ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ
ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ
Αθήνα, 14/11/2018
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Εκκινεί σήμερα, με πρωτοβουλία της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, η κορυφαία κοινοβουλευτική διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος. Είναι διαδικασία κορυφαία ανεξαρτήτως της εκάστοτε συγκυρίας, στην οποία λαμβάνει χώρα, καθώς η αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί -θα έλεγα- την αναθεώρηση των ίδιων των κανόνων της πολιτικής αντιπαράθεσης, του ίδιου του πλαισίου εντός του οποίου κινείται η πολιτική. Γι’ αυτό και το Σύνταγμα -και όχι άδικα- έχει χαρακτηριστεί και ως το «δίκαιο της πολιτικής».
Σήμερα, όμως, αυτή η διαδικασία παίρνει ακόμα ευρύτερο περιεχόμενο και αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία, διότι έρχεται σε μια μεταβατική στιγμή για τη χώρα, για την κοινωνία και για την οικονομία, τη στιγμή, δηλαδή, που κάνουμε τα πρώτα μας βήματα μετά την ολοκλήρωση μιας πολυετούς περιόδου, της μνημονιακής περιόδου, μιας δύσκολης και σκληρής περιόδου για τη χώρα, μιας περιόδου που έληξε, όμως, με την καθαρή έξοδο από το τελευταίο πρόγραμμα προσαρμογής τον περασμένο Αύγουστο.
Και εδώ δεν έχουμε να κάνουμε -θα έλεγα- απλώς με μία χρονική σύμπτωση δύο ανεξάρτητων μεταξύ τους καταστάσεων. Το αντίθετο. Η ολοκλήρωση της μνημονιακής περιόδου και η εκκίνηση της συνταγματικής αναθεώρησης αμέσως μετά, συμπίπτουν χρονικά από επιλογή. Διότι σήμερα πλέον εκτός από την υποχρέωση, έχουμε και τη δυνατότητα -θα έλεγα- να σκεφθούμε πάνω στην εμπειρία αυτών των χρόνων που πέρασαν, να σκεφθούμε πάνω στην εμπειρία της χρεοκοπίας, στην εμπειρία της κρίσης συνολικά, αλλά και στην εμπειρία που αποκομίσαμε από τη διαχείριση αυτής της κρίσης, να στοχαστούμε πάνω στις θεσμικές αιτίες τους -γιατί, βεβαίως, υπάρχουν και άλλες, μη θεσμικές- να αντλήσουμε από την εμπειρία μας αυτή και να εξάγουμε αναγκαία διδάγματα.
Διότι αν η κρίση ήταν πράγματι μια συντριπτική εμπειρία για τη μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού λαού που σήκωσε δυσανάλογα βάρη, μας έκανε -θα έλεγα- ταυτόχρονα σοφότερους για πάρα πολλά. Μας οδήγησε στο να κοιτάξουμε κατάματα το δημοκρατικό έλλειμμα του πολιτικού μας συστήματος, τις θεσμικές, αλλά και τις διοικητικές μας ανεπάρκειες, αλλά και να κατανοήσουμε τους τρόπους οργάνωσης και αυτοπροστασίας των οικονομικών και πολιτικών ελίτ, που σε μεγάλο βαθμό σχετίζονται και με το Σύνταγμα.
Και ακριβώς επειδή η κρίση λειτούργησε αφυπνιστικά, έφερε στο προσκήνιο, με ένταση, λαϊκά αιτήματα για περισσότερη Δημοκρατία, περισσότερη ισότητα, περισσότερη κοινωνική προστασία, αλλά και το αίτημα για τη ριζική μεταρρύθμιση του ελληνικού κράτους, ενός κράτους του οποίου η οργανωτική δυσμορφία δεν ήταν αποτέλεσμα της δήθεν ανεπάρκειας των κυβερνήσεων της Μεταπολίτευσης, διότι σε άλλα ήταν εξαιρετικά επαρκείς αυτές οι κυβερνήσεις. Ούτε, φυσικά, έχει να κάνει με τη δήθεν αποτυχία της Μεταπολίτευσης, όπως μας έλεγαν και όπως μας λένε ακόμα κάποιοι εκπρόσωποι του παλιού πολιτικού συστήματος που οδήγησε τη χώρα στην κρίση, που όταν μιλούν για τους άλλους, τους διεφθαρμένους, τους φοροφυγάδες, το πελατειακό σύστημα στη χώρα, στην πραγματικότητα μιλούν για τις δικές τους ευθύνες, ενδεχομένως για τους εαυτούς τους.
