Ύμνος στον καριώτικο πολιτισμό, τη μουσική τη φιλία και κυρίως την κοινοκτημοσύνη, ήταν η ομιλία του Ικάριου μουσικοσυνθέτη – εκπαιδευτικού Στέφανου Γεωργιάδη κατά την εκδήλωση τιμής και μνήμης για τον Δημήτρη Θέμελη στην Ε.Ε.Λ. (29/11/2017). Η ομιλία αυτή συγκίνησε βαθιά όσους παραβρέθηκαν (Ικάριους και μη) και φυσικά τους συγγενείς του Δημήτρη Θέμελη που δήλωσαν στον ομιλητή μαζί με τα συγχαρητήρια τους και την επιθυμία τους να ταξιδέψουν το επόμενο κιόλας καλοκαίρι στην Ικαρία. Το καινούργιο τρίμηνο τεύχος της εφημερίδας «Νέα Ικαρία»
Οκτώβρης – Δεκέμβρης 2017 που εμφανίστηκε την περασμένη Κυριακή 11 Φλεβάρη στην κοπή της πίτας της Πανικαριακής Αδελφότητας το πρωί αλλά και το απόγευμα στο χορό των Ραχιωτών στο Ζεύκιν δημοσιεύει όλη την περί κοινοκτημοσύνης αυτή ομιλία που αναφέρει τα εξής:
Εδώ, στην ίδια αίθουσα πέρσι τον Ιούνιο ήταν η τελευταία φορά που αντάμωσα τον μεγάλο φίλο της Ικαρίας και συνάδελφό μου Δημήτρη Θέμελη, απάνω στη συνεργασία μας, στο μουσικό-ποιητικό αφιέρωμα για τον κοινό μας φίλο Φίλιππα Μαυρογιώργη που μόλις τον είχαμε χάσει. Στην ίδια εδώ αίθουσα καταθέταμε από κοινού με το Δημήτρη τις μουσικές μας συνθέσεις πάνω στη ποίηση του Φίλιππα. Ποιος να μου έλεγε ότι πάλι Ιούνιο εφέτος, θα έφευγε και ο Δημήτρης. Δύο απώλειες μέσα σ’ ένα χρόνο. Απώλειες για τον πολιτισμό, την ποίηση, τη μουσική, την φιλία και την κοινοκτημοσύνη που μου ενέπνεαν οι δύο αυτοί μεγάλοι φίλοι. Είχαμε ανταμώσει για πρώτη φορά με το Δημήτρη Θέμελη ένα καλοκαίρι στην Ικαρία. Και οι δυο μας φιλοξενούμενοι στο σπίτι του ποιητή Φίλιππα. Το εκπληκτικά φιλόξενο αυτό σπίτι στο χωριό Φλες με φιλοξενούσε συχνά και μάλιστα όχι μόνο μου αλλά με όλη την οικογένειά μου και με τους φίλους μου αλλά και με τους φίλους του επίσης. Εκεί, έμελλε ν’ ανταμώσω και τον Θέμελη μέσα στους εξαιρετικούς πάντα και ταπεινούς του ποιητή φίλους. Έκτοτε ανταμώναμε συχνά στο φιλόξενο αυτό καριώτικο σπίτι. Θαυματουργή η αυλή του ποιητή χωρούσε όχι μόνο το Ικάριο πέλαγος που ήταν κατάφατσα, αλλά θαρρείς όλο τον κόσμο! Φιλοξενία και κοινωνική προσφορά, ήταν ο κόσμος του ποιητή Φίλιππα.
