Γράφτηκε από τον/την Ζωή Χασιούρα
Η οικονομική αδυναμία στην οποία έχουν περιέλθει τα ελληνικά νοικοκυριά από το 2010, με την εφαρμογή των δημοσιονομικών μέτρων από τις μνημονιακές κυβερνήσεις, είναι μια σκληρή πραγματικότητα. Η «αριστερή διακυβέρνηση» ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, επιδείνωσε αυτή την ανικανότητα στα όρια της ανησυχητικής πλέον υποβάθμισης του βιοτικού επιπέδου του λαού.
Η υποβάθμιση αυτή αποδεικνύει τους αριθμούς των δύο κύριων παραμέτρων που την επηρεάζουν, τη μειωμένη εισοδηματική είσοδο των νοικοκυριών και την κατάρρευση των αποταμιεύσεών τους.
Το χαμηλό εισοδηματικό επίπεδο διαφόρων ομάδων εργαζομένων είναι αποτέλεσμα
- της υψηλής ανεργίας και ειδικά της μακροχρόνιας ανεργίας (η οποία σήμερα κινείται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 70%) και
- της ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων που θεσπίστηκαν τα έτη της κρίσης με νομοθετικές ρυθμίσεις που επιβλήθηκαν, ισχύουν και εξακολουθούν να εφαρμόζονται σήμερα.
Από τη σύγκριση των αποτελεσμάτων της έρευνας για το εργατικό δυναμικό των ετών 2009 και 2016, όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 1, προκύπτει ότι στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας: Το ποσοστό των χαμηλόμισθων εργαζομένων με καθαρή μηνιαία αποδοτικότητα κάτω των 700 ευρώ έχει αυξηθεί σημαντικά, σε 38,8% το 2016 (από 13,1% το 2009), ενώ μειώνεται κατά 4 περίπου ποσοστιαίες μονάδες το ποσοστό με αποδοχές μεταξύ 700-899 ευρώ (23,6% το 2016 από 27,3% το 2009). Παράλληλα, έχει μειωθεί δραστικά, κατά το ήμισυ περίπου, το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρή μηνιαία απόδοση μεταξύ 900-1.300 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 17,6% το 2016 (από 35,7% το 2009).
Διάγραμμα 1: Ποσοστιαία (%) κατανομή εργαζομένων ιδιωτικού τομέα ανά εύρος καθαρών μηνιαίων αποδοχών (σύγκριση 2009 και 2016)
Στο Διάγραμμα 2, προκύπτει ότι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα: Έχει αυξηθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων με καθαρές μηνιαίες αποδοχές κάτω των 1.000 ευρώ, το οποίο ανέρχεται πλέον σε 34,6% το 2016 (από 18,9% το 2009), και έχει αυξηθεί λίγο το ποσοστό για αποδοχές μεταξύ 1.000- 1.100 ευρώ (16,2% το 2016 από 13% το 2009). Αντίθετα, έχει μειωθεί σημαντικά το ποσοστό των εργαζομένων που δηλώνει καθαρές μηνιαίες αποδοχές μεταξύ 1.100-1.599 ευρώ, το οποίο ανέρχεται σε 33,7% το 2106 (από 46,5% το 2009), όπως και το ποσοστό των εργαζομένων με αποδοχές άνω των 1.600 ευρώ (4,3% το 2016 από 10,9% το 2009).
Διάγραμμα 2: Ποσοστιαία (%) κατανομή εργαζομένων ευρύτερου δημόσιου τομέα ανά εύρος καθαρών μηνιαίων αποδοχών (σύγκριση 2009 και 2016)
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Έρευνα Εργατικού Δυναμικού (β΄ τρίμηνο 2009 και β΄ τρίμηνο 2016) (επεξεργασία ΙΝΕ ΓΣΕΕ)
Το 2016 οι εθνικές ή τοπικές κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ),ο πάλαι ποτέ θεμέλιος λίθος των εργασιακών σχέσεων, είναι εξαιρετικά λίγες σε αριθμό, ενώ για έβδομη χρονιά οι ΣΣΕ σε επίπεδο επιχείρησης υπερτερούν συντριπτικά. Με βάση τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας το 2016 υπογράφτηκαν μόνο 10 κλαδικές/ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις. Αντίθετα ο αριθμός των επιχειρησιακών ΣΣΕ ανέρχεται σε 318, αντιπροσωπεύοντας το 95,21% του συνόλου των ΣΣΕ.