Δεν ήταν, λοιπόν, ανεπάρκεια αυτή η κατάσταση. Ήταν πολιτική επιλογή, καθώς το οργανωτικό και διοικητικό χάος αποτέλεσε από μόνο του, θα έλεγα, μια τεχνολογία εξουσίας. Ήταν η προϋπόθεση για την αναπαραγωγή σχέσεων εξάρτησης των πολιτών από το πολιτικό σύστημα, για τη δημιουργία, τη συντήρηση και τη συγκάλυψη εστιών διαφθοράς από τη βάση μέχρι τις κορυφές του διοικητικού μηχανισμού, αλλά, θα έλεγα και προϋπόθεση για την ανοχή στη γενικευμένη φοροδιαφυγή, που λειτούργησε ως καταλύτης για την ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού, την αποδοχή του, δηλαδή, από ευρύτερα λαϊκά στρώματα και κυρίως από τα μεσαία στρώματα.
Έχω, λοιπόν, την πεποίθηση ότι μια από τις θετικές παρακαταθήκες της κρίσης ήταν η ευαισθητοποίηση των πολιτών όχι μόνον εναντίον των πολιτικών της λιτότητας, αλλά και εναντίον ενός πολιτικού συστήματος που περιορίζει τη συμμετοχή των πολιτών στη λήψη των αποφάσεων, που υποτιμά εν τέλει τον ρόλο και τη νοημοσύνη τους και εγκαθιδρύει ένα καθεστώς αδιαφάνειας σε κρίσιμες επιλογές. Αυτό ήταν άλλωστε και το αίτημα για περισσότερη και ουσιαστικότερη δημοκρατία και για μεταρρύθμιση του κράτους, που αναδείχθηκε τα πρώτα χρόνια της κρίσης από το λεγόμενο «κίνημα των πλατειών». Εγώ θα έλεγα ειδικότερα της κάτω πλατείας, εκείνης όπου είχε λιγότερα συνθήματα και περισσότερες προτάσεις και περισσότερο αναστοχασμό.
Εμείς, λοιπόν, με την πρόταση που καταθέτουμε σήμερα στο Ελληνικό Κοινοβούλιο για τη συνταγματική μεταρρύθμιση, ερχόμαστε να επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε και να αφουγκραστούμε αυτήν τη λαϊκή απαίτηση και τη λαϊκή προσδοκία για μεταρρύθμιση του κράτους.
Την ίδια στιγμή, όμως, η πρότασή μας επιχειρεί να απαντήσει και στις μεγάλες προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη κάθε οργανωμένη κοινωνία στην αυγή του 21ου αιώνα.
Όπως έχω πει αρκετές φορές, η πρότασή μας για τη συνταγματική αναθεώρηση δεν είναι μια πρόταση που κοιτάει προς τα μέσα. Ταυτόχρονα, λαμβάνει υπ’όψιν τους μετασχηματισμούς του κράτους και των θεσμών, αλλά και την ανάδυση πολλαπλών εθνικών, υπερεθνικών, δημόσιων και ιδιωτικών κέντρων εξουσίας, που δυστυχώς δεν ελέγχονται πλέον αυτά τα κέντρα εξουσίας από τον λαό, αλλά αντίθετα επιβάλλουν πολιτικές και οικονομικές επιλογές, ασκώντας την πειθαρχική τους λειτουργία πάνω στον λαό και στους εκλεγμένους αντιπροσώπους του.
Επιβάλλουν επιλογές επειδή υποτίθεται πως κατέχουν τη γνώση, μια γνώση ουδέτερη και αντικειμενική, μια γνώση που τη στερείται το πολιτικό σύστημα, οι αντιπρόσωποι του λαού ή ο ίδιος ο λαός, μια γνώση, λοιπόν, που είναι στην πραγματικότητα από μόνη της μια εξουσία, όπως συνήθιζε να λέει ο Νίκος Πουλαντζάς, μια εξουσία στην οποία ο λαός πρέπει να πειθαρχήσει.