Σε μελοποιημένο απ’ το Δημήτρη Θέμελη ποίημά του Φίλιππα στη βραβευμένη με βραβείο Ειρήνης ποιητική συλλογή «Αιγαιοπελαγίτικα» γράφει: «Να χτίσω ένα σπίτι να βλέπει του Αιγαίου τη θάλασσα για ν’ άρχονται οι φίλοι μου. Να φυτέψω αμπέλι μοσχάτο να κεράσω τον κόσμο. Άξιο να γράψω τραγούδι για λευτεριά και ειρήνη. Αυτά ονειρεύτηκα φίλοι μου, αυτά πάντα προσπάθησα. Μετρώ όχι τι πήρα μα τι έδωσα». Κι επειδή ως λέει σ’ ένα ακόμα ποίημά του: «Παντού οι άνθρωποι μοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό» ίδιος με τον Φίλιππα ήταν και ο Δημήτρης που ως γνωστό το σπιτικό του στη Θεσσαλονίκη, ήταν το ίδιο πάντα ζεστό και φιλόξενο όπως το σπιτικό της Ικαρίας. Θυμάμαι πόσες φορές με είχε ζεστά προσκαλέσει να πάω σπίτι του στη Θεσσαλονίκη. Δυστυχώς, όλο ανέβαλα αυτή τη ζεστή πρόσκληση, αψηφώντας του μοιραίου τα παιχνίδια. Εκεί λοιπόν στη μικρή αυλή του σπιτιού του Φίλιππα όπου πίναμε τον πρωινό καφέ με τους φίλους μας και φυσικά τον Δημήτρη, μια αυλή κρυμμένη στις μυγδαλιές και τ’ αμπέλια, εκεί όπου χωρούσε θαρρείς όλο το Ικάριο πέλαγος, είδα πρώτη φορά να χωρά κι ένα όραμα που είχα πάντα ότι: «Μπορούμε λέει- απέναντι στη κοινωνία του ατομισμού, και των τίτλων, απέναντι δηλαδή σε πράγματα δίχως αντίκρισμα, να ορθώσουμε μια κοινωνία ανθρωπιάς και κοινοκτημοσύνης». Τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει την κοινοκτημοσύνη ούτε κι ο καπιταλισμός έτσι μου έλεγαν οι δύο αυτοί μεγάλοι φίλοι- δίνοντάς μου θάρρος. Μου έλεγαν ότι μόνο ένα μικρός, τόσος δα υποκριτής εαυτός, μπορεί να εμποδίζει. Μου έλεγαν να συνεχίσω και συνέχισα. Τώρα υπάρχει ο «Ικαρία Τρόπος» που στοχεύει την κοινοκτημοσύνη μια κίνηση που όλο κι απλώνει φτερά με κοινωνικούς αγώνες και παρόν στο πολιτισμό, μια κοινότητα όπου δίνουν από ψηλά το παρόν οι δυο μεγάλοι αυτοί φίλοι μου που πάντα μ’ ενθάρρυναν ολόψυχα σ’ όλα τα νέα και γενναία, ακόμα και σ’ αυτό.
Με ρίσκα η ζωή του πραγματικού επαναστάτη Θέμελη βεβαιώνει ότι στη ζωή μπορούμε πολλά αρκεί να θέλουμε. Εννιάχρονο παιδί ο Θέμελης – Απρίλη του 1940 – ρίσκαρε να ταξιδέψει στο νησί του Ικάρου με τον πιο απίθανο τρόπο: Ξεφεύγοντας της επίβλεψης του πατέρα του που αποχαιρετούσε τον θείο, τον καριώτη Κωστή Ανταράκη στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης μπήκε κρυφά πίσω απ’ το θείο Κωστή στο πλοίο που ταξίδευε για Ικαρία, χωρίς να πάρει χαμπάρι κανείς ούτε κι ο θείος. Όταν το πήρε χαμπάρι ο θείος, το βαπόρι είχε σαλπάρει…
Το μικρό ριψοκίνδυνο παιδί το βρήκε αμέσως στην Ικαρία η κατοχή και η πείνα. Τίποτα όμως δεν κατάφερε να του σταθεί εμπόδιο στο νησί. Εδώ ξεκινά εκπληκτική μουσική πορεία, μαθαίνοντας στο δέκα του χρόνια από ντόπιους καριώτες λυράρηδες της εποχής εκείνης, καριώτικη λύρα και μοτίβα της Ικαρίας. Κι αργότερα μέγας και διακεκριμένος πια ανταπόδωσε στο νησί μας την αγάπη που είχε πάρει προσφέροντας πολιτισμό π.χ. την «Καριώτικη συμφωνική σουίτα» του που μας άφησε και την «Σαμιώτικη συμφωνική σουίτα» του για το αδελφό μας όμορφο νησί της Σάμου. Και δέθηκε με το νησί του Ικάρου, των εξόριστων και του «Ούλοι εμείς εφέντη» τόσο πολύ ώστε να καθρεφτίζεται στο πρόσωπο του Θέμελη, όχι πια μόνο η μελωδική «Καριώτικη συμφωνική σουίτα» του, αλλά κι αυτό το ίδιο το νησί του Ικάρου. Οι διακρίσεις του συνθέτη που σπούδασε τη μουσική με υποτροφία στο Μόναχο, ήταν βέβαια πολλές. Τον είχαν τιμήσει οι πάντες. Π.