Bρέθηκε πρόσφυγας πολέμου το 1942 στην Αβησσυνία, από την Ικαρία και οι εμπειρίες που μας μεταφέρει είναι μοναδικές. Η Ελευθερία Πορτέλλου – Φράγκου (σύζυγος Νικολάου Φράγκου του Σαράντου) μας διηγείται την ιστορία της.
-Πότε και γιατί φύγατε από την Ικαρία;
-Φύγαμε λίγο πριν το Πάσχα του 1942 εγώ η μητέρα μου Κλειώ Μπρατσή του Ιωάννη, ο πατέρας μου Κωνσταντίνος Πορτέλλος του Αντωνίου και τα αδέρφια μου Θωμάς, Αντώνης και Γιάννης. Είχα και δύο αδερφές που ήταν στην Αθήνα και τις είχε κλείσει ο πόλεμος εκεί. Ο λόγος του φευγιού ήταν η πείνα, τρώγαμε κάτι χορταράκια, το ψάρεμα το απαγόρευαν οι Ιταλοί και είχαμε φτάσει στο σημείο που ένας συγγενής μας είχε φάει μέχρι και ποντικό!!
Την αρχική σκέψη για το φευγιό την είχαν τα αδέρφια μου, αλλά η μάνα μου τους είπε να φύγουμε όλοι.
-Πώς φύγατε;
-Ξεκινήσαμε εμείς οι έξι, με άλλους πέντε της οικογένειας Κούβαρη και άλλους πέντε της οικογένειας Τσαγκά από το χωριό Πλαγιά.
Από το χωριό μου την Αρέθουσα πήγαμε με προφυλάξεις για να μην μας δουν οι Ιταλοί και με τα πόδια στο Γιαλισκάρι για να φύγουμε με τη βάρκα του Καστανιά. Αυτός είχε μία βάρκα που την είχαν καταστρέψει οι Ιταλοί, αλλά είχε κρύψει και άλλη μία στο βουνό, κάτω από κάτι κλαδιά, την οποία μετέφεραν τη νύχτα στη θάλασσα. 15 ήμασταν οι πρόσφυγες και δύο οι βαρκάρηδες, σύνολο 17 μέσα στη βάρκα. Όμως επειδή η βάρκα ήταν καιρό στη στεριά έμπαζε νερά από τους χαλαρούς αρμούς.
Έτσι ξεκινήσαμε εμείς τα μικρά ξαπλωμένα κάτω και οι μεγαλύτεροι με κουτάκια να βγάζουν τα νερά που έμπαιναν.
-Είχατε δυσκολίες στο ταξίδι;
– Ο καιρός ήταν καλός διαφορετικά θα πνιγόμασταν, αλλά λίγο έξω από το Καραβόσταμο ακούσαμε τη μηχανή ιταλικού καταδιωκτικού σκάφους. Ξαπλώσαμε όλοι κάτω να μην φαινόμαστε, η μάνα μου είπε ότι θα πάρει την ευθύνη και θα πει ότι μας πάει να εκπληρώσουμε ένα τάμα και ο βαρκάρης έτρεμε από το φόβο του γιατί η ποινή μπορεί να ήταν και εκτέλεση. Τελικά οι Ιταλοί ή δεν μας είδαν ή έκαναν ότι δεν μας είδαν. Κάποτε φτάσαμε στην Τουρκία στον Άσπρο Κάβο. Ήταν νύχτα ερημιά, ακούγαμε τσακάλια και ανάψαμε φωτιά για να κάνουμε κουρκούτι με λίγο αλευράκι που είχαμε, αλλά δεν υπήρχε νερό. Τότε βρήκαμε μία λιβάδα με νερό στο οποίο υπήρχαν πολλά μαμούνια. Ο πατέρας μου είπε αφήστε να πιώ μόνο εγώ και μετά από ώρα αν δεν κάνω «του χάρου τη μουσούδα», τότε πιείτε και εσείς. Έτσι όταν είδαμε ότι δεν έπαθε τίποτα ήπιαμε και χρησιμοποιήσαμε και για να κάνουμε κουρκούτι. Αρχίσαμε να περπατάμε για ώρες μέχρι που βρήκαμε ένα τουρκάκι βοσκαρούδι που με νοήματα μας έδωσε να καταλάβουμε ότι πρέπει να το ακολουθήσουμε. Πήγε ο πατέρας μου και ο Κούβαρης και τελικά βρεθήκαμε σε κάτι βοσκούς εξαθλιωμένους σχεδόν ημίγυμνους. Τους δώσαμε ρούχα, ένα πάπλωμα, ένα μεταξωτό μαντήλι, ένα χρυσό ρολόι και αυτοί μας έψησαν ένα κατσίκι και φάγαμε.