Μέσα, λοιπόν, σε αυτήν την παγκόσμια μεταδημοκρατική συνθήκη και λαμβάνοντας υπ’όψιν τις εθνικές ιδιομορφίες και τα αποτελέσματα της κρίσης, είμαστε υποχρεωμένοι να προχωρήσουμε.
Καταθέτουμε, λοιπόν, μία πρόταση αναθεώρησης που έχει ως κύριο σκοπό της την ενίσχυση του κοινοβουλευτισμού, την εμβάθυνση της Δημοκρατίας και της λαϊκής συμμετοχής, την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, την κατάργηση των προνομιακών θεσμών υπέρ της πολιτικής ελίτ, ας μου επιτραπεί ο όρος.
Καταθέτουμε, όμως, και μία πρόταση που αποφεύγει τον συνταγματικό μαξιμαλισμό και τον βολονταρισμό, διότι ξέρουμε -το έχουμε μάθει πλέον αυτό- ότι δεν εξαρτώνται όλα από το Σύνταγμα. Αυτό που μπορεί να κάνει το Σύνταγμα είναι να θέσει τους όρους και τα όρια, να καθορίσει τις μορφές της πολιτικής σύγκρουσης και όχι να προκαταβάλει ή να προεξοφλήσει το αποτέλεσμα της πολιτικής σύγκρουσης.
Και ακριβώς επειδή αυτό το γνωρίζουμε, δεν έχουμε καμία φιλοδοξία να θέλουμε να δημιουργήσουμε το τέλειο Σύνταγμα, απλούστατα γιατί δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε το τέλειο Σύνταγμα, γιατί δεν υπάρχει τέλειο Σύνταγμα. Διότι πάντοτε το ερώτημα που θα προβάλλει αμείλικτο είναι, τέλειο για ποιον;
Επομένως, αυτό που επιχειρούμε δεν είναι να επιβάλλουμε τις δικές μας απόψεις και προτάσεις, τις καταθέτουμε με στόχο να αναζητήσουμε συναινέσεις, συναινέσεις σε θέσεις και προτάσεις που θεωρούμε αναγκαίες για τους σκοπούς που θέλουμε να υπηρετήσουμε.
Εκτιμώ πως αυτοί οι σκοποί δεν είναι μόνο ή αποκλειστικά δικοί μας, δηλαδή της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ που καταθέτει αυτή την πρόταση. Εκτιμώ ότι υπάρχουν αρκετοί και αρκετές σε αυτό το Κοινοβούλιο που μοιράζονται αυτούς τους σκοπούς, ενδεχομένως από άλλη ιδεολογική ή πολιτική αφετηρία.
Εκτιμώ ότι είναι αρκετοί εκείνοι που συμφωνούν στην ανάγκη μιας νέας αρχιτεκτονικής του πολιτεύματος που σήμερα προτείνουμε, στην ανάγκη για την ενίσχυση για παράδειγμα της πολιτικής σταθερότητας, την ενίσχυση του Κοινοβουλίου αλλά και των κυβερνήσεων με την εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας, αλλά και τον ταυτόχρονο εσωτερικό εξισορροπητικό μηχανισμό του αναλογικού εκλογικού συστήματος, όπως και στην ανάγκη να αποσυνδεθεί η διαδικασία της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από την πρόωρη διάλυση της Βουλής. Και φυσικά συμφωνούν με την προσπάθεια να δημιουργήσουμε θεσμικούς όρους και προϋποθέσεις που θα εξαντλούν κάθε φορά τα περιθώρια αυτής της συναίνεσης.
Και αυτό νομίζω ότι επιτυγχάνεται με την πρόταση που καταθέτουμε, την πρόταση των διαδοχικών ψηφοφοριών, διότι εδώ οποιαδήποτε άλλη λύση -μετά από δύο ή τρεις αποτυχημένες προσπάθειες για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας το να πηγαίνουμε απευθείας στο λαό, πρόταση την οποία είχαμε καταθέσει και εμείς αρχικά- ενέχει την πιθανότητα ενός κινδύνου.
