Κυκλοφόρησε το νέο βιβλίο του Γιάννη Παπαγιάννη «Ο άνδρας που γεννήθηκε με τον Ελευθέριο Βενιζέλο» από τις εκδόσεις Διάπλαση. Για το περιεχόμενό του και λίγο πριν ξεκινήσει ο κύκλος βιβλιοπαρουσιάσεων, ο συγγραφέας μίλησε στο ert.gr.
-Τι πραγματεύεται το βιβλίο;
-Το μυθιστόρημα χαρακτηρίζεται ως Ιστορική Κωμωδία. Πρόκειται δηλαδή για ένα ιστορικό μυθιστόρημα που ωστόσο «παραβιάζει» τις συμβάσεις του είδους, με διπλό στόχο: πρώτον, να γίνει πιο διασκεδαστικό για τον αναγνώστη, καθώς η τυποποιημένη μορφή των ιστορικών μυθιστορημάτων δίνει μια κατά τη γνώμη μου κουραστική και συχνά ανούσια σοβαροφάνεια και βαρύτητα στη δράση. Δεύτερον και σημαντικότερο: για να γίνει κατανοητό και να περάσει στον αναγνώστη η άποψη και η οπτική ότι η ιστορία δεν είναι κάτι ακίνητο και απόλυτο. Στο συγκεκριμένο βιβλίο ο αναγνώστης μπορεί με βάση τη δράση και τα γεγονότα να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα για το ιστορικό παρελθόν αλλά και παρόν της πατρίδας μας.
Η ιστορική περίοδος που αναφέρομαι, είναι από το 1880 μέχρι την δικτατορία του Μεταξά, το 1936. Οι δύο χρεοκοπίες που είχαμε σε αυτήν την περίοδο, η μία του Τρικούπη το 1893 και η άλλη του Βενιζέλου το 1932, έχουν πολλά κοινά σημεία με τη σημερινή κατάσταση στην χώρα μας. Άξονας της αφήγησης είναι ο Ιάκωβος Αθανασίου, ένας νέος που γερνάει με ένα όνειρο: να γίνει οδηγός σιδηροδρόμου. Όμως όλες οι προσπάθειές του αποτυγχάνουν και η κατάληξη είναι να τρώει στο τέλος ξύλο.
Αφηγηματικά, στηρίχτηκα στα πρώτα μυθιστορήματα, στη φαρσική ατμόσφαιρα του Γαργαντούα και του Δον Κιχώτη. Μάλιστα, μία από τις σκηνές, όταν ο πρωταγωνιστής τρώει ξύλο από τους μπράβους του Ανδρέα Συγγρού, είναι παραλλαγή της αντίστοιχης σκηνής του Δον Κιχώτη όπου ο ιππότης της ελεεινής μορφής τρώει ξύλο σε ένα χάνι. Επί της ουσίας, ο Ιάκωβος Αθανασίου είναι ο αντιπροσωπευτικός κατά την οπτική μου Έλληνας διαχρονικά κι ιστορικά και οι διαρκείς ξυλοδαρμοί του αντιστοιχούν στις πολλαπλές ταπεινώσεις που έχει δεχτεί η ίδια η Ελλάδα από την απελευθέρωσή της και μετά.
Η ιστορία του βιβλίου είναι με λίγα λόγια η εξής: Περίληψη. Το 2013 η Άννα Μαρία Αθανασίου, δισέγγονη του κεντρικού ήρωα, Ιάκωβου Αθανασίου, ξεκινά να υλοποιήσει ένα τολμηρό όνειρο: με τη βοήθεια ενός πρώην φίλου της προγραμματιστή φτιάχουν μια ταινία για τη ζωή του προπάππου της Ιάκωβου Αθανασίου, με βάση ένα πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης. Το πρόγραμμα όμως ξεφεύγει απ’ τα χέρια τους και η ζωή του εικονικού προπάππου της προκύπτει διαφορετική από την πραγματική.