-Μετά;
-Το τουρκάκι μας πήγε σε ένα κοντινό χωριό το Κουζούμκουγιου, στην περιοχή είχε κάνει φαντάρος ο Κούβαρης στη μικρασιατική εκστρατεία και ήξερε τα μέρη, ενώ εκεί είχε σκοτωθεί ο Θωμάς Πορτέλλος αδερφός του πατέρα μου. Μετά βαφτίσαμε έτσι τον ένα μου αδερφό.
-Τι αντιμετώπιση είχατε;
-Ήρθαν τουρκάλες και μας έφεραν ελιές, τυρί και ψωμί που είχαμε να δούμε κοντά ένα χρόνο και πέσαμε με τα μούτρα στο φαγητό, ενώ οι τουρκάλες κλαίγανε από συγκίνηση βλέποντάς μας σε αυτή την κατάσταση. Μία από αυτές ήξερε λίγα ελληνικά και μας ρώτησε τι έτρωγαν όλο αυτό τον καιρό τα δύο μικρά παιδάκια του Κούβαρη που ήταν σχεδόν σκελετωμένα και απαντήσαμε «χορταράκια». Τα παιδάκια αυτά τελικά δεν κατάφεραν να επιβιώσουν από τις κακουχίες που πέρασαν. Ακολούθως ήρθε το καρακόλι, οι τουρκάλες μας έδωσαν τρόφιμα για το δρόμο και με αυτοκίνητα – εγώ πρώτη φορά έβλεπα και έμπαινα σε αυτοκίνητο – μας πήγαν στον Τσεσμέ. Εκεί μας έδωσαν ψάθες να στρώσουμε και να κοιμηθούμε και μας έβαλαν σε μεγάλες αποθήκες όπου ήταν χιλιάδες πρόσφυγες και υπήρχαν και πολλές ψείρες.
Τους στρατεύσιμους τους έπαιρναν αμέσως και ο ένας αδερφός μου, ο Γιάννης, είπε ψέματα και πρόσθεσε στην ηλικία του για να τον πάρουν και βρέθηκε στην αεροπορία και εκπαιδεύτηκε στη Ροδεσία. Ο Θωμάς και ο Αντώνης πήγαν στο στρατό ξηράς.
Έτσι μείναμε τρεις εγώ και οι γονείς μου. Αφού κάτσαμε ένα μήνα στον Τσεσμέ μας πήγαν σε ένα χωριό τα Λίζα που είχε και ιαματικές πηγές και εκεί κάτσαμε ένα εξάμηνο.
-Ποιοι ήταν οι επόμενοι σταθμοί;
-Πήγαμε στο Σουέζ με τρένο, αφού πρώτα κάναμε στάση στο Ελ Σατ στην Παλαιστίνη όπου υπήρχαν χιλιάδες σκηνές στην άμμο και όταν φύσαγε σηκώνονταν αμμοδίνες. Θυμάμαι να χορεύουν τα βράδια οι Έλληνες και οι Σέρβοι και να μας δίνουν συσσίτιο, δεν ήταν μόνο Έλληνες πρόσφυγες, αλλά από διάφορες χώρες. Μας ετοίμαζαν για το Κονγκό, αλλά είχαμε μάθει ότι εκεί οι πρώτοι που πήγαν αρρώστησαν και ξεσηκωθήκαμε για να μην μας πάνε εκεί και εμείς και οι Έλληνες φαντάροι που είχαν αναλάβει την επιτήρησή μας.
-Στην Αβησσυνία πώς φτάσατε;
– Ο Χαϊλέ Σελασιέ ο αυτοκράτορας ζήτησε να πάρει 3.000 πρόσφυγες είχε σε εκτίμηση τους Έλληνες κάποτε είχε ακουστεί ότι τον είχαν φιλοξενήσει και τους αγαπούσε. Ήμουν στους πρώτους 1.500. Μας πήγαν στο λιμάνι του Τζιμπουτί, ήταν εκεί και άλλοι πρόσφυγες και μας βοήθησαν Έλληνες που ζούσαν εκεί πριν τον πόλεμο και είχαν κάνει παροικία.
