61
Table of Contents
Λέσβος
Αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και την εγκατάσταση των εκπροσώπων της κυβέρνησης της Αθήνας στη Λέσβο, ένα μεγάλο κύμα τρομοκρατίας σάρωσε το νησί. Το 149ο Τάγμα εθνοφυλακής και ισχυρές δυνάμεις χωροφυλακής προχώρησαν απαρχής σε συλλήψεις, ξυλοδαρμούς, ακόμη και δολοφονίες δημοκρατικών πολιτών, ενώ παράλληλα άρχισαν το σπάσιμο των γραφείων των ΕΑΜικών οργανώσεων και τις καταστροφές των γραφείων και των τυπογραφείων των εφημερίδων, που οι εν λόγω οργανώσεις εξέδιδαν.
Ο λαός της Λέσβου
αντέδρασε αμέσως στην τρομοκρατική ασυδοσία των κρατικών οργάνων με μαχητικές διαδηλώσεις, τις οποίες, ωστόσο, οι δυνάμεις της κρατικής και της παρακρατικής βίας, με την κάλυψη και της τοπικής δικαστικής εξουσίας, αντιμετώπισαν με νέους σκληρούς διωγμούς. Ετσι, φυλακίστηκε, με κατασκευασμένες κατηγορίες, μαζί με εκατοντάδες αγωνιστές, ολόκληρη σχεδόν η ηγεσία του λεσβιακού λαϊκού κινήματος, και μεταξύ τους ο γραμματέας της περιοχής Αιγαίου του ΚΚΕ Παναγιώτης Γώγος – ενώ το Μάη του 1946 συνελήφθησαν ο δεύτερος κομματικός γραμματέας της περιοχής Κώστας Βασάλος και άλλα κομματικά στελέχη ως ηθικοί αυτουργοί του φόνου δυο παρακρατικών, που είχαν βρεθεί σκοτωμένοι από άγνωστους δράστες δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Μυτιλήνη.
αντέδρασε αμέσως στην τρομοκρατική ασυδοσία των κρατικών οργάνων με μαχητικές διαδηλώσεις, τις οποίες, ωστόσο, οι δυνάμεις της κρατικής και της παρακρατικής βίας, με την κάλυψη και της τοπικής δικαστικής εξουσίας, αντιμετώπισαν με νέους σκληρούς διωγμούς. Ετσι, φυλακίστηκε, με κατασκευασμένες κατηγορίες, μαζί με εκατοντάδες αγωνιστές, ολόκληρη σχεδόν η ηγεσία του λεσβιακού λαϊκού κινήματος, και μεταξύ τους ο γραμματέας της περιοχής Αιγαίου του ΚΚΕ Παναγιώτης Γώγος – ενώ το Μάη του 1946 συνελήφθησαν ο δεύτερος κομματικός γραμματέας της περιοχής Κώστας Βασάλος και άλλα κομματικά στελέχη ως ηθικοί αυτουργοί του φόνου δυο παρακρατικών, που είχαν βρεθεί σκοτωμένοι από άγνωστους δράστες δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Μυτιλήνη.
Η τρομοκρατία εντάθηκε μετά την ψήφιση των έκτακτων μέτρων από τη Βουλή και εκατοντάδες αγωνιστές της ΕΑΜικής Αντίστασης στη Λέσβο, που πιάστηκαν τότε, στάλθηκαν εξορία. Η τρομοκρατία, ωστόσο, είχε ως συνέπεια, πολλοί αγωνιστές, που κατόρθωσαν να αποφύγουν τη σύλληψη, να επιλέξουν, τελικά, το δρόμο του βουνού και να συγκροτήσουν τις πρώτες αντάρτικες μικρές ομάδες, με όπλα που είχαν από παλιότερα φυλαγμένα σε κρυψώνες.
Μια ομάδα από αντάρτες, στις 29 του Αυγούστου 1946, τρεις μέρες πριν από το δημοψήφισμα, εμφανίστηκε σε ορισμένα χωριά του νησιού, για να ενισχύσει το ηθικό του λαού, ο οποίος πιεζόταν να ψηφίσει την επάνοδο του Γεωργίου Γλίξμπουργκ – μπαίνοντας, ωστόσο, στο χωριό Κάτω Τρίτος, δέχτηκε τα ξαφνικά πυρά των χιτών. Σκοτώθηκε τότε ο αντάρτης Χαρίλαος Κατάκος, ο πρώτος νεκρός αντάρτης του νησιού στον εμφύλιο πόλεμο, καθώς και ένας παρακρατικός, το επεισόδιο, όμως, δεν πήρε μεγαλύτερη έκταση.
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1946 μια δεύτερη ομάδα ένοπλων καταδιωκομένων αγωνιστών μπήκαν αιφνιδιαστικά στο χωριό Παπάδος της Γέρας και στη συμπλοκή, που ακολούθησε, εξόντωσε τρεις παρακρατικούς
Μετά το δημοψήφισμα, τα έκτακτα μέτρα επεκτάθηκαν και στη Λέσβο, όπου ιδρύθηκε έκτακτο στρατοδικείο – τούτο, όμως, δεν εμπόδισε την αύξηση των συγκρούσεων στο νησί. Ετσι, μέχρι το τέλος του 1946 σημειώθηκαν συμπλοκές, με απώλειες και από τις δυο πλευρές, στη θέση Πετρένιος Στύλος της Γέρας, στην περιοχή της Ανεμώτιας, στον κάμπο του Ιππειου, στις θέσεις Ριζόνα και Φεράνα της Αγίας Παρασκευής και στο χωριό Βορός. Την Πρωτοχρονιά του 1947, εξάλλου, το τμήμα Αγιάσου των ανταρτών, με επικεφαλής τον Δημήτρη Πιταούλη, διέλυσε σε ενέδρα δύναμη χωροφυλάκων και ΜΑΥδων, που είχαν βγει σε καταδίωξή τους, σκοτώνοντας πέντε και παίρνοντας αρκετά λάφυρα. Έντεκα μέρες αργότερα, όμως, στη θέση Περίτονο, το λεσβιακό αντάρτικο συγκρότημα βρέθηκε ξαφνικά μπροστά σε υπέρτερες αντίπαλες δυνάμεις και στη μάχη, που ακολούθησε, έχασε πέντε άνδρες, ενώ ορισμένοι νεοστρατολογημένοι αντάρτες διέρρευσαν και παραδόθηκαν στον εχθρό.