Πηγή : Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης (επεξεργασία ΙΝΕ ΓΣΕΕ)
Οι ευέλικτες μορφές εργασίας που προ κρίσης αντιστοιχούσαν στο 21% του συνόλου των προσλήψεων, το 2016 αντιστοιχούν στο 54,7%. Οι προσλήψεις με πλήρη απασχόληση έχουν υποχωρήσει από 79% το 2009 σε 45,3% το 2016. Το 68,9% των εργαζομένων με μερική απασχόληση δηλώνει ότι ο λόγος για τον οποίο απασχολείται με αυτή τη μορφή εργασίας είναι ότι δεν μπορούσε να βρει πλήρη απασχόληση.
Η έντονη αποδυνάμωση της συλλογικής προστασίας των εργαζομένων μέσα από τη σημαντική υποχώρηση έως και εξαφάνιση των κλαδικών ΣΣΕ, ουσιαστικά υποστηρίζει τη συνολική απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, την εδραίωση και τη γενίκευση του νεοφιλελεύθερου εργασιακού προτύπου. Απόλυτη κυριαρχία του διευθυντικού δικαιώματος, της καθιέρωσης της εργοδοτικής ευελιξίας και της επισφάλειας της εργασίας, καθώς και της καθιέρωσης ενός χαμηλότατου κατώτατου μισθού, ο οποίος θα αποτελεί μοχλό για τη συνολική συμπίεση των αποδοχών των εργαζομένων.
Στη διάρκεια των τελευταίων επτά ετών, η φτωχοποίηση των Ελλήνων έγινε πιο «βαθιά»
Η Ελλάδα παρουσιάζει το υψηλότερο ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας[1] και κοινωνικού αποκλεισμού στην ΕΕ[2].
Το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας ανέρχεται στο 35,7% ( 3.828.500 άτομα) του πληθυσμού και ο κίνδυνος είναι υψηλότερος για την ηλικιακή κατηγορία 18-64 ετών, σε ποσοστό 37,4% για τους Έλληνες και 64,3% για τους αλλοδαπούς.
Όπως ήταν αναμενόμενο, το μεγαλύτερο ποσοστό εντοπίζεται στους ανέργους, το οποίο αυξήθηκε την περίοδο 2010-2015 κατά 14,3%. Το ποσοστό φτώχειας στους μισθωτούς εργαζομένους αυξήθηκε σημαντικά μετά το 2011, και το 2015 βρίσκεται κοντά στο 18%. Επίσης, η παιδική φτώχεια σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat το 2015 διαμορφώνεται 36,6% όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ 28 είναι 26,6% (Διάγραμμα 3). Η παιδική φτώχεια εξαρτάται κατά κύριο λόγο από την κατάσταση απασχόλησης των γονέων, τη σύνθεση του νοικοκυριού που ζουν αλλά και από την αποτελεσματικότητα της κρατικής παρέμβασης.
Διάγραμμα 3. Ποσοστό παιδιών, κάτω των 16, σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, 2010-2015.
Σημαντική αύξηση της φτώχειας, παρουσίασε η κατηγορία των αυτοαπασχολούμενων γυναικών (11,0%), οι μονογονεϊκές οικογένειες (32,2%) και τα νοικοκυριά με έναν ενήλικα κάτω των 65 ετών (27,8%)[3].Η ηλικιακή κατηγορία των συνταξιούχων είναι η μόνη που σημείωσε μείωση 2,2 ποσοστιαίες μονάδες, το διάστημα 2010-2015, πράγμα που συνέβαλε σημαντικά στη συγκράτηση του συνολικού ποσοστού φτώχειας καθώς οι συνταξιούχοι αποτελούν μια από τις πολυπληθέστερες κοινωνικές ομάδες.