χ. η Ακαδημία Επιστημών Νέας Υόρκης, το Ρωσικό Κέντρο Β. Ελλάδας, η Σχολή Καλών Τεχνών, το Βυζαντινό Μουσείο, η Ένωση Ελλήνων Μουσουργών, το Διεθνές Συμβούλιο Παραδοσιακής Μουσικής, η Γερμανική Εταιρεία Μουσικής Έρευνας κ.λπ. Παντού τιμές και χρυσά βραβεία. Τι να τα κάνει όμως αυτά ένας άνθρωπος τόσο ζεστός σαν τον Δημήτρη. Ένας άνθρωπος τόσο ζεστός που κατάφερνε να μην γερνά. Αυτό ήταν το πραγματικό του βραβείο. Έμεινε για πάντα το μικρό αυθόρμητο παιδί, που το έσκασε για την Ικαρία, το παιδί με την καριώτικη λύρα. Έμεινε για πάντα το «Δημητράκη με το λυράκι» όπως τον έλεγαν στο νησί. Το Δημητράκη που έπαιζε το λυράκι του παντού, στις μάντρες, στα χωράφια, ακόμα κι όταν έβοσκε το κοπάδι του θείου, ακόμα και στο φως του καριώτικου φεγγαριού, σε μια κατοχική Ικαρία που τις νύχτες δεν διέθετε ηλεκτρικά φώτα και φορές- φορές ούτε καν το φως του καντηλιού. Θα θυμούνται όσοι βρίσκονταν εδώ πέρσι τον Ιούνιο ότι τις στιγμές που μιλούσα για τον ποιητή Φίλιππα Μαυρογιώργη εντοπίζοντας απέναντι μου ένα Δημήτρη Θέμελη δακρυσμένο αναφέρθηκα στο γεγονός της στιγμής αυτής, γιατί μια δακρυσμένη στιγμή, ίσον μια ολόκληρη ζωή, όπως η ζωή του Δημήτρη. Ολόκληρη ζωή γεμάτη από ταξίδια για την Ικαρία, γεμάτη από καριώτικα φεγγάρια, γεμάτη από καριώτικη καρδιά. Κι όπως έλεγε κι ο Μπετόβεν: «Απ’ την καρδιά πάμε στην καρδιά». Είναι το μυστικό της μουσικής! Απ’ τη καρδιά του Φίλιππου στη καρδιά του Δημήτρη. Κι απ’ τις καρδιές των δυο μεγάλων αυτών φίλων στις δικές μας καρδιές που μένουν πάντα έτοιμες για ένα ακόμα ρίσκο, για ένα ακόμα «ταξίδι στην Ικαρία» εκεί όπου η μουσική καρδιά εκτός απ’ το να μετρά το χρόνο, ξέρει και να γεννά το χρόνο…
Τελειώνοντας θα πω εκείνο το ίδιο που είπα και πέρσι στη μουσική-ποιητική βραδιά για τον ποιητή Φίλιππα. Πρόκειται για μια εικόνα. Είναι δηλαδή Ιούλιος και μας βρίσκει ακόμα μια φορά μουσαφίρηδες στο σπίτι του Φίλιππα να σκεπτόμαστε για την μελοποίηση των ποιημάτων του και εγώ και ο Δημήτρης, ανταλλάσοντας μουσικές ιδέες και παίζοντας ολημερίς ο Θέμελης βιολί, εγώ κιθάρα, ν’ απολαμβάνουμε απ’ το πρωί την Ανατολή και το Ικάριο πέλαγος στη μικρή αυτή καριώτικη αυλή του ποιητή πνιγμένη στο λουλούδι. Και γευόμασταν διαρκώς τον μυρωδάτο καριώτικο καφέ και τα νόστιμα καριώτικα σπιτικά κουλούρια και η μια συζήτηση να έρχεται μετά την άλλη. Κόσμος να μπαινοβγαίνει στην αυλή και γείτονες και φίλοι και ήλθε κι ένας ντόπιος βιολιστής κάποια στιγμή (ο Κούτης) για να πάρει απ’ το Δημήτρη τα μουσικά φώτα. Εν τω μεταξύ, η σύζυγος του ποιητή Ασημίνα να πηγαινοέρχεται μ’ ένα δίσκο κι όλο ν’ ακούς απ’ το στόμα της: Κοπιάστε παιδιά μου! Ο καφές θα κρυώσει!». Ω ναι, γινόμασταν σ’ εκείνη τη μικρή καριώτικη αυλή όλοι μας παιδιά και οι στιγμές ήταν μαγικές, καριώτικες στιγμές και ο ήλιος όλο κι ανέβαινε. Κι έρχονταν διαρκώς νέα φαγητά, γλυκά, φρούτα και πάλι καφές και ο ήλιος όλο κι ανέβαινε και οι συζητήσεις όλο και άναβαν. Και παρατήρησα ότι ο Δημήτρης Θέμελης άκουγε πολύ προσεχτικά τους νέους. Κι εγώ νέος ήμουν τότε. Και εκεί ανάμεσα στις συζητήσεις μας του είπα και για το όραμα μου περί της αναγκαιότητας για κοινοκτημοσύνη.