Το Μάρτη του 1947 εντούτοις η αντάρτικη δύναμη της Λέσβου είχε ήδη ανασυγκροτηθεί, αποτελούμενη πια από 94 μαχητές και συγκεντρωμένη στο βόρειο τμήμα του νησιού. Τον ίδιο μήνα, η δύναμη αυτή έδωσε στο χωριό Κλαπάδος ολοήμερη μάχη με το σύνολο των τοπικών κυβερνητικών δυνάμεων, που την είχαν κυκλώσει, κατόρθωσε, όμως, να σπάσει τον κλοιό, με ένα μόνο νεκρό, και να τραβηχτεί προς τα κάτω, χωρισμένη σε τμήματα. Ένα, ωστόσο, από τα τμήματα αυτά, από 30 περίπου άνδρες, που σχεδίαζε να χτυπήσει την Ερεσό, όπου στάθμευαν ισχυρές δυνάμεις ΜΑΥδων και χωροφυλακής, προσβλήθηκε από τον αντίπαλο στη θέση Αετός, όπου είχε το βράδυ κατακλιθεί, και διαλύθηκε. Οι ηγέτες του Καρακώστας και Μπουντάκης και τρεις ακόμη αντάρτες σκοτώθηκαν και πιάστηκαν επτά, που καταδικάστηκαν αμέσως σε θάνατο από το στρατοδικείο και λίγες μέρες αργότερα εκτελέστηκαν στη θέση Κράτηγος, μερικά χιλιόμετρα έξω από τη Μυτιλήνη.
Το χτύπημα, ωστόσο, αυτό δεν πτόησε τους αντάρτες, μια ομάδα των οποίων στα μέσα του Μάη αιχμαλώτισε, ύστερα από ενέδρα, στη θέση Σκίδια, στο δρόμο που συνδέει τη Μυτιλήνη με το Μανταμάδο, μια διμοιρία του κυβερνητικού στρατού, που την απελευθέρωσε, αφού της αφαίρεσε τα όπλα, τα πυρομαχικά και το μεγαλύτερο μέρος του ρουχισμού της. Το εν λόγω γεγονός υπήρξε εντυπωσιακό και πολλοί νέοι από την περιοχή του Μανταμάδου προσχώρησαν τότε στους αντάρτες. Οι φοβερές, όμως, δυσκολίες της αντάρτικης ζωής, οι συνεχείς πορείες και μετακινήσεις των ανταρτών, η πείνα, η διαρκής παραμονή στην ύπαιθρο – όλα επακόλουθα της εδαφικής διαμόρφωσης του νησιού, που δεν επέτρεπε τη διατήρηση μόνιμης βάσης συγκέντρωσης, ανάπαυσης και εξόρμησης – είχαν ως αποτέλεσμα και πάλι διαρροές και εκ νέου συρρίκνωση των λεσβιακών αντάρτικων δυνάμεων.
Τον Ιούλη του 1947 έφτασε κρυφά στη Μυτιλήνη από τη Σάμο ο Χαράλαμπος Θεοδοσίου, μέλος του Γραφείου της Περιοχής Αιγαίου του ΚΚΕ και ύστερα από συνάντησή του με το γραμματέα της τοπικής κομματικής οργάνωσης Γρηγόρη Κουντουρέλη, ανέλαβε, με βάση κομματική εντολή, τη διοίκηση του τοπικού αντάρτικου τμήματος. Υποδιοικητής έγινε ο Δημήτρης Πιταούλης και σαν άμεσοι στόχοι ορίστηκαν η στρατολόγηση καινούριων μαχητών και η γρήγορη ανάπτυξη επιθετικής αντάρτικης δραστηριότητας.
Ο Χαράλαμπος Θεοδοσίου κατόρθωσε να συγκεντρώσει τις σκορπισμένες σε διάφορες περιοχές του νησιού μικροομάδες και να κατασκευάσει στο πευκοδάσος της Αγιάσου υπόγεια καταφύγια, προκειμένου να κρύβονται σε αυτά οι αντάρτες ύστερα από κάθε επιθετική τους επιχείρηση. Στη συνέχεια άρχισε επιθέσεις στα χωριά, στήσιμο ενεδρών, αφοπλισμούς χωροφυλάκων και ΜΑΥδων, συχνότατες εμφανίσεις στους δημόσιους δρόμους και σταμάτημα αυτοκινήτων για ελέγχους, για συγκέντρωση τροφίμων και για μοίρασμα προπαγανδιστικού υλικού.
Στις 15 του Νοέμβρη πολυμελής ανταρτική ομάδα υπό τον Δημήτρη Πιταούλη και τον Κυριάκο Πασχαλιά χτύπησε το χωριό Βασιλικά, το κατέλαβε ύστερα από σύντομη μάχη και έπιασε αιχμάλωτη την εκεί φρουρά των χωροφυλάκων. Στις 19 του Γενάρη 1948 άλλη αντάρτικη ομάδα μπήκε στο Αμπελικό και στη συνέχεια η αντάρτικη δράση απλώθηκε σε όλο σχεδόν το νησί.
Στις 21 του Φλεβάρη, ωστόσο, αντάρτικο τμήμα βρέθηκε κυκλωμένο από όλες τις δυνάμεις του αντιπάλου και υποχρεώθηκε σε σκληρή αναμέτρηση, που του κόστισε 5 νεκρούς. Αλλοι 5 αντάρτες σκοτώθηκαν σε άλλες συγκρούσεις, που σημειώθηκαν τις ίδιες μέρες στη θέση Καμίνια, στον Καβουροπόταμο και στα Βασιλικά.
Η κατάσταση των ανταρτών της Λέσβου από τα τέλη του Γενάρη 1948 ακόμη είχε αρχίσει να επιδεινώνεται. Το ηθικό τους δε διατηρούσε πια την παλιότερη ακμή του, η στρατολογία νέων μαχητών είχε σταματήσει και η εξεύρεση τροφίμων αποτελούσε ήδη δυσεπίλυτο πρόβλημα. Για να λυθεί μάλιστα το πρόβλημα αυτό, αποφασίστηκε ο χωρισμός του αντάρτικου συγκροτήματος σε μικρές ομάδες – τούτο, όμως, είχε ως συνέπεια τη σημαντικότατη μείωση της μαχητικής ικανότητας των εν λόγω ομάδων και τη διευκόλυνση των λιποταξιών.
Παρ’ όλα αυτά εντούτοις ο ανταρτοπόλεμος στη Λέσβο κρατήθηκε πέρα από το Σεπτέμβρη του 1949 – μέχρι το 1955, όταν παραδόθηκαν οι δυο τελευταίοι αντάρτες. Τον Οκτώβρη μάλιστα του 1949 δρούσαν ακόμη στο νησί περισσότεροι από 25 μαχητές.