Το ποσοστό υλικής στέρησης αυξάνεται συνεχώς από το 2010 μέχρι το 2015 που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Ειδικότερα, το 2015 ήταν 22,2% από 11,1% το 2010 και μάλιστα είναι σημαντικά υψηλότερο σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες που βρέθηκαν σε πρόγραμμα δημοσιονομικής λιτότητας (Διάγραμμα 4).
Διάγραμμα 4 Ποσοστό υλικής στέρησης σε τέσσερα ή περισσότερα βασικά αγαθά ή υπηρεσίες, 2010-2015
Η ήδη, αυξημένη αδυναμία κάλυψης από τα νοικοκυριά εκτάκτων δαπανών από 28,2% το 2010 σε 53,4% το 2015, πληρωμή λογαριασμών ΔΕΚΟ από 18,8% το 2010 σε 42% το 2015 και καθυστερήσεις στην πληρωμή τόκων και ενοικίων από 10,2% σε 14,3% το 2015, επιδεινώνεται στο 2016 και 2017 σε σημείο περιορισμού των δαπανών για διατροφή. Πρόσφατα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας πιστοποιούν τη φτωχοποίηση των νοικοκυριών, ενώ σύμφωνα με τη ΓΣΕΒΕΕ, σχεδόν τα 2/3 των νοικοκυριών (65,3%) αναγκάζονται να κάνουν περικοπές για να εξασφαλίσουν τα αναγκαία προς το ζην. Τον κώδωνα του κινδύνου κρούουν εκπρόσωποι του Συνδέσμου Βιομηχανιών Τροφίμων, σύμφωνα με τους οποίους περιορίζονται δραματικά οι πωλήσεις γάλακτος και ψωμιού. Τους δύο πρώτους μήνες του 2017 καταγράφεται μείωση πωλήσεων στα δύο αυτά βασικά είδη διατροφής από 5% – 7%.
Η κυβέρνηση καλλιεργεί στην κοινωνία την ψεύτικη εικόνα της οικονομικής ανάκαμψης από το δεύτερο εξάμηνο του 2015, πράγμα που δεν αντικατοπτρίζεται στην οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών, καθώς σύμφωνα με την Τριμηνιαία Έκθεση Απρίλιος – Ιούνιος 2017, το Γραφείου Πρ/σμού του Κράτους, «Ανησυχία προκαλεί η διαμόρφωση του επιπέδου τα καταναλωτικής εμπιστοσύνης τον Ιουνίου 2017 σε – 68,8μονάδες αισθητά χαμηλότερη σε σχέση με τον Αύγουστο του 2015 αντανακλώντας τις αρνητικές προσδοκίες των νοικοκυριών ως προς την εξέλιξη της προσωπικής τους οικονομικής κατάστασης και της χώρας συνολικά».
Διάγραμμα 5 Η εξέλιξη του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος και των συνιστωσών του στην Ελλάδα, 1/2010 – 06/2017
Στο βωμό των αξιολογήσεων και της «χαλάρωσης» της εποπτείας
Τη στιγμή αυτή, 113 προαπαιτούμενα μέτρα εκκρεμούν για την ολοκλήρωση της εφαρμογής του 3ου μνημονίου που ψηφίστηκε από όλα τα κόμματα του μνημονιακού τόξου. Μέτρα που συνεχίζουν την ίδια οικονομική πολιτική, που συνδυάζει μειωμένες δημόσιες δαπάνες και αυξημένες φορολογικές επιβαρύνσεις.
Τα 95 θα πρέπει να εφαρμόσει η κυβέρνηση με συνοπτικές διαδικασίες, μέχρι το τέλος του 2017 ώστε να κλείσει την γ’ αξιολόγηση. Στον κατάλογο περιλαμβάνονται το ζήτημα της αλλαγής της εργατικής νομοθεσίας ώστε για την προκήρυξη απεργίας να απαιτείται η ψήφος τουλάχιστον του 50% των εργαζομένων, με στόχο τον περιορισμό ή ακόμα και την κατάργηση του δικαιώματος στην απεργία.