Ο κίνδυνος είναι να έχουμε έναν δυϊσμό στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας διότι, όταν ο συνταγματικός νομοθέτης προβλέπει ότι αμέσως μετά από δύο τρεις άκαρπες διαδοχικές ψηφοφορίες, θα έρχεται η κρίση του λαού, ποτέ το εκάστοτε πολιτικό σύστημα -ανεξαρτήτως των κοινοβουλευτικών ισορροπιών- δεν θα συναινέσει στην εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Βουλή, αλλά θα δίνει την προοπτική άμεσης εκλογής από τον λαό.
Η προοπτική της άμεσης εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό δίνει -προφανώς ανεξαρτήτως των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας- μια ιδιαίτερη ισχύ στον εκλεγμένο απευθείας από τον λαό Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το ερώτημά μας είναι το εξής: Επιθυμούμε αυτό τον δυϊσμό; Η δική μας σκέψη και η δική μας πρόταση δεν είναι αυτή, δεν είναι να δημιουργήσουμε ένα διπολικό σύστημα.
Ο δεύτερος κίνδυνος είναι να υιοθετήσουμε την άποψη ότι δεν πρέπει να έχουμε ούτε στο τέλος της διαδικασίας την ύστατη εκδοχή της καταφυγής στη λαϊκή κρίση και να δώσουμε τη δυνατότητα εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, μετά από τρεις διαδοχικές αστοχίες, τρεις διαδοχικές ψηφοφορίες που δεν θα καταλήξουν, στους εκατόν πενήντα ένα.
Εδώ έχουμε τον κίνδυνο να δημιουργηθεί το αντικίνητρο συναίνεσης, δηλαδή το αντικίνητρο να δημιουργηθεί συναίνεση για το πρόσωπο εκείνο που εκ του Συντάγματος πρέπει να είναι ο εκφραστής της ενότητας του πολιτεύματος και άρα να δώσουμε τη δυνατότητα στην απλή κοινοβουλευτική πλειοψηφία των εκατόν πενήντα ένα να εκλέγει Πρόεδρο της Δημοκρατίας και μάλιστα χωρίς τη μεσολάβηση εκλογών.
Νομίζω, λοιπόν, ότι η πρόταση που, μετά από πολλή βάσανο, καταθέτουμε αντιμετωπίζει στο μέτρο του δυνατού και τους δύο αυτούς κινδύνους που προανέφερα.
Επίσης, για να περάσω σε ένα άλλο θέμα, συναίνεση θεωρώ ότι μπορούμε να πετύχουμε όχι μόνο στην αποσύνδεση της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής, αλλά μπορούμε να πετύχουμε και ως προς την ανάγκη να ενισχύσουμε την άμεση συμμετοχή του λαού στη λήψη των αποφάσεων, όχι επειδή ο λαός έχει πάντα δίκιο, αλλά επειδή ο λαός είναι η πηγή κάθε εξουσίας, εκτός αν αυτό για κάποιους είναι απλώς μια απολιθωμένη συνταγματική διακήρυξη και όχι μια ζωντανή και ενεργή αρχή. Για μας είναι μια ζωντανή και ενεργή αρχή. Θα έπρεπε για όλους μας να είναι.
Γνωρίζω πολύ καλά ότι υπάρχουν αρκετοί σε αυτή την Αίθουσα -για να το πω λίγο κομψά- που δεν εμπιστεύονται και τόσο πολύ τη λαϊκή κρίση, που ενδεχομένως θεωρούν κάποιες φορές ότι η λαϊκή πλειοψηφία είναι αδαής ή που έχουν την άποψη, για να είμαι πιο ευγενικός, ότι ο λαός παρασύρεται εύκολα, ότι κάνει λάθη. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι αυτές είναι απόψεις ενός άλλου συστήματος, όχι της δημοκρατίας, της αριστοκρατίας.
Εγώ θα αρκεστώ στο να παραφράσω μια γνωστή φράση μιας μεγάλης προσωπικότητας, μιας επαναστάτριας στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Θα την παραφράσω, όμως, γιατί αυτή το έλεγε για την Κεντρική Επιτροπή και θα πω το εξής: «Προτιμώ τα λάθη του λαού, παρά το αλάθητο των εκπροσώπων του».