Η Λέσβος έχασε στον εμφύλιο πόλεμο πάνω από εκατό μαχητές και λαϊκούς αγωνιστές, που έδωσαν τη ζωή τους είτε πολεμώντας στα βουνά του νησιού είτε αντιμετωπίζοντας τα εκτελεστικά αποσπάσματα. Όλα σχεδόν τα τοπικά στελέχη του ΚΚΕ έπεσαν στον αγώνα – και ανάμεσά τους ο Παναγιώτης Γώγος που εκτελέστηκε, ο Γρηγόρης Κουντουρέλης δολοφονήθηκε, ο Χαράλαμπος Θεοδοσίου, ο Δημήτρης Πιταούλης, ο Γιάννης Βασάλος και ο Αχιλλέας Κοντάρας εκτελέστηκαν. Κοντά τους χάθηκαν, επίσης, και νεότεροι αγωνιστές, μέλη του ΚΚΕ και μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού – και μεταξύ τους τα αδέλφια Αντώνης, Γιώργος και Βασίλης Αγρίτης, ο Παναγιώτης Παρασκευαΐδης, ο Κυριάκος Πασχαλιάς, ο Πέτρος Μπούρας, ο Μανώλης Καρακώστας, ο Παναγιώτης Αντωνιάδης, ο Παναγιώτης Καλαλές, ο Βασίλης Παπαδέλης ή Χάρος, ο Παναγιώτης Χαβαράνης, η Ελλη Σβώρου, ο Θανάσης Στεφάνου και ο Ανδρέας Χαραλαμπίδης εκτελέστηκε.
Σάμος
Στη διάρκεια των γεγονότων του Δεκέμβρη του 1944 στην Αθήνα, γύρω στους 150 οπλίτες του αντιδραστικού «Ιερού Λόχου», που βρίσκονταν τότε στη Σάμο, οργάνωσαν μαζί με ντόπιους αντιδραστικούς τρομοκράτες δολοφονική ενέδρα έξω από το Κοκκάρι σε βάρος μεγάλου τμήματος του τοπικού ΕΛΑΣ, στο οποίο και προκάλεσαν τεράστιες ζημιές. Στη συνέχεια χτύπησαν και διέλυσαν και τα υπόλοιπα ΕΛΑΣίτικα τμήματα, δολοφόνησαν τον Γιώργο Πασβάνη, γραμματέα του ΕΑΜ στο Βαθύ, και με μια σειρά άλλων εγκληματικών κατά του λαού ενεργειών τους βύθισαν στο φασιστικό τρόμο ολόκληρο το νησί.
Άλλαξε, ωστόσο, ριζικά η κατάσταση, όταν επέστρεψαν στη Σάμο 15 περίπου χιλιάδες κάτοικοί της, που είχαν καταφύγει κατά τη διάρκεια της ξενικής κατοχής στη Μέση Ανατολή, είχαν οι πιο πολλοί αναμειχθεί στο κίνημα του στρατού της Μέσης Ανατολής και ήσαν όλοι δοκιμασμένοι αντιφασίστες. Με την εμπειρία και τον ενθουσιασμό, που τους διέκρινε, ανασυγκρότησαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα το λαϊκοαπελευθερωτικό κίνημα του τόπου, ξαναλειτούργησαν τα γραφεία των ΕΑΜικών οργανώσεων, άνοιξαν και πάλι τις Δημοκρατικές Λέσχες στο Καρλόβασι, στο Μαραθόκαμπο και στο Βαθύ και επανεξέδωσαν τις εφημερίδες «Λαοκρατία» και «Καρμανιόλος».
Η Σάμος κάτω από τις νέες συνθήκες πέρασε σταθερά στο στρατόπεδο της ΕΑΜικής Αντίστασης. Ο νομάρχης Γ. Γρηγορίου ασκούσε γενικά ήπια πολιτική και δεν κάλυπτε ποτέ τις ακρότητες των αντιδραστικών στοιχείων του τόπου, η διοίκηση της χωροφυλακής ακολουθούσε ανάλογη στάση, ενώ η εθνοφυλακή φρόντιζε να διατηρεί φιλικές σχέσεις με τους ΕΑΜίτες.
Μετά τις εκλογές, όμως, του 1946, ο νομάρχης απομακρύνθηκε και στη θέση του τοποθετήθηκε ο Χρήστος Κούσουλας, ο οποίος έσπευσε να αναδιοργανώσει το αντιδραστικό καθεστώς και να καλλιεργήσει εκ νέου το κλίμα της φοβίας. Η Περιφερειακή Επιτροπή Σάμου του Κομμουνιστικού Κόμματος και η Νομαρχιακή του Αγροτικού Κόμματος συνήλθαν τότε σε κοινή σύσκεψη και αποφάσισαν την άμεση οργάνωση Ομάδων Λαϊκής Αυτοάμυνας για την προάσπιση της ζωής και της περιουσίας των λαϊκών αγωνιστών. Οι Ομάδες Λαϊκής Αυτοάμυνας συγκροτήθηκαν πολύ γρήγορα, μπήκαν κάτω από την καθοδήγηση τριμελών γραφείων και όλες μαζί λειτούργησαν υπό τη γενική εποπτεία πενταμελούς πανσαμιακού γραφείου, που είχε επικεφαλής του τον Μανώλη Καραθανάση ή Λυκούργο. Δεν άργησε μάλιστα να μετασχηματιστεί σε οργανωμένη λαϊκή δημοκρατική φρουρά, η οποία κάλυπτε το αντιτρομοκρατικό κίνημα του νησιού.
Οι αντιδραστικές δυνάμεις επιχείρησαν να απαντήσουν στη δραστηριότητα των ομάδων αυτοάμυνας με δυναμικό τρόπο. Έτσι, στις 5 του Μάη 1946 μια ομάδα 15 χωροφυλάκων με έναν υπενωμοτάρχη συνέλαβε εντελώς αυθαίρετα τα στελέχη του Αγροτικού Κόμματος στη Λέκα, με αποτέλεσμα η ομάδα αυτοάμυνας του χωριού, που την αποτελούσαν 17 μέλη, να επέμβει δραστήρια, να απελευθερώσει τους συλληφθέντες, να σκοτώσει τον υπενωμοτάρχη, να τραυματίσει τρεις χωροφύλακες, να τους αφοπλίσει όλους και στη συνέχεια να περάσει στην παρανομία.
Ο νομάρχης Χρήστος Κούσουλας, που υπήρξε ο εμπνευστής της αυθαιρεσίας της χωροφυλακής στη Λέκα, οργάνωσε εκείνη την εποχή πολλά παρόμοια περιστατικά, όπως η δολοφονία από παρακρατικούς του Μανώλη Μόσχου στους Μυτιληνούς. Παράλληλα, χρησιμοποιώντας ανεξέλεγκτα το δημόσιο χρήμα του επισιτισμού και των διανομών, προχώρησε στη δημιουργία ένοπλου σώματος ΜΑΥδων, που ξεπερνούσαν τους 1.500 άνδρες και αποτέλεσαν ουσιαστικά τον προσωπικό στρατό του.