Η αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ, οι ιδιωτικοποιήσεις, η μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης, η επανεξέταση με αυστηρότερα κριτήρια χορήγησης όλων των κοινωνικών επιδομάτων (και τα πρόνοιας), η «ευθυγράμμιση» των επιδομάτων για τη βαριά και ανθυγιεινή εργασία με τον Ευρωπαϊκό Κανονισμό, η επέκταση των ελαστικών σχέσεων εργασίας μέσω προγραμμάτων του ΟΑΕΔ, η αλλαγή του συνδικαλιστικού νόμου –καθώς και ή «κινητικότητα και αξιολόγηση» των δημόσιων υπαλλήλων που βασικό στόχο έχει να σπάσει το αγωνιστικό μέτωπο των εργαζομένων σε όλες τις τάξεις τους, είναι κάποια από αυτά.
Βέβαια οι αξιολογήσεις δεν έχουν τέλος. Στα κείμενα του «Συμπληρωματικού Μνημονίου Συνεννόησης»[4] προβλέπονται τέσσερις πρόσθετες αξιολογήσεις – τον Οκτώβριο 2017, τον Ιανουάριο, τον Απρίλιο και Ιούλιο 2018 μέχρι την τελική αποτίμηση του «προγράμματος προσαρμογής μας» τον Αύγουστο 2018. Η πορεία αυτή επεκτείνεται με το λεγόμενο «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής», ΜΠΔΣ[5] και στο χρονικό διάστημα 2019/2020.
Η χαλάρωση ή το τέλος της ενισχυμένης, κατά το δημόσιο λόγο από στελέχη της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, αποκαλούμενης «εποπτείας της Ελλάδας», μετά την εφαρμογή των μνημονιακών «μεταρρυθμίσεων» δεν χρησιμοποιείται παρά μόνο ως άλλοθι για τη μετάθεση ευθυνών σε άλλους στην άσκηση πολιτικής.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η λεγόμενη «εποπτεία» διαμορφώθηκε μέσα στην ευρωπαϊκή ενοποίηση και προκαλεί θεμελιώδεις αλλαγές στην έννοια της εθνικής κυριαρχίας.
Η Ευρώπη των δύο ταχυτήτων είναι εδώ και η υλοποίηση των μνημονίων δεν είναι τίποτε άλλο από τη συντονισμένη επίθεση των οικονομικών συμφερόντων των χωρών του ευρωπαϊκού κέντρου στις περιφερειακές οικονομίες με πρόσχημα μια ενοποίηση η οποία δεν έρχεται ποτέ. Οι επισκέψεις αρχηγών κρατών με ατζέντα συμφωνιών τεράστιων ιδιωτικοποιήσεων (Μακρόν-Σουέζ/ΕΥΔΑΠ,ΕΥΔΑΘ) επιβεβαιώνει αυτή τη στρατηγική.
Ο δύσβατος δρόμος για τον δοκιμαζόμενο ελληνικό λαό προβλέπεται μακρύς.
____________________________________
[1] Ως ποσοστό κινδύνου για τη φτώχεια, ορίζεται το ποσοστό των ατόμων που διαβιούν σε νοικοκυριά, των οποίων το συνολικό ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα είναι χαμηλότερο από το 60% του μέσου διαθέσιμου εισοδήματος του πληθυσμού σε μια δεδομένη χρονική στιγμή.
[2] Στοιχεία από την Τριμηνιαία Έκθεση Ιανουάριος – Μάρτιος 2017 του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους
[3] Στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, Δελτίο τύπου, Κίνδυνος της φτώχειας, Έρευνα εισοδήματος και οικογενειακών επιδόσεων 2015 (περίοδος αναφοράς εισοδήματος 2014), Πειραιάς 23/6/2016
[4] Συμπληρωματικό μνημόνιο συμφωνίας, Ιουνίου 2017
[5] Ν.4472 / 2017 της 19ης Μαίου.
Σύντομος βιογραφικός αρθρογράφος: Ζωή Χασιάρα
Αναδημοσίευση από : http://www.erensep.org