Ας αναλογιστούμε σε ποια λογική οδηγούμαστε, εάν θεωρούμε ότι ακριβώς επειδή ο λαός κάνει λάθη, πρέπει να περιορίσουμε την εξουσία σε αυτούς οι οποίοι ξέρουν να μην κάνουν λάθη. Πρέπει, λοιπόν, να μάθουμε να εμπιστευόμαστε τον λαό, όπως πρέπει να μάθουμε να εμπιστευόμαστε και τη δημοκρατία, γιατί είναι το ίδιο ακριβώς.
Γι’ αυτό και σας καλώ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να στηρίξετε αυτές τις προτάσεις που αφορούν τα δημοψηφίσματα με λαϊκή πρωτοβουλία, που αφορούν το υποχρεωτικό δημοψήφισμα σε περίπτωση που έχουμε μια διεθνή συμφωνία που παραχωρεί κυριαρχικές αρμοδιότητες του κράτους σε διεθνείς οργανισμούς, αλλά και την πρόταση για τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία.
Το ίδιο θα σας καλέσω να κάνετε και με τις προτάσεις εκείνες που επιχειρούν να βάλουν ένα τέλος στη σημερινή συνταγματική λογική, ότι το πολιτικό μας προσωπικό αποτελείται μια κάστα που χρήζει ειδικής μεταχείρισης και δικαιούται ειδικά προνόμια.
Το ίδιο σάς καλώ να κάνετε και με τις προτάσεις εκείνες που θέλουν να καταργήσουν τους θεσμούς που συγκροτούν τη βάση και οργανώνουν το πελατειακό κράτος, γιατί στη δημοκρατία μας δεν μπορούμε να ανεχόμαστε την ύπαρξη πολιτών διαφορετικών ταχυτήτων, την ύπαρξη πολιτών πρώτης και δεύτερης κατηγορίας.
Νομίζω, λοιπόν, ότι έχει έρθει πλέον η ώρα -και θέλω να πιστεύω ότι αυτό αποτελεί κοινό τόπο για τη μεγάλη πλειοψηφία της Βουλής- σήμερα να προχωρήσουμε με θάρρος στην τροποποίηση των διατάξεων που αφορούν την ευθύνη των Υπουργών, ώστε να καταργηθεί η σύντομη παραγραφή για τα αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και με τον τρόπο αυτόν να εξισωθεί η ποινική μεταχείριση στο μέτρο που πρέπει, με την ποινική μεταχείρισης που αφορά όλους τους υπόλοιπους πολίτες.
Επίσης, πιστεύω ότι είναι η ώρα και για την τροποποίηση των διατάξεων που αφορούν τη βουλευτική ασυλία, ώστε αυτή να καλύπτει επίσης αποκλειστικά τα αδικήματα που τελούνται κατά την άσκηση των καθηκόντων των Βουλευτών. Ακόμα ένα βήμα παραπάνω, πιστεύω ότι είναι ώριμο -και η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία το βλέπει απολύτως θετικά- να προχωρήσουμε στη θέσπιση ορίου θητειών για τη συνεχόμενη εκλογή για τους Βουλευτές, ώστε να σταματήσει πλέον η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας να θεωρεί ότι ο Βουλευτής είναι επάγγελμα, διότι δεν πρέπει να είναι επάγγελμα, πρέπει να είναι λειτούργημα, δίπλα στον λαό, για τον λαό, για να εκπροσωπεί τον λαό.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Επιτρέψτε μου, όμως, να περάσω σε ένα θέμα που δεν σχετίζεται με το πολίτευμα και την αρχιτεκτονική του, δεν σχετίζεται με την κρίση και τη χρεοκοπία, αλλά αφορά την ίδια την καταγωγή και τους ιστορικούς όρους διαμόρφωσης του ελληνικού κράτους και αναφέρομαι στις σχέσεις κράτους και Εκκλησίας. Νομίζω ότι σήμερα η πολιτεία, η Εκκλησία, το Κοινοβούλιο, οι πολίτες αλλά και οι πιστοί, που είναι η συντριπτική πλειοψηφία, έχουν πλέον κατανοήσει ότι πρέπει να γίνουν βήματα για τον εξορθολογισμό των σχέσεων αυτών και ότι πρέπει ταυτόχρονα να επιχειρήσουμε να λύσουμε ιστορικές εκκρεμότητες. Πρέπει να διαμορφώσουμε με την αναγκαία ευαισθησία και τον απαιτούμενο σεβασμό όρους και προϋποθέσεις για να διακριθούν οι ρόλοι από τη μια μεριά του κράτους και από την άλλη της Εκκλησίας, διότι έτσι μόνο μπορούμε να δημιουργήσουμε και τις κατάλληλες συνθήκες για μια επωφελή συνεργασία εκεί που αρμόζει, να αφήσουμε στην άκρη παλιές διενέξεις και συγκρούσεις, να αφήσουμε στο παρελθόν τις μονομερείς ενέργειες και να προχωρήσουμε με αμοιβαία κατανόηση.