Στις 25 του Μάρτη 1947 ο Χρήστος Κούσουλας μίλησε στην πλατεία της πρωτεύουσας του νησιού, με την ευκαιρία της εθνικής επετείου, και εκεί κήρυξε ανοιχτά τον πόλεμο κατά του ΕΑΜικού και ένοπλου λαϊκού κινήματος, με τα εξής που μεταξύ πολλών άλλων ανέφερε σε εμπρηστικό πολιτικό λόγο του:
«Με τον αγώνα (που διεξάγεται σήμερον) δια την ύπαρξιν της ελληνικής φυλής, αγώνα κατά των επιδρομέων της, διασαφηνίζεται απολύτως, ότι δεν κατοικούν εις την Ελλάδα Έλληνες αριστεροί, αλλά κομμουνιστική ελληνόφωνος μειονότης, ενεργούσα και συμμαχούσα με τους επιδρομείς της πατρίδος. Η μειονότης (άλλωστε αυτή) η εξαγγέλλουσα, διακηρύττουσα και προπαγανδίζουσα (και) την συμφιλίωσιν, απεδείχθη και παρά της Διεθνούς Επιτροπής (των Ηνωμένων Εθνών), ότι είναι συμπαραστάτης και σύμμαχος των Σλάβων. Διά τούτο αρνούμεθα και αποκηρύττομεν κάθε συμφιλιωτικήν κίνησιν μέχρι περατώσεως του αγώνος μας εναντίον των επιδρομέων”.
Οι ΜΑΥδες του Χρήστου Κούσουλα, με επικεφαλής τον επίορκο παλιό ΕΛΑΣίτη Ελευθέριο Μπέτσο, πρωτοστάτη της δολοφονίας των ΕΛΑΣιτών στο Κοκάρι, άρχισαν να απλώνουν από τα τέλη του Απρίλη 1947 την τρομοκρατική τους δράση σε όλο το νησί. Το γεγονός, ωστόσο, αυτό οδήγησε στην αύξηση του αριθμού των ένοπλων καταδιωκομένων λαϊκών αγωνιστών, οι οποίοι στις 25 του Μάη σχημάτισαν το πρώτο τμήμα του Δημοκρατικού Στρατού και εγκαταστάθηκαν στον Κέρκη.
Στις αρχές του 1947 έφτασε στη Σάμο ο Ικαριώτης Γιάννης Σαλάς, γνωστός Ακροναυπλιώτης και ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς της ελληνικής Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης της Μέσης Ανατολής. Ο Σαλάς ανέλαβε αμέσως την τοπική γραμματεία του ΚΚΕ και στη συνέχεια συναντήθηκε στα βουνά με τον ταγματάρχη Γιάννη Μαλαγάρη, παλιό συναγωνιστή του στα επαναστατικά γεγονότα της Αιγύπτου, με τον οποίο αποφάσισε τη γρήγορη ανάπτυξη αντάρτικου κινήματος στο τρομοκρατημένο νησί.
Το βράδυ της 25ης του Ιούνη αντάρτικη ομάδα με επικεφαλής τον Γιάννη Μαλαγάρη, τον Σαλά και τον Χρήστο Παντελόγλου χτύπησε αιφνιδιαστικά τον Παγώντα, κατέλαβε το σταθμό χωροφυλακής, σκότωσε δυο χωροφύλακες και αφόπλισε την υπόλοιπη φρουρά. Στα μέσα του Ιούλη, εξάλλου, από τις αντάρτικες ομάδες που υπήρχαν ήδη στον Καρβούνη και από την ομάδα του Γιάννη Σοφούλη σχηματίστηκαν τρεις διμοιρίες, που χτύπησαν και κατέλαβαν τους Μανωλάτες, διέλυσαν τους ΜΑΥδες στην Άμπελο και κατέλυσαν σε ολόκληρη αυτή την περιοχή την κυβερνητική εξουσία.
Στις αρχές του Αυγούστου εκλέχτηκε από μεγάλη σύσκεψη των ανταρτών του Καρβούνη και αντιπροσωπείας των ανταρτών του Κέρκη το Αρχηγείο του Δημοκρατικού Στρατού της Σάμου. Επικεφαλής του Αρχηγείου τοποθετήθηκαν ο Γιάννης Μαλαγάρης, ως στρατιωτικός αρχηγός, ο Γιάννης Σαλάς, ως πολιτικός επίτροπος, ο Γιάννης Ζαφείρης, ως υπεύθυνος του Γραφείου Επιχειρήσεων και βοηθός του στρατιωτικού αρχηγού, και ο Σταύρος Χατζηγεωργίου, ως βοηθός του πολιτικού επιτρόπου – ενώ μέλη του διατέλεσαν ο Μανώλης Ιωάννου, ο Κώστας Γρυδάκης, ο Χρήστος Παντελόγλου, ο Γιάννης Σοφούλης και ο Μιλτιάδης Βακάκης.
Στις 12 του Αυγούστου ισχυρές αντάρτικες δυνάμεις χτύπησαν ξαφνικά και κατέλαβαν το Καλαμπάχτασι και απελευθέρωσαν ολόκληρη σχεδόν τη Δυτική Σάμο – ενώ στις 29 του ίδιου μήνα στη μεγάλη μάχη των Γκιναίων, που τραυματίστηκε, όμως, σοβαρά ο Γιάννης Μαλαγάρης, οι κυβερνητικές δυνάμεις υπέστησαν πανωλεθρία. Στις 4 του Σεπτέμβρη, εξάλλου, συντρίφτηκε η φρουρά της Υδρούσας και ύστερα από δυο μέρες εξουδετερώθηκε η φρουρά του Πλατάνου και η διμοιρία του στρατού, που βρισκόταν εκεί, παραδόθηκε στους αντάρτες.
Στα μέσα του Σεπτέμβρη οι κυβερνητικές δυνάμεις επιχείρησαν να εγκλωβίσουν και να εξοντώσουν τους αντάρτες του Καρβούνη, οι οποίοι, όμως, κατόρθωσαν με ελιγμό μέσα από το ίδιο το Καρλόβασι να περάσουν στον Κέρκη. Οπως αναφέρεται σε σχετική ιστοριογραφική μελέτη:
«Η πορεία μέσα από το Καρλόβασι, τη νύχτα της 16ης προς 17η του Σεπτέμβρη, αποτέλεσε τον πιο θαυμαστό ελιγμό των ανταρτών της Σάμου. Τα δυο χιλιόμετρα του παραλιακού δρόμου και οι δεκάδες πάροδοι ελέγχονταν από τους ανιχνευτές, που ασφάλιζαν την πορεία στον αντάρτικο σχηματισμό. Το θέαμα ήταν μεγαλόπρεπο, καθώς οι 150 αντάρτες του Καρβούνη, αναπτυγμένοι κατά διμοιρίες, προχωρούσαν με σταθερό βηματισμό και άφηναν πίσω τους τα εργοστάσια, τα εμπορικά της Ρίβας και το μεγάλο γεφύρι».
Η αδυναμία των κυβερνητικών να συντρίψουν το Δημοκρατικό Στρατό της Σάμου τους υποχρέωσε σε διαπραγματεύσεις μαζί του, που άρχισαν στις 21 του Σεπτέμβρη στο Μαραθόκαμπο και στις οποίες πήραν μέρος για λογαριασμό της κυβέρνησης ο μητροπολίτης Ειρηναίος και ο βουλευτής Μανώλης Σοφούλης και για τους αντάρτες ο Γιάννης Ζαφείρης, ο Σταύρος Χατζηγεωργίου και ο Γιάννης Τζίχας. Αν και συμφωνήθηκε εκεχειρία 15 ημερών και αναγνωρίστηκε ουσιαστικά ο πλήρης έλεγχος συγκεκριμένων περιοχών του νησιού από το Δημοκρατικό Στρατό, οι διαπραγματεύσεις σταμάτησαν τελικά, ύστερα από σχετική έντονη αμερικανική αξίωση προς τον πρωθυπουργό Θεμιστοκλή Σοφούλη.
