωπίζουν προβλήματα ρευστότητας και βιωσιμότητας, καθώς πλήττονται από το υψηλό ενεργειακό κόστος και τις μεγάλες εργοδοτικές εισφορές. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του κλωστοϋφαντουργικού κλάδου, για τον οποίο το Οικονομικό Δελτίο της Αlpha Bank αναφέρει:
«Σε επίπεδο υποκλάδων της μεταποίησης το 2015, την καλύτερη εξαγωγική επίδοση είχε ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας, ο οποίος μετά τη σημαντική συρρίκνωση που υπέστη από το 2005, κυρίως λόγω του ανταγωνισμού από την Κίνα, κατάφερε να διοχετεύσει την παραγωγή του προς τις ξένες αγορές με διαφοροποιημένα προϊόντα και να ενισχύσει τον εξωστρεφή προσανατολισμό του». Και μπορεί οι εξαγωγές του κλωστοϋφαντουργικού κλάδου να αυξήθηκαν περαιτέρω κατά τη διετία 2016-2017, ωστόσο οι πλείστες εταιρείες αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα».
Επιπρόσθετα, υψηλόβαθμα στελέχη εισηγμένων παραγωγικών εταιρειών δηλώνουν στο Euro2day.gr ότι «οι εξαγωγές είναι πολύ χρήσιμες, αλλά είναι λάθος να πιστεύει κάποιος ότι από μόνες τους μπορούν να δώσουν τη λύση στην ελληνική βιομηχανία και την οικονομία γενικότερα. Δεν είναι καθόλου εύκολο να εξάγεις, αν προηγουμένως δεν πραγματοποιείς ένα σημαντικό ποσοστό των πωλήσεών σου στην εγχώρια αγορά.Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ανταγωνιζόμαστε τα ξένα μεγαθήρια στις αγορές τους, όταν επιβαρυνόμαστε με υψηλά κόστη μεταφοράς, με βαρύτατους φόρους και με δυσβάσταχτα επιτόκια.
Η λύση βρίσκεται στην προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων στην Ελλάδα, εξέλιξη που θα δώσει δουλειές και στην εγχώρια βιομηχανία. Χρειαζόμαστε μεγάλα projects όπως για παράδειγμα αυτό του Ελληνικού, αλλά και πολλά μικρότερα. Ήδη, οι όποιες επενδύσεις κατευθύνονται στον τουρισμό έχουν επηρεάσει ανοδικά τον όγκο των οικονομικών αδειών, με αποτέλεσμα να αναμένεται κάποια τόνωση της σχετικής δραστηριότητας. Η βελτίωση όμως θα είναι αναιμική, καθώς ο τουρισμός δεν μπορεί από μόνος του να σώσει την οικονομία».
Αναδημοσίευση από : http://www.euro2day.gr