Ο συγγραφέας Άρης Σφακιανάκης διαβάζει το πρώτο ατομικό βιβλίο με διηγήματα της Ηρώς Σκάρου «Μια χαρά είναι» των εκδόσεων Γκοβόστη.
Έχω μια ιδιορρυθμία, μια λόξα πες, κάτι που σίγουρα δεν ταιριάζει στην εποχή. Κάθε τόσο μπαίνω σ’ ένα βιβλιοπωλείο –με κάποιο φόβο, ομολογώ, γιατί πάντα με τρόμαζαν οι άδειοι χώροι– κι εκεί, πάνω στους πάγκους με τα δεκάδες καινούργια βιβλία που οι εκτυπωτικές μηχανές δεν παύουν να εμέσουν στον μάταιο τούτο κόσμο, εκεί, ανάμεσα στα εκατοντάδες πολύχρωμα εξώφυλλα που γνέφουν σαγηνευτικά στον αναγνώστη (ποιον;), εκεί αναδιφώ με χέρια που τρέμουν από λαχτάρα –ή μήπως από κάποιο πρόωρο Πάρκινσον– την πρόσφατη λογοτεχνική παραγωγή. Δεν ψάχνω για ποίηση (μόνο ο Καβάφης συγκινεί πια τη μορμολύκεια καρδιά μου), ούτε για τα ογκώδη μυθιστορήματα που είναι καλά για να γυμνάζει τους μυς του ένας έφηβος αλλά που πέφτουν σαν πέτρες στο στομάχι ενός μαθουσάλα. Ψάχνω για τα λεπτά εκείνα λογοτεχνήματα, εκείνες τις άριες της ανθρώπινης καρδιάς, τα εφήμερα πλάσματα της νύχτας που άλλοι ονομάζουν διηγήματα.
Ωστόσο, δεν είναι ετούτη ακριβώς η ιδιορρυθμία μου. Η ιδιορρυθμία μου –τη λες και χούι– είναι πως ψάχνω για διηγήματα νέων ελλήνων συγγραφέων. Ο ψυχαναλυτής μου το εξήγησε ως αναζήτηση της χαμένης νιότης. «Πώς έτσι;» ρώτησα. «Μα κι εσείς με διηγήματα δεν ξεκινήσατε;» είπε εκείνος προσπαθώντας να μην ανασηκώσει το φρύδι. Είχε δίκιο. (Οι ψυχαναλυτές έχουν πάντα δίκιο, εξάλλου γι’ αυτό παίρνουν εκατό ευρώ την ώρα).
Τούτο το πάθος μου για διηγήματα συχνά με απογοητεύει. Σπάνια θα βρω κάτι που θα αποζημιώνει το αναγνωστικό μου γούστο –εκλεπτυσμένο καθώς είναι από τα χρόνια. Συχνά τα βιβλία που φέρνω στο σπίτι μου γεμάτος προσδοκίες, δεν κάνουν ούτε για προσάναμμα στο τζάκι – δεν φταίνε τόσο τα χημικά στο χαρτί, φταίει που δεν έχω τζάκι.
Όμως προχθές η τύχη επιτέλους μου χαμογέλασε. Εκεί, στο αγαπημένο μου βιβλιοπωλείο, κι ενώ έψαχνα πάλι εκμανώς ανάμεσα σε τόμους, βρήκα μια φρέσκια έκδοση στον πάγκο. Το εξώφυλλο ελκυστικό, ο τίτλος έξυπνος, η συγγραφέας γυναίκα. Διηγήματα, προσδιόριζε ο εκδότης Γκοβόστης. Διάβασα δυο τρεις αράδες στην αρχή. Μου άρεσαν. Κι έπειτα κοίταξα τη φωτογραφία της συγγραφέως στο αυτί του βιβλίου. Μια χαρά είναι, σκέφτηκα. Για την ακρίβεια, ήταν κάτι παραπάνω. Ήταν από την Ικαρία. Ε, λοιπόν, τρέφω μια λατρεία για την Ικαρία κι ας μην κάνω μπάφους. Αγόρασα το βιβλίο – έχω πάψει να κλέβω εδώ και χρόνια. Το πήρα σπίτι. Το άνοιξα με χαρά. Άρχισα να το διαβάζω με τη γνωστή βουλιμία. Κι ύστερα δεν μπορούσα πια να το αφήσω από τα χέρια μου. Σύντομα διηγήματα με κοφτή γραφή κι ευφάνταστη πλοκή που άλλοτε πλησίαζε το γκροτέσκο κι άλλοτε έφερνε στο νου πίνακες του Έντουαρντ Χόππερ. Καιρό είχα να διαβάσω κάτι τέτοιο από νεοέλληνα πεζογράφο και μάλιστα από γυναίκα – όχι, δεν είμαι σεξιστής, να λείπουν οι παρεξηγήσεις. Σκέφτηκα ότι σίγουρα θα πάρει το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, άνοιξα τον υπολογιστή μου κι άρχισα να την ψάχνω στο διαδίκτυο.
Αναδημοσίευση από : https://www.athensvoice.gr