-Ποια ήταν η αφορμή της συγγραφής του βιβλίου;
-Πριν από αρκετά χρόνια έπεσε στα χέρια μου ένα μικρό βιβλίο με τίτλο «Οι Ελληνικοί σιδηρόδρομοι 1882 – 1910». Συγγραφέας ένας άνθρωπος που δεν γνώριζα, ο Λευτέρης Παπαγιαννάκης κι εκδότης το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας. Διαβάζοντας το βιβλίο ένιωσα πως δεν διάβαζα ένα κείμενο για τους σιδηρόδρομους αλλά ένα δοκίμιο για τις παθογένειες της Ελληνικής ιστορίας και οικονομίας. Μέσα από την ιστορία των σιδηροδρόμων, τα σχέδια που ακυρώθηκαν, τα χρήματα που σπαταλήθηκαν, τις ξένες εταιρείες που εξαπάτησαν το Ελληνικό κράτος, τα δάνεια που τελικά οδήγησαν στην χρεοκοπία του Τρικούπη, άρχισα να βλέπω την ιστορία της ίδιας της Ελλάδας.
Τότε σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να γραφτεί ένα ιστορικό μυθιστόρημα με αυτόν τον άξονα. Και τότε δημιουργήθηκε στο μυαλό μου ο κεντρικός ήρωας. Ένας άνθρωπος που θεωρεί ως ύψιστη επιτυχία το να διοριστεί ως οδηγός τρένου και ποτέ δεν το πετυχαίνει. Ένας Δον Κιχώτης του 19ου αιώνα. Αλλά ο τρόπος που έχω δομήσει το μυθιστόρημα, δεν δίνει έτοιμες απαντήσεις. Ο αναγνώστης θα πρέπει να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα γύρω από τις αιτίες. Φταίνε οι πολιτικοί; Φταίει ο ίδιος ο ήρωας που δεν κάνει τίποτα αλλά περιμένει απλώς τον διορισμό; Φταίει η γενική πολιτική κατάσταση;
-Τι θα θέλατε να πάρει ο αναγνώστης από το βιβλίο;
-Όπως είπα και πριν κι όπως συμβαίνει σε όλα μου τα βιβλία, ο αναγνώστης αφήνεται να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα και να πάρει εκείνο που θέλει. Αυτό που θα ήθελα εγώ, είναι να αναρωτηθεί για το παρελθόν και το μέλλον, να στοχαστεί πολιτικά και κοινωνικά και, κυρίως, να ερευνήσει κάποιες πτυχές του παρελθόντος. Νομίζω ότι, ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν «βγει» στο ευρύ κοινό κάποιες ιστορικές αλήθειες σχετικά πχ με την επανάσταση του 21, στο μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας του τόπου μας δεν ισχύει ακόμα η ρήση του Διονυσίου Σολωμού, ότι το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό.
Άνθρωποι όπως ο Ανδρέας Συγγρός ή ο Εμμανουήλ Μπενάκης, εξακολουθούν να θεωρούνται εθνικοί ευεργέτες και ο ιστορικός και πολιτικός ρόλος τους παραμένει άγνωστος. Όλοι γνωρίζουν το νοσοκομείο Συγγρού, λίγοι όμως γνωρίζουν τη χρηματιστηριακή απάτη του Συγγρού, τα Λαυρεωτικά κι ακόμα λιγότεροι γνωρίζουν τον ρόλο του στην ανατροπή του Τρικούπη και τις επενδύσεις που έκανε ποντάροντας στην πτώχευση της Ελλάδας το 1893. Πολιτικοί όπως ο Βενιζέλος εξακολουθούν να θεωρούνται εθνάρχες όταν στην ιστορική έρευνα κάποια πράγματα έχουν αμφισβητηθεί εδώ και καιρό.