Έχω την εκτίμηση ότι και σε αυτό το σημείο μπορούν να διαμορφωθούν ευρείες συναινέσεις εντός και εκτός του Κοινοβουλίου, ώστε να περάσουμε σε μια νέα εποχή. Διότι ούτε η Εκκλησία ούτε η πολιτεία επιθυμούν, θέλουν τον εναγκαλισμό τους εντός ενός θεσμικού πλαισίου που δημιουργεί σύγχυση για τα όρια και για τους ρόλους τους. Έχει έρθει, λοιπόν, ο καιρός ώστε να κατοχυρωθεί ρητά στο Σύνταγμα η θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους, γιατί το κράτος δεν θρησκεύει, αλλά αποτελεί τον εγγυητή της θρησκευτικής ελευθερίας για όλους τους πολίτες του, μιας αναφαίρετης και μη αναθεωρήσιμης ελευθερίας που παρέχει το Σύνταγμά μας σε κάθε πολίτη. Και αυτή η ρητή κατοχύρωση φρονώ ότι δεν θα βρει αντίθετη την Εκκλησία, που και εκείνη θέλει ένα σαφές περίγραμμα των σχέσεων της με το κράτος. Και έχει μόνο οφέλη από αυτό. Και πιστεύω ταυτόχρονα ότι θα είναι και ένα σημαντικό βήμα για τον εκσυγχρονισμό και τη φιλελευθεροποίηση του Συντάγματός μας, ένα σημαντικό βήμα για τον εξορθολογισμό των σχέσεων Εκκλησίας και κράτους, που βεβαίως -θα συμφωνήσω με πολλούς από εσάς που το έχουν πει δημόσια- δεν είναι ένα αποκλειστικά συνταγματικό θέμα, αλλά αφορά ένα δαιδαλώδες νομοθετικό και κανονιστικό πλέγμα, το οποίο βεβαίως δεν αλλάζει από τη μια ημέρα στην άλλη. Αντίθετα, για να εκσυγχρονιστεί, για να αλλάξει, προϋποθέτει διάλογο με σεβασμό και με ειλικρίνεια, προϋποθέτει καλή θέληση και μακρόχρονη κοινή εργασία.
Αποδείχθηκε νομίζω με την πρόσφατη δημοσιοποίηση του πλαισίου, της πρότασης Συμφωνίας που καταθέσαμε με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, ότι όταν αυτές οι προϋποθέσεις καλύπτονται, μπορούν να βρεθούν λύσεις ακόμη και στα πιο δυσεπίλυτα προβλήματα, λύσεις ταυτόχρονα συμβιβαστικές, αλλά και προωθητικές.
Θέλω να κλείσω, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, την παρέμβασή μου αυτή με το τελευταίο μεγάλο θέμα που αγγίζει η πρότασή μας για την αναθεώρηση του Συντάγματος, το θέμα της κοινωνικής προστασίας, της ενίσχυσης των κοινωνικών δικαιωμάτων, της αναγκαίας κοινωνικής παρέμβασης που επερωτά τα θέσφατα του νεοφιλελευθερισμού, που αμφισβητεί την κυρίαρχη θέση των νεοφιλελεύθερων -και βεβαίως υπάρχουν και σε αυτή την Αίθουσα αρκετοί τέτοιοι- ότι η προϋπόθεση για την ανάπτυξη είναι η συντριβή της εργασίας του κοινωνικού κράτους, διότι στην πραγματικότητα εμείς πιστεύουμε ότι το αντίθετο ισχύει.