Στα μέσα του Οκτώβρη και με σκοπό την καλύτερη εκτέλεση των στρατιωτικών επιχειρήσεων η ηγεσία των ανταρτών προχώρησε στην οργάνωση του Δημοκρατικού Στρατού της Σάμου σε πέντε συγκροτήματα. Επρόκειτο για τα συγκροτήματα του Κεντρικού Καρβούνη, του Ανατολικού Καρβούνη, των Λακών, του Πλατάνου και του Κέρκη, με αντίστοιχες έδρες τα Μαρμαράκια, τα Κοχύλια, τη Μερτζάνη, την Κατλάκα και τον Αϊ Λια και αντίστοιχους τον Γιάννη Σοφούλη, τον Μιλτιάδη Βακάκη, τον Θεόδωρο Βασιλείου, τον Δημήτριο Ασημίνα και τον Μάνο Πίτα, οι οποίοι είχαν κοντά τους ως πολιτικούς επιτρόπους αντίστοιχα τον Γιώργο Βαλούκα, τον Κώστα Γρυδάκη, τον Μενέλαο Μενελάου, τον Θεόδωρο Ανάση και ένα πέμπτον, του οποίου, όμως, το όνομα δεν αναφέρεται στις πηγές. Οργανώθηκε, επίσης, επιμελητεία, που ανατέθηκε στον Χρήστο Παντελόγλου, λόχος μηχανημάτων, με διοικητή τον Γιάννη Τζίχα, και έμπεδο νεοσύλλεκτων κοντά στις Λάκες, με πρώτο εκπαιδευτή τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Σταμάτη Δεμερτζή.
Μεγάλη σημασία είχε δώσει η ηγεσία του Δημοκρατικού Στρατού της Σάμου στη διαφώτιση των ανταρτών και του λαού. Έτσι, είχε ιδρύσει ειδικό γραφείο, με υπεύθυνο τον Νίκο Σβερκίδη και με στόχους του «να εξοπλίζει ιδεολογικά τους μαχητές και να τους βοηθά στη λύση των ιδεολογικοπολιτικών προβλημάτων, που αναφύονταν, να εκλαϊκεύει το ιδεολογικό περιεχόμενο του Δημοκρατικού Στρατού στο σαμιώτικο λαό και να στέκεται άγρυπνος φρουρός των λαϊκών συμφερόντων και αμετάθετα προσηλωμένος στην ιδέα της ισότιμης συνεννόησης για συναδέλφωση και ειρήνη». Το Δεκέμβρη του 1948 μάλιστα άρχισε να εκδίδει το περιοδικό «Γκιναίοι», για το οποίο ανέφερε σε σχετική ανακοίνωσή του τα εξής:
«Η ύλη του περιοδικού, έχοντας το διπλό σκοπό να διαφωτίσει και να ψυχαγωγήσει συγχρόνως τον δημοκρατικό στρατιώτη, θα περιλαμβάνει θέματα σοβαρά – πολιτική αρθρογραφία, εσωτερική και εξωτερική επισκόπηση, ιστορικές επιφυλλίδες από τους λαϊκούς αγώνες της Σάμου, πορτραίτα λαϊκών αγωνιστών, προβλήματα στρατιωτικά, υγείας, νεολαίας και λαϊκά – όσο και αστεία, με σκοπό πάντα να διαφωτίσει ή να διορθώσει τα κακώς κείμενα (…). Οι πολιτικοί επίτροποι των τμημάτων πρέπει να ορίσουν ένα μόνιμο ανταποκριτή, ανεξάρτητα από τους έκτακτους συνεργάτες, σε κάθε τμήμα, που θα μελετά και θα γράφει τα ζητήματα, που απασχολούν ή ενδιαφέρουν το τμήμα του».
Στους τελευταίους μήνες του 1947 και ολόκληρο το 1948 ο Δημοκρατικός Στρατός της Σάμου γνώρισε μια σειρά από αξιόλογες επιτυχίες. Έτσι, στις 25 του Οκτώβρη 1947 δυο διμοιρίες του υπό τους Ανδρέα Κατσούφρο, Δημήτρη Ασημίνα και Μενέλαο Μενελάου κατέλαβαν τη Χώρα, παλιά πρωτεύουσα της Σάμου, και αιχμαλώτισαν τους ΜΑΥδες, που τη φρουρούσαν. Στις 2 του Νοέμβρη, εξάλλου, τρεις διμοιρίες του υπό τους Κώστα Κατσούφρο, Γιάννη Χατζηανδρέου και Αριστείδη Ζάγκα χτύπησαν τους Βουρλιώτες, διέλυσαν μια διλοχία ΜΑΥδων συντρίβοντας τις εκεί δυνάμεις της χωροφυλακής.
Από τις 19 του Δεκέμβρη 1947 μέχρι τις 16 του Γενάρη 1948 ο Δημοκρατικός Στρατός αντιμετώπισε αποφασιστικά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, που είχε οργανώσει ο αντίπαλος. Στις διάφορες, όμως, μάχες, που έδωσε, έχασε αρκετούς μαχητές και μεταξύ τους τον Μενέλαο Μενελάου και δέκα προσχωρήσαντες στις γραμμές του στρατιώτες, που αιχμαλωτίστηκαν από τον εχθρό στην Μπαθακιά και τουφεκίστηκαν όλοι επιτόπου.
Στις 20 του Γενάρη 1948 τα συγκροτήματα του Βακάκη και του Σοφούλη κατέλαβαν την εμπορική και βιομηχανική περιοχή του Όρμου, στο Καρλόβασι, και κατάσχεσαν πολλά είδη και χρήματα – ενώ δυο μέρες αργότερα μπήκαν στο Μεσαίο Καρλόβασι και πήραν σημαντικές ποσότητες τροφίμων. Στις 24 του ίδιου μήνα, εξάλλου, πρόσβαλαν τους Κουμαραδαίους και εξουδετέρωσαν τους εκεί ΜΑΥδες, και στις 24 του Φλεβάρη κατέλαβαν τους Μυτιληνούς, αφού επέφεραν στους κυβερνητικούς σοβαρές απώλειες. Τη νύχτα της 7ης του Μάρτη, τέλος, όλες οι αντάρτικες δυνάμεις του Κέρκη και του Καρβούνη χτύπησαν το Νέο Καρλόβασι, κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος του και αποσύρθηκαν, συναποκομίζοντας πλούσια πολεμικά λάφυρα.