Στην πρωτεύουσα την Αντις Αμπέμπα, υπήρχαν σπίτια που είχαν φτιάξει οι Ιταλοί πριν τους διώξουν και μας έβαλαν να μείνουμε σε αυτά. Μέναμε στη συνοικία «Κάζα Ποπολάρε». Οργανώθηκε και σχολείο αρχικά με δάσκαλο τον Κάπελα (παρατσούκλι του Κουτσουφλάκη που ήταν δραστήριος κομμουνιστής από την Ικαρία). Εγώ είχα βγάλει το δημοτικό στην Ικαρία και ξεκίνησα να ράβω. Επειδή οι Ιταλοί δεν ήθελαν να μάθουν τέχνες στους ντόπιους που τους είχαν σαν δούλους, ο Χαϊλέ Σελασιέ μας ενθάρρυνε να ασκήσουμε τα επαγγέλματα που ξέραμε και να μαθαίνουν και οι ντόπιοι. Έτσι ράφτες, τσαγκάρηδες, κλπ αρχίσαμε να δουλεύουμε και περάσαμε καλά. Ο πατέρας μου φρόντιζε τον κήπο του αυτοκράτορα, άνοιξε και ένα μαγαζάκι και στην αρχή μας έδινε επίδομα ο Ερυθρός Σταυρός για να καλύψουμε τις ανάγκες σίτισης. Από εκεί έφερα και τη ραπτομηχανή που με αυτή σπούδασα τα παιδιά μου.
-Ποια ήταν η συνέχεια;
-Ο Σελασιέ ήθελε να μείνουμε μόνιμα, αλλά αντιδρούσε ο πατέρας μου που δεν ήθελε να παντρευτώ μαύρο, αν και τους αγαπούσε, αλλά δεν ήθελε να «ανακατευτούμε» χρωματικά με παιδιά μιγάδες. Αν μέναμε θα ζούσαμε «πριγκηπικά». Φτιάξαμε και κοπάδι με 30 κατσίκια με βοηθό ένα 13χρονο αραπάκι χωρίς γονείς τον Κατίρ, που κάποια μέρα πήγε να μας κλέψει το κοπάδι με άλλον ένα και πρόλαβε την τελευταία στιγμή ο πατέρας μου και το γλίτωσε, αλλά τον έδιωξε. Μετά από αυτό, ερχόταν και του πέταγα φαγητό από το παράθυρό μου.
-Πότε γυρίσατε;
-Το 1946 και προηγήθηκε αποχαιρετιστήριο γεύμα από το Χαϊλέ Σελασιέ στους πρόσφυγες, με στολισμένο το αυτοκρατορικό μέγαρο, με σερβίτσια χρυσά και ασημένια (των Ιταλών ήταν) με γκαρσόνια να μας σερβίρουν, με μπάντα από μαύρους να παίζει τον ελληνικό εθνικό ύμνο, αλλά και αυτόν της Αβησσυνίας. Τραπεζώθηκαν κοντά 1.500 Έλληνες, ενώ αντίστοιχο δείπνο έγινε και σε άλλη πόλη τη Ντιριντάουα.
Μπήκαμε σε υπερωκεάνιο στο Tζιμπουτί και από εκεί φτάσαμε στη Χίο και από εκεί με καΐκι στον Εύδηλο Ικαρίας. Ήταν 1946 και μάλιστα ίδια εποχή με αυτή που φύγαμε, θυμάμαι το Πάσχα το κάναμε στην Ικαρία. Τα αδέρφια μου είχαν γυρίσει από το 1945 και μας πήραν από τον Εύδηλο με μουλάρια και γυρίσαμε στην Αρέθουσα. Μαζί μας φέραμε πολλά κιλά καφέ και μακαρόνια και τρόφιμα που ήταν δώρα του Σελασιέ, άλλα χαρίσαμε, άλλα ανταλλάξαμε, εγώ σαν μοδίστρα έφερα κλωστές και υφάσματα. Φέραμε και το κάδρο του Σελασιέ και της γυναίκας του και το αναρτήσαμε στο σπίτι, τους θεωρούσαμε σωτήρες μας.
Όταν κρίθηκε η απόφαση της οικογένειας για το αν θα μέναμε και θα φέρναμε και τα αδέρφια μου (η μάνα μου ήθελε να μείνουμε μέχρι να μαζέψουμε κάποια χρήματα) ή αν θα γυρνούσαμε, ο πατέρας μου έλεγε «να ακούσω τις πέρδικες να κακαρίζουν στο «Καφάσι» – περιοχή της Αρέθουσας – και ας πεθάνω».
Συνέντευξη: Νάσος Μπράτσος
Διαβάστε στο ert.gr κάθε μέρα λίγο μετά τις 7πμ:
Κυριακή 14 Μαΐου: Αντιστασιακές δράσεις στην κατοχική Χίο – Η μαρτυρία του ΕΑΜίτη Δημήτρη Κουσκουσάκη
Συγκεντρωτικά όλοι οι κύκλοι του αφιερώματος στην ανάρτηση:Aναγνώριση της ερευνητικής δουλειάς του ert.gr
Αναδημοσίευση από : http://www.ert.gr