Δεν υπάρχει ανάπτυξη για την κοινωνική πλειοψηφία δίχως προστασία της εργασίας, δίχως θωράκιση του κοινωνικού κράτους. Και είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο που, λαμβάνοντας υπόψη και την τραγική εμπειρία της κρίσης, αλλά και της διαχείρισής της, οφείλουμε να κινηθούμε στην κατεύθυνση της στήριξης, της διεύρυνσης και της εμβάθυνσης των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο και ακολουθώντας αυτήν την λογική, καταθέτουμε σήμερα τις προτάσεις μας για την προστασία του νερού και της ηλεκτρικής ενέργειας από την επέλαση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, για να κατοχυρώσουμε εμφατικά την προστασία της εργασίας και των εργαζόμενων, για να αναγνωρίσουμε την αποκλειστική αρμοδιότητα των κοινωνικών εταίρων να ορίζουν τον κατώτατο μισθό, για να ενισχύσουμε τις κρατικές εγγυήσεις, ώστε να υπάρχει παροχή υπηρεσιών υγείας σε όλους.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
Έχουμε κατά την άποψη μου -και θέλω να κλείσω με αυτήν την αναφορά- ήδη χάσει πολύ χρόνο, πολύτιμο χρόνο. Οι δύο τελευταίες συνταγματικές αναθεωρήσεις, το 2001 και το 2008, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ήταν αναθεωρήσεις που έχασαν τον στόχο τους και απέτυχαν. Ξεκίνησαν φιλόδοξα προσπαθώντας να αλλάξουν τα πάντα στο Σύνταγμα και τελικά δεν άλλαξαν τίποτα ή άλλαξαν πάρα πολύ λίγα.
Τα θεμέλια του πελατειακού κράτους πάντως παρέμειναν στη θέση τους. Ο κοινοβουλευτισμός παρέμεινε αδύναμος και απροστάτευτος και το πληρώσαμε τραγικά αυτό, όταν ήρθε επελαύνουσα η κρίση και τα μνημόνια και αναδείχθηκαν νέα κέντρα εξουσίας, έξω από αυτήν εδώ την Αίθουσα. Ο λαός παρέμεινε ξεκομμένος από το πολιτικό σύστημα και έχασε την εμπιστοσύνη του ακόμα περισσότερο στο κράτος και τους θεσμούς. Η πολιτική απαξιώθηκε. Το κοινωνικό κράτος συγκλονίστηκε από τη χρεωκοπία. Εγκαθιδρύθηκε αυτό που εμείς ονομάζουμε «συνταγματική συνθήκη της ατιμωρησίας και της συγκάλυψης», με το άρθρο 86, το οποίο αποτελεί ντροπή για το πολιτικό σύστημα.
Για όλα αυτά βεβαίως υπάρχουν αναμφίβολα πολιτικές ευθύνες. Ευθύνες που έχουν αναζητηθεί και συνεχίζουν να αναζητούνται, ευθύνες που έχουν καταλογιστεί και θα συνεχίσουν να καταλογίζονται. Σήμερα, όμως, δεν είναι η ώρα των ευθυνών. Είναι ώρα το Ελληνικό Κοινοβούλιο να πάρει ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες, να υπερβεί μικροπολιτικές σκοπιμότητες και τακτικισμούς, για να δώσει απαντήσεις που δεν αφορούν στο σήμερα, αλλά στο αύριο. Να αρθεί στο ύψος των προσδοκιών και των απαιτήσεων των πολιτών και να αναζητήσει συναινέσεις εκεί όπου αυτές είναι εφικτό να αναζητηθούν.
Γνωρίζω πάρα πολύ καλά ότι δεν θα είναι εύκολο να πράξουν έτσι για αρκετούς λόγους, δεν θα είναι εύκολο να λειτουργήσουν έτσι αρκετοί και αρκετές σε αυτήν την αίθουσα. Διότι, παρά τις απόψεις τους, πολλοί είτε θα χειραγωγηθούν από ηγεσίες που μοναδική τους σκοπιμότητα είναι το όψιμο πολιτικό όφελος είτε θα καθοδηγηθούν από πολιτικές εμπάθειες της τρέχουσας συγκυρίας. Έτσι όμως κινδυνεύουμε να χάσουμε άλλα δέκα χρόνια. Και νομίζω ότι αυτό είναι αυτοκαταστροφικό για το πολιτικό σύστημα και για την ίδια τη δημοκρατία.