Στις 6 του Ιούνη 1948 οι κυβερνητικές δυνάμεις άρχισαν και πάλι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, αντιμετωπίστηκαν, όμως, στον Καρβούνη με επιτυχία από το Δημοκρατικό Στρατό, ο οποίος, αφού κράτησε εκεί τις θέσεις του για δώδεκα μέρες, διολίσθησε με ελιγμό στον Κέρκη. Οι επιχειρήσεις, ωστόσο, του κυβερνητικού στρατού συνεχίστηκαν και το φθινόπωρο με τη χρησιμοποίηση ισχυρών δυνάμεων πεζικού, πυροβολικού, ναυτικού και αεροπορίας, με τις οποίες προσπαθούσε, χωρίς επιτυχία, να κάμψει έναν αντίπαλο, που ταχύτατα περνούσε από την άμυνα στην επίθεση και από τον ελιγμό στη «λούφα».
Στις αρχές του Νοέμβρη, τα κυβερνητικά στρατεύματα ανέβηκαν στον Κέρκη με μεγάλες δυνάμεις, υποχρεώθηκαν, όμως, να φύγουν αμέσως, εξαιτίας μιας πολύ επιτυχημένης αντιπερισπαστικής κίνησης του Δημοκρατικού Στρατού. Συγκεκριμένα, στις 4 του Νοέμβρη, μια διμοιρία ανταρτών, με επικεφαλής τον Μιλτιάδη Βακάκη, μπήκε αιφνιδιαστικά στο Καρλόβασι και έβαλε φωτιά στο δημόσιο καπνεργοστάσιο.
Το 1949, όμως, η κατάσταση άλλαξε ριζικά σε βάρος του Δημοκρατικού Στρατού. Στα τέλη του Μάρτη εκείνου του χρόνου έφτασαν στο νησί τρία ειδικά μακρονησιώτικα τάγματα, με «ανανήψαντες» παλιούς ΕΛΑΣίτες αξιωματικούς και με επικεφαλής τον ταξίαρχο Δαούλη, τον αντισυνταγματάρχη Μπουτσικάρη και τον ταγματάρχη Ησαΐα. Προτού, ωστόσο, οι δυνάμεις αυτές αρχίσουν τις επιχειρήσεις κατά των ανταρτών, πάνω από δυο χιλιάδες «ύποπτοι» συνελήφθησαν προληπτικά από τις αστυνομικές αρχές και το στρατό και οδηγήθηκαν στη Μακρόνησο.
Οι επιχειρήσεις των κυβερνητικών δυνάμεων άρχισαν στις 4 του Απρίλη στις περιοχές του Καρβούνη, του Κέρκη και των Σπαθαριώτικων Βουνών, χωρίς, όμως, τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ο Δημοκρατικός Στρατός, χρησιμοποιώντας την αντάρτικη τακτική, αντιμετώπιζε με επιτυχία τον αντίπαλο, στήνοντας ενέδρες στα χαμηλά περάσματα, στις προσβάσεις των μικρών ορεινών όγκων, και ναρκοθετώντας δρόμους και μονοπάτια.
Στα μέσα του Μάη έφτασαν στη Σάμο με πολεμικό πλοίο ο Αλέξανδρος Παπάγος και ο Βαν Φλιτ και αφού μελέτησαν την κατάσταση, διέταξαν και εδώ το άμεσο άδειασμα της υπαίθρου από τους κατοίκους της, προκειμένου να απομονωθούν εντελώς οι αντάρτες. Έτσι, οι Σαμιώτες χωρικοί εγκατέλειψαν και αυτοί τις εστίες τους και συγκεντρώθηκαν υποχρεωτικά στους Βουρλιώτες, στο Καρλόβασι, στον Πύργο, στον Πλάτανο, στον όρμο του Μαραθόκαμπου, στη Χώρα, στο Πυθαγόρειο και στους Μυτιληνιούς.
Οι αντάρτες χωρίστηκαν τότε σε μικρές ομάδες και προσπάθησαν να περιορίσουν στο ελάχιστο τα ενδεχόμενα της εμπλοκής τους σε αναμετρήσεις με τον πανίσχυρο αντίπαλο. Τούτο, όμως, ήταν αδύνατο, εξαιτίας της συνεχούς παρουσίας των κυβερνητικών στρατευμάτων σε όλη την έκταση του νησιού – γεγονός που οδήγησε, τελικά, στην ολοσχερή ήττα των ανταρτών και στη Σάμο.
Στις 21 του Ιούλη, συγκεκριμένα, αυτοκτόνησαν κοντά στο Καλαμπάχτασι, για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού, ο αρχηγός του τοπικού Δημοκρατικού Στρατού Γιάννης Μαλαγάρης και οι καπεταναίοι Κώστας Γρυδάκης, Θεμιστοκλής Θεοδωρής και Σίμος Γεράκης και σκοτώθηκαν πολεμώντας οι Λευτέρης Βασιλάκης, Μανώλης Κέλης, Μέχρης Καρναβάς, Αλέκος Καρναβάς, Αντώνης Μάζαρης και Δημήτρης Παπαγεωργίου. Στις 29 του ίδιου μήνα έχασαν τη ζωή τους στην Ξηρολακκιά οι Αριστοτέλης Τζίχας, Γιάννης Τζίχας, Αλέκος Γομαλάτσος, Λευτέρης Νικητάκης, Γιάννης Χατζηλίας, Ανδρέας Παληογιώργης, Γιάννης Γιάννου, Γιάννης Ταμπακλής, Θεμιστοκλής Τσιμπογιάννης, Κώστας Παπαντωνίου και Μιχάλης Ξουραφής και πιάστηκαν αιχμάλωτοι δεκαεννέα – ανάμεσά τους ο Γιάννης Ζαφείρης, ο Σταύρος Χατζηγεωργίου, ο Γιάννης Σοφούλης, ο Γεώργιος Βαλούκας, ο Θεόδωρος Βασιλείου, ο Κώστας Κατσούφρος, ο Χρήστος Αξιώτης, η Ανθή Κουτσοδόντη, ο Μανώλης Διακογιάννης, ο Γιάννης Τσερέπας, ο Δημήτρης Βουρλιώτης, ο Μιχάλης Κυρανάκης, ο Στ. Καβουριάρης, ο Δημήτρης Παρτσάφας, ο Νικ. Τζιβανάκης, ο Κώστας Μακρής, ο Γιάννης Χατζηϊωάννου, η Γεωργία Καλούσου και ο Γιάννης Κοκώνης. Πάνω από 40 αντάρτες, εξάλλου, εκτελέστηκαν, αμέσως σχεδόν μόλις πιάστηκαν αιχμάλωτοι, και μεταξύ τους ο Γιώργης Βακαλόπουλος και ο Μανόλης Κόκας.