Οραματιζόμουν από τότε, μια πραγματική συνάντηση μουσικής με τη κοινωνία που θα ξεκινούσε απ’ την Ικαρία. Τούτη την θεωρία μου την είχα ονομάσει «μουσικό πρακτικισμό». Τη δικαιολογούσα βάσει των κινήσεων των ήχων όπου ένας για όλους κι όλοι για έναν. Κι αν ένας πάει στο φάλτσο τότε χάνεται και η μελωδία. Αντιστοιχίζοντας την κοινωνία των ήχων με την κοινωνία των ανθρώπων μιλούσα σ’ έναν άνθρωπο ήδη γεμάτο τίτλους, διακρίσεις κ.λπ. που κάτι άλλοι όταν τα έχουν παίρνουν και κάτι δικαιώματα στη ξιπασιά. Τίποτα όμως απ’ αυτά απ’ τον παντοτινό μικρό φυγά για την Ικαρία. Όχι μόνο δέχτηκε καλόκαρδα τις απόψεις μου μα τις διάνθησε και ο ίδιος συνάδοντας και με τον ποιητή Φίλιππα. Και μ’ ενθάρρυναν και οι δύο για να συνεχίσω.
Και όταν ο ήλιος πήγαινε για να δύσει λίγοι πια είχαν απομείνει στη μικρή μας αυλή που ετοιμαζόταν να υποδεχτεί τ’ άστρα της νύχτας. Έπρεπε ν’ αποχωρήσω για κάτι επείγον κάτω στου Ευδήλου το λιμάνι. Σηκώθηκα με τη γυναίκα και το παιδί μου να κατέβω στο φιδωτό μονοπάτι που οδηγούσε ως κάτω στο δρόμο μέσα από τριανταφυλλιές, ελιές, αμπέλια, συκιές, αμυγδαλιές, δάσος η βλάστηση τριγύρω κι όλα ανοιχτά χωρίς περίφραξη. Όλα γύρω χωρίς κλειδιά και λουκέτα, γνωστό χαρακτηριστικό της Ικαρίας. Όταν άρχισα να κατεβαίνω τα σκαλάκια της αυλής του ποιητή, βλέπω τον Θέμελη όρθιο στη αυλή, με το δοξάρι και το βιολί στους ώμους να μου λέει: «Άντε και θα σε συνοδεύσω με το βιολί μου μέχρι να κατέβεις το μονοπάτι». Σε όλη την πορεία μου στο κατηφορικό μονοπάτι άκουγα να έρχεται από πάνω, απ’ την αυλή του ποιητή, μια μελωδία υπέροχη. Ήταν σύνθεση του Θέμελη. Ήξερα ότι ένας φίλος μου υπέροχος, συνόδευε την κατεβασιά μου ως κάτω στο δρόμο, παίζοντας με το βιολί του, μια μελωδία υπέροχη. Κατηφορίζοντας το μονοπάτι υπό τους ήχους του Θέμελη θαύμαζα τριγύρω μου στο φως της δύσης την ξεκλείδωτη χωρίς φραγμούς καριώτικη γη, που περίμενε όλο χυμούς ένα ακόμη πρωινό, μια ακόμα ανατολή του ήλιου και μια ακόμα προτροπή του καριώτη ποιητή: «Κοπιάστε παιδιά ο καφές θα κρυώσει». Ένιωθα στη κατεβασιά μου αυτή, ιδιοκτήτης, όχι συμβολαίων και τίτλων, μα ιδιοκτήτης πραγματικός. Ιδιοκτήτης όσων με περικύκλωναν σαν μια μεγάλη αγκαλιά, ιδιοκτήτης της φύσης της Ικαρίας και του αύριο, ιδιοκτήτης της φιλίας ενός Φίλιππο κι ενός Δημήτρη. Ακούω ακόμα και σήμερα τη φωνή του Δημήτρη Θέμελη μέσα μου να ψιθυρίζει σε μένα και σ’ όλους τους ανθρώπους της γης τα ίδια εκείνα λόγια του, οιωνούς θαρρώ κοινοκτημοσύνης κι επανάστασης πραγματικής: «Άντε και θα σας συνοδεύω με το βιολί μου παιδιά, μέχρι να κατεβείτε το μονοπάτι…».