Καλώ λοιπόν τις ηγεσίες όλων των πολιτικών κομμάτων να το ξανασκεφτούν και να μην θέσουν στη διαδικασία αυτή, που ξεκινάει από σήμερα, ζήτημα κομματικής πειθαρχίας. Να αφήσουν τους Βουλευτές να εκφράσουν ελεύθερα τις απόψεις και τις προτάσεις τους και να ψηφίσουν ελεύθερα.
Είμαι βέβαιος ότι αν αυτό συμβεί, η μεγάλη πλειοψηφία των Βουλευτών θα λειτουργήσει με αίσθημα πολιτικής και κοινωνικής ευθύνης. Θα λειτουργήσει με στόχο να υπάρξει συναίνεση εκεί όπου μπορούμε, θα διαφωνήσει εκεί που θα διαφωνήσει εποικοδομητικά και θα συμφωνήσει εκεί που πρέπει να συμφωνήσει μεγαλόψυχα.
Αυτό σκοπεύει να κάνει σίγουρα ο ΣΥΡΙΖΑ, αυτό φαντάζομαι ότι σκοπεύουν να κάνουν και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες. Ελπίζω αυτό να αποφασίσουν και οι ηγεσίες των άλλων κομμάτων.
Για εμάς, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν υπάρχουν προτάσεις-τελεσίγραφα, αλλά προτάσεις για συζήτηση, προτάσεις που επιδιώκουν την αναζήτηση της συναίνεσης, γιατί αυτό επιτάσσει το Σύνταγμα, αυτό επιτάσσει ο νομοθέτης που έχει ορίσει αυτήν τη διαδικασία, να μπορεί να αλλάξει το Σύνταγμα μετά από δύο διαφορετικές περιόδους -τη μία με 151, την άλλη με 180 ή τη μία με 180, την άλλη με 151- και αυτό επιτάσσει στο τέλος της ημέρας και το πολιτικό μας καθήκον, έτσι όπως εμείς το αντιλαμβανόμαστε. Και βεβαίως αυτό το καθήκον αφορά και αυτές τις ίδιες τις αρχές της δημοκρατίας, του κοινοβουλευτισμού, αρχές που υπηρετούμε και αρχές που επιδιώκουμε μ’ αυτήν τη διαδικασία να ενισχύσουμε και να θωρακίσουμε.
Δευτερολογία του Πρωθυπουργού στη συζήτηση στη Βουλή για την αναθεώρηση του Συντάγματος
Κύριε Πρόεδρε, δεν ζητώ τον λόγο επειδή μίλησε περισσότερο ο κ. Μητσοτάκης, αλλά επειδή η Βουλή είναι και ένα ζωντανό πεδίο διαλόγου, όχι μόνο παράλληλοι μονόλογοι και θα φροντίσω όσο μπορώ συντομότερα να κάνω κάποιες παρατηρήσεις.
Δεν θα αναφερθώ καθόλου σε άλλα θέματα, ούτε σε αυτά τα περί μη καθαρής εξόδου -η ίδια η ζωή διαψεύδει όλες τις προηγούμενες προβλέψεις και άλλωστε θα βρούμε και άλλον χρόνο να αντιπαρατεθούμε σε αυτά- ούτε στα όσα ακούσαμε εδώ περί σκανδάλων και άλλων τινών. Θα αναφερθώ μονάχα στα θέματα που αφορούν στην συνταγματική αναθεώρηση, κύριε Μητσοτάκη.
Έχω την αίσθηση ότι δεν έχετε εντρυφήσει και μελετήσει, όχι εσείς προσωπικά, το κόμμα σας δύο χρόνια τώρα στο θέμα της συνταγματικής αναθεώρησης. Διότι πέραν των αντιρρήσεών σας σε κάποια πράγματα απ’ αυτά που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν κατάλαβα να έχετε μια πρόταση με συνοχή, με ειρμό και να φέρνετε κάτι συγκεκριμένο να προτείνετε.
Επιτρέψτε μου την έκφραση, ήταν αλλοπρόσαλλες οι προτάσεις τις οποίες καταθέσατε, όχι όλες, αλλά κυρίως σε ό,τι αφορά τον