Στόχος μου είναι η αναψηλάφηση της ιστορίας μας, καθώς η σχέση της με την τωρινή κατάσταση είναι εντυπωσιακή. Πιστεύω ότι ο ιστορικός εξορθολογισμός θα βοηθήσει στην κριτική στάση των πολιτών, με στόχο τον συλλογικό αναπροσανατολισμό του έθνους και την ορθολογική στόχευση, πράγματα που ίσως μας οδηγήσουν σε ένα καλύτερο μέλλον.
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
Οι ζέστες έσφιξαν. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος τον τελευταίο καιρό ασχολιόταν με τη μετάφραση του Θουκυδίδη, επέστρεψε από τη Γαλλία εν μέσω λαϊκής αγαλλιάσεως. «Θα τον ψηφίσω», είπε ο Ιάκωβος. «Είναι εγγύησις πολιτικής σταθερότητος. Κι εγώ θέλω να είναι σταθερή η πολιτική κατάστασις στην Ελλάδα, μπας και ξεκινήσουν τα σιδηροδρομικά έργα και διοριστώ μηχανοδηγός. Κι άλλωστε έχουμε πολλά κοινά. Έχουμε γεννηθεί την ίδια ημερομηνία!»
«Το λαμόγιον», αγανάκτησε ο Γιάννης Γιατράκος. «Αυτός μας έμπλεξε στον πόλεμο. Αυτός έκανε δικτατορία. Αυτός έστειλε τους Έλληνες να σκοτωθούν στην Κριμαία. Αυτός μας έβαλε στη Μικρασιατικήν Εκστρατείαν. Κι η πολιτική του, εύκολη: πάντοτε ναι σε ό,τι πουν οι ξένοι. Πάντοτε ναι στον πόλεμο. Ενώ η Ελβετία, που δεν ενεπλάκη σε πόλεμο, αν και δεν παράγει τίποτα, είναι πλουσιότερη από εμάς, που παράγουμε τα πάντα. Και αφού τα έκανε όλα αυτά, επιστρέφει ωσάν σωτήρας».
Κακόηχες ονομασίες εξοβελίστηκαν. Το Χεσμένο Λιθάρι πήρε το όνομα Κολοκυνθού, από την οικογένεια Κολοκύνθη. Η Αλωνάρα ονομάστηκε και επισήμως Κηφισιά, επειδή εκεί φυσούσε αέρας. Το όνομα Πατήσια επικράτησε, αντί Παραδείσια, στην περιοχή με τους φημισμένους κήπους την οποία επισκεπτόταν ο πολυχρονεμένος Πατισάχ. […] Νότια από την Πύλη του Αδριανού, τα τεράστια κτήματα που μετά την επανάσταση βρέθηκαν στα χέρια τού κάποτε πτωχού στρατηγού Μακρυγιάννη, πήραν το όνομά του. Τα απομνημονεύματά του, όπου επικρίνει τους πάντες πλην του εαυτού του και δεν εξηγεί πούθε απέκτησε την περιουσία, δεν είχαν ακόμη εκδοθεί. Ο ίδιος ο στρατηγός, για να μη διαταράξει τις δημόσιες σχέσεις του, δεν επιθυμούσε την έκδοση.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Γιάννης Παπαγιάννης γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά κατάγεται από την Ικαρία. Σπούδασε φυσική και έκανε μάστερ στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα Πέντε ώρες (1990), Η πικρή γεύση (1993), Ο ύπνος περιβάλλει (1998), Η ασθένεια της πεταλούδας (2009), Το διπλό πρόσωπο του νου (2015).
Έχει δημοσιεύσει διηγήματα σε λογοτεχνικά περιοδικά και έχει γράψει σενάρια για ταινίες μικρού μήκους.
Δημοσιεύει κριτικές βιβλίου στην Αυγή, στον Ελεύθερο Τύπο και σε ηλεκτρονικά περιοδικά.
Συνέντευξη: Νάσος Μπράτσος
Αναδημοσίευση από : http://www.ert.gr