Στις 18 του Οκτώβρη ο πολιτικός επίτροπος του σαμιώτικου Δημοκρατικού Στρατού Γιάννης Σαλάς και ο νεαρός φοιτητής της Ιατρικής Σαράντος Καρούτσος συνελήφθησαν στην παραλιακή θέση Γκινάκι, ύστερα από προδοσία, και λίγο αργότερα δολοφονήθηκαν στα Κόκκινα Χώματα, με βάση ειδική μυστική διαταγή του στρατιωτικού διοικητή της Σάμου.
Ικαρία
Η Ικαρία και οι γειτονικοί Φούρνοι χρησιμοποιήθηκαν από τις μεταδεκεμβριανές κυβερνήσεις ως τόποι εξορίας των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Στους Φούρνους μάλιστα, βρέθηκε νεκρός στο δωμάτιό του, με μια σφαίρα στην καρδιά, στις αρχές του Μάη 1947, ο συνταγματάρχης Ευριπίδης Μπακιρτζής, κορυφαίο στέλεχος του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Οι αρχές τότε είχαν δηλώσει ότι ο εκτοπισμένος αγωνιστής είχε αυτοκτονήσει, σε τηλεγράφημά του, όμως, προς την ΚΕ του ΕΑΜ εκ μέρους όλων των εκεί εξόριστων, ο Γεράσιμος Στεφανάτος είχε χαρακτηρίσει ύποπτο το θάνατό του.
Στην Ικαρία το αριστερό κίνημα ήταν ανέκαθεν ισχυρό – γεγονός που μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας δεν άφηνε αρκετά περιθώρια για την εκεί δράση παρακρατικών συμμοριών. Ο νομάρχης, όμως, της Σάμου Χρήστος Κούσουλας, επιδιώκοντας να δημιουργήσει και σ’ αυτό το νησί εμφυλιοπολεμικό κλίμα, έστειλε στις εκεί αστυνομικές αρχές εμπιστευτικό τηλεγράφημα, με το οποίο διέταζε την άμεση σύλληψη όλων των στελεχών του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στην Ικαρία.
Το τηλεγράφημα, ωστόσο, αυτό του νομάρχη έγινε γνωστό στην τοπική οργάνωση του ΚΚΕ (το παρέδωσε ο τηλεγραφητής Θεολόγος Φάκαρης σε στελέχη του ΚΚΕ), με αποτέλεσμα διακόσια περίπου μέλη και στελέχη του να περάσουν στην παρανομία. Στην αρχή, οι εν λόγω παράνομοι κρύβονταν άοπλοι και αργότερα ορισμένοι απ’ αυτούς παραδόθηκαν ή έφυγαν από το νησί – οι πιο πολλοί, όμως, έμειναν στην Ικαρία, περιμένοντας τις εξελίξεις.
Το καλοκαίρι του 1947, σε μυστική σύσκεψη στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος, του Αγροτικού Κόμματος και της ΕΠΟΝ, συγκροτήθηκε διακομματική επιτροπή ως ενιαίο καθοδηγητικό κέντρο του ικαριώτικου κινήματος και πάρθηκαν αποφάσεις, που αφορούσαν τις σχέσεις και τη δουλειά με τους εξόριστους, τη φύλαξη του παράνομου μηχανισμού και την έκδοση της παράνομης πια εφημερίδας «Νέα Ικαρία».
Στην εν λόγω σύσκεψη δε συζητήθηκε η οργάνωση ένοπλων τμημάτων κρούσης στο νησί. Η απόφαση για την ένοπλη αυτοάμυνα πάρθηκε λίγο αργότερα, με εισήγηση του Γιάννη Σαλά, ο οποίος, πηγαίνοντας τότε στη Σάμο, πέρασε από την Ικαρία. Επρόκειτο, ωστόσο, για παθητική αυτοάμυνα, που εφαρμόστηκε μέχρι το τέλος, και όχι για ενεργητική, που την είχε αργότερα συμβουλεύσει το Αρχηγείο του Δημοκρατικού Στρατού της Σάμου.
Η πρώτη σύγκρουση των Ικαριωτών αυτοαμυνιτών με ομάδες των τριακοσίων χωροφυλάκων και των εκατό περίπου ΜΑΥδων, που φρουρούσαν το νησί, πραγματοποιήθηκε στην περιοχή του Φραντάτου και εξελίχτηκε σε πολύωρη μάχη, χωρίς ωστόσο απώλειες. Η δεύτερη σύγκρουση έγινε στον Ορθό Λούρο, πάνω από το Μαυράτο, χωρίς επίσης απώλειες, η τρίτη στο Μαύρο Γκρεμό, πάνω από το Δρούτσουλα, με θύμα τον Γεώργιο Βελετάκη και η τέταρτη στον Άγιο Ονούφριο, με νεκρό τον Μόσχο Μάζαρη και αιχμαλώτους τον Γεώργιο Τσερμέγκα και τον Παναγιώτη Σαμπλίδη, που εκτελέστηκαν αργότερα, ύστερα από απόφαση του στρατοδικείου της Σάμου. Η πέμπτη σύγκρουση σημειώθηκε στο Δοκίμι, πάνω από την Αραίθουσα, με ένα νεκρό και μερικούς τραυματίες από τη δύναμη της χωροφυλακής, και η έκτη στη χαράδρα της Σχίζας, μεταξύ Αραίθουσας και Καραβοστάμου, με νεκρό τον Διαμαντή Διαμαντή και βαριά τραυματισμένο τον Θεολόγο Τσούνη.
Οι αντάρτες της Ικαρίας είχαν βοηθήσει με τις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ στην απόδραση εκατό περίπου εξορίστων, που έμειναν μαζί τους ή φυγαδεύτηκαν στην Αθήνα, στη Σάμο και αλλού. Κατόρθωναν, εξάλλου, με μικρά πλωτά μέσα να σπάζουν τον κλοιό των καταδρομικών και των αντιτορπιλικών και να διατηρούν τακτική επικοινωνία με τη Σάμο και την Αθήνα – ενώ είχαν κατά καιρούς μεταφέρει πάνω από 26 Ικαριώτες και εξόριστους στη Σάμο για ένταξή τους στον εκεί Δημοκρατικό Στρατό και πολλούς τραυματίες από τη Σάμο νια θεραπεία τους στην Ικαρία.
Μετά την καταστροφή του Δημοκρατικού Στρατού στη Σάμο, ο κυβερνητικός στρατός ετοιμάστηκε να στραφεί κατά των ανταρτών της Ικαρίας, αφού προηγούμενα συνέλαβε όλους τους συγγενείς τους και συγκέντρωσε όλους τους κατοίκους της ορεινής περιοχής σε παραθαλάσσια ελεγχόμενα κέντρα. Ο γραμματέας, όμως, της τοπικής κομματικής οργάνωσης Χρήστος Μαυρογιώργης, χωρίς εντολή ανώτερου οργάνου, αλλά ενεργώντας αυτόβουλα, παράγγειλε τότε στους αντάρτες «να παραδώσουν μεμονωμένα τον οπλισμό τους ως αυθορμήτως παρουσιασθέντες», πράγμα που έκανε και ο ίδιος -με αποτέλεσμα να παραδώσει τα όπλα στους κυβερνητικούς η πλειοψηφία των μαχητών του ΔΣΕ.
