(γράφει η δημοσιογράφος Μαργαρίτα Ικαρίου)
Κάποια πράγματα, απλά τα νιώθεις ότι θα συμβούν. Ή και τα προσμένεις να αποτυπώσουν με χρώμα τις σκέψεις σου, σα καινούργια μελάνια που αλλάζεις στης ζωής τον εκτυπωτή. Κι όταν πάρεις τη λευκή σελίδα με τα νωπά ακόμη γράμματα-σχήματα, χαμογελάς.
Κι είναι μεγάλο στοίχημα στης κάθε μέρας την καταγραφή να χεις μια μισή ή ολόκληρη σελίδα, με χρωματιστά μελάνια τυπωμένη…
Στα βιβλία, σκιαγραφώ στα περιθώρια τις σκέψεις μου. Τραβώ γραμμές υπογράμμισης σε εκείνες τις φράσεις ή και ολόκληρες παραγράφους , που μου κεντρίζουν το ενδιαφέρον. Μα, στην καθημερινότητα, πώς να κάνεις κάτι τέτοιο; Να πάρεις ένα χαμόγελο και να του τραβήξεις μια γραμμή χαράς με κόκκινο μελάνι; Ή να αντιγράψεις τη φράση που έλαμψε σαν την αποχαιρετιστήρια ηλιαχτίδα στο μούχρωμα του δειλινού για να την κρατήσεις υπενθύμιση στο ημερολόγιο της ζωής;
Δε γίνεται….
Κι ούτε μπορείς να βγάλεις… σέλφι εκείνη τη στιγμή που λιώνει στην άκρη του ματιού η συγκίνηση για το απροσδόκητο που σου χτύπησε την πόρτα, ενώ περίμενες τον ντελιβερά να σου αφήσει τη ξαναζεσταμένη πίτσα. Κι αν δε σου αρέσει το πρόχειρο φαγητό, οι ξαναζεσταμένες σχέσεις και οι πρόχειρες επαφές, το ακριβοπληρωμένο κακοφτιαγμένο ετοιματζίδικο, θα πρέπει να μάθεις να βάζεις τσουκάλι.
Να μαγειρεύεις ή να μαγεύεις. Ίδιο είναι. Ψάχνεις καλά υλικά. Τα αναζητάς με σπουδή και προσήλωση. Μα σαν τα ανακαλύψεις, μην αρχίζεις τις συγκρίσεις-το ‘χασες το παιχνίδι: Είναι τούτη εδώ η ώριμη τομάτα πιο ζουμερή από εκείνη την καλογυαλισμένη μικρούλα; Ο μαϊντανός, έχει ευωδιά ή απλά φυτρώνει όπου τον… σπέρνουν; Το κρεμμύδι που θα σε κάνει να κλάψεις, πόσο γλυκιά γεύση θα αφήσει στο φαγητό, αν δεν το «κάψεις» στο τσιγάρισμα; Να σβήσεις ή να ανάψεις με κρασί; Είναι ο κόκορας πιο νόστιμος από το λιπαρό γουρούνι κι ας αργεί να μαγειρευτεί; Χαζοπουλάδα ή αλανιάρα; Πλευρώτους με αυτό το πλευρό να κοιμάσαι, ή άγρια του δάσους τρούφα;
Κι αφού την επιλογή την κάνεις ή τη χάνεις, μπαίνεις στο στάδιο της προετοιμασίας. Λίγο μυρωδικό εδώ, μια πρέζα αλάτι εκεί, η παλιά συνταγή με νέες εμπνεύσεις. Εκείνα που ξέρεις να κάνεις, κι όσα θες να πειραματιστείς. Σαν φτάσει η ώρα της ολοκλήρωσης, το κατάλληλο σκεύος, η επιθυμητή θερμοκρασία και μια επίβλεψη ανά τακτά διαστήματα. Και σαν το ψήνεις, άφηνε τα παράθυρα της καρδιάς και του νου ανοιχτά. Να μοσχοβολάει ένα γύρω!
Το στοίχημα είναι να καλοψηθεί, να ενωθούν τα υλικά, να «φουσκώσει»… Να μην καρβουνιάσει, ούτε να μείνει άψητο. Να μπορείς να το γευτείς ως την τελευταία του μπουκιά, πριν μπαγιατέψει. Να το μοιράσεις και να το μοιραστείς, ζεστό, καλοσχηματισμένο, ολόφρεσκο. Γέννημα της προσπάθειας…
Γιατί αν περιμένεις να σου φέρει τη ζωή σου ο ντελιβεράς σε συσκευασία πακέτου, συνηθίζεις σε εκείνο που άλλοι προετοίμασαν για σένα. Χωρίς χαρά, χωρίς προσμονές, με υλικά φτηνιάρικα και κόστος χαμηλό. Μαθαίνεις να γεύεσαι τα ανούσια, τα ανάλατα, τα κακοφτιαγμένα. Να αράζεις στον καναπέ της καθεμέρας, μπροστά σε μια ανοιχτή χοάνη τηλεόρασης που σε αποβλακώνει πιότερο παρά σε «ενημερώνει». Να ξεχνάς να σκέφτεσαι, να ελπίζεις και να νοιώθεις.
Η χαρά δεν πάγωσε. Ούτε τα χαμόγελα. Εξοστρακίστηκαν από την ένδεια, συμπιέστηκαν από το ανέμπνευστο της συνήθειας. Της ταχύτητας στη ζωή και της βραδύτητας στη σκέψη.
Κι εκείνη την ώρα που προσμένεις το ντελιβερά να σου φέρει την πανομοιότυπη παραγγελία με την τιβί στη διαπασών και τον εαυτό σου σε σιγή, ξαφνικές πεθυμιές ξεσηκώνουν το νου. Μαζεύεις όλα τα πολύχρωμα φυλλάδια και τα πετάς στα σκουπίδια.
Χοροπηδητά είναι τα βήματα, σαν εκείνα στο πρώτο ραντεβού. Το μελάνι στις παλιές συνταγές μπορεί να ξέβαψε, μα η νέα έμπνευση θα τους δώσει νοστιμιά. Ελπίζεις πως ναι, αυτή τη φορά, θα πετύχει.
Ζυμάρι είναι η ζωή, με απλά τα υλικά της. Πάρτην στα χέρια σου, ζύμωνέ την. Κράτα την φρέσκια.
Να μη χορτάσεις, μα να γευτείς…