Στα χρόνια 1948-1949 σκοτώθηκαν ή δολοφονήθηκαν οι αγωνιστές: Νίκος Παπαζαχαριουδάκης, Νέστορας Νιαπάς, Νίκος Πίττακας, Ηλίας Ξηρός.
Εννιά μαχητές του ΔΣ Ικαρίας αρνήθηκαν να παραδοθούν και παρέμειναν καταδιωκόμενοι στο νησί μέχρι το 1955. Οι Γιάννης Τσερμέγκας, Φίλιππος Μαυρίκης, Ευστράτιος Τσαμπής, Στέφανος Παπαγεωργάκης, Αντώνης Καλαμπόγιας, Κώστας Λίτσας, Δημήτρης Μπάφας, Χαράλαμπος Γκότζιος κατόρθωσαν να επιζήσουν και να καταφύγουν, τελικά, στις σοσιαλιστικές χώρες, ενώ ο Βασίλειος Φρουζές πήγε στο Βόλο απ’ όπου καταγόταν και δούλεψε στην παρανομία.
Από την ζωή των 120 μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού Ικαρίας
Το 1947 και χωρίς προφανή αιτία, διατάχτηκε τηλεγραφικά από το νομάρχη Σάμου Κούσουλα, η σύλληψη όλων των στελεχών του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στην Ικαρία. Το τηλεγράφημα αυτό του νομάρχη δόθηκε μυστικά στην Κομματική Οργάνωση της Ικαρίας από τον τηλεγραφητή Θεολόγο Φάκαρη, με πολύ κίνδυνο για τον ίδιο και την οικογένειά του. Μέσα σε μία μόνο νύχτα η Κομματική Οργάνωση Ικαρίας κατόρθωσε να ενημερώσει όλα τα μέλη της. Έτσι κατόρθωσαν περίπου 200 κομμουνιστές να αποφύγουν τη σύλληψη και να εγκαταλείψουν με διάφορα μέσα και πολλούς κινδύνους το νησί, με προορισμό την Αθήνα, τη Χίο και την Εύβοια, για να ενταχθούν στον ΔΣΕ.
Οι υπόλοιποι που έμειναν στο νησί συγκρότησαν το αντάρτικο της Ικαρίας, το οποίο αρχικά έφτανε τους 120 μαχητές. Τελικά μετά την υποχώρηση του ΔΣΕ, παρέμειναν στο νησί καταδιωκόμενοι οκτώ κομμουνιστές, που όπως αναφέρεται στην από 22-5-1952 ανακοίνωση του Ταγματάρχη Χωροφυλακής Π. Κοσμόπουλου “Επικηρυχθέντες ως λησταί αντί του ποσού των δραχμών 15.000.000 δια τον φόνον η σύλληψιν και δραχμών 10.000.000 δια την αποτελεσματικήν καταδίωξιν εκάστου τούτων:
Ιωάννη Τσερεμέγκα
Φίλιππο Μαυρίκη
Ευστράτιο Τσαμπή
Στέφανο Παπαγεωργάκη
Αντώνιο Καλαμπόγια
Βασίλειο Φρουζέ
Κωνσταντίνο Λίτσα
Δημήτριο Μπάφα
Η ομάδα των οκτώ καταδιωκόμενων την περίοδο 1950-1955 κατόρθωνε να κυκλοφορεί 100 αντίτυπα του παράνομου Δελτίου Ειδήσεων στα χωράφια της Ικαρίας. Αργότερα με πρόταση του Μπάμπη Γκότζιου στο δελτίο δόθηκε ο τίτλος Χωρίς Λογοκρισία και τυπώνονταν σε χειροκίνητο πολύγραφο που είχαν κατασκευάσει οι ίδιοι οι καταδιωκόμενοι και λειτουργούσε σε διάφορα κρησφύγετα και θαλασσοσπηλιές. Υπεύθυνοι της έκδοσης ήταν ο Στρατής Τσαμπής και ο Κώστας Λίτσας. Βασική πηγή των ειδήσεων ήταν ο ραδιοφωνικός σταθμός του εξωτερικού Φωνή της Αλήθειας, τις εκπομπές του οποίου, παρακολουθούσαν κάθε μέρα από ένα παλιό ραδιόφωνο, που λειτουργούσε με μπαταρίες που τις φόρτιζαν με τα πόδια. Αργότερα κατόρθωσαν να προμηθευτούν ένα Tesla με φορητές μπαταρίες εξασφαλίζοντας καλύτερη ακρόαση.
Δυστυχώς έως σήμερα δεν έχει εντοπιστεί έντυπο υλικό της ομάδας ανταρτών της Ικαρίας. Στο νησί λέγεται ότι κατά τη διάρκεια εξόρυξης σχιστόλιθων το 1970 στον παλιό δρόμο από Τσουδερό προς Μαυράτο βρέθηκε ένα σιδερένιο δοχείο με κατεστραμμένο από την υγρασία έντυπο υλικό της ομάδας.
Ο αγωνιστής Αντώνης Καλαμπόγιας αναφέρει για την δραστηριότητα των οκτώ:
” Με ένα πολύ πυκνό δίχτυ καταφυγίων μέσα στα χωριά και στα βουνά δημιουργήσαμε τις προϋποθέσεις για να σ΄τησουμε ένα γερό κομματικό μηχανισμό. Προμηθευτήκαμε δύο ραδιόφωνα, δύο γραφομηχανές, πολυγράφους, χαρτί και ότι άλλο χρειαζούμενο και στήσαμε το “εκδοτικό” μας σε ένα καταφύγιο. Άρχισε όλο το νησί να έχει και το παράνομο δελτίο και τα άλλα παράνομα έντυπά του. Ο κάθε αγωνιστής διάβαζε προσεκτικά το γραφτό που έπαιρνε στα χέρια του. Κι ο καθένας καταλάβαινε σε ποιες συνθήκες τυπώνονταν και με τι δυσκολίες και κινδύνους έφθανε στα χέρια του κάθε έντυπο της οργάνωσης.”
Η ενημέρωση των κατοίκων της Ικαρίας από τα παράνομα έντυπα των οκτώ συνεχίστηκε παρά τα δρακόντεια τρομοκρατικά μέτρα των αστυνομικών αρχών του νησιού. μέχρι το Σάββατο 15 Ιούλη 1955, όταν κατόρθωσαν να αποδράσουν με καΐκι, στέλνοντας από το πέλαγος το μήνυμα:
Αγαπημένη μας Νικαριά, καλή αντάμωση
Οι οκτώ της Ικαρίας από την ταινία με τίτλο Ούλοι εμείς Εφέντη |
Αναδημοσίευση από www.kokkinosfakelos.blogspot.gr
2η αναδημοσίευση από : https://mypoliticalandhistoricaldiaries.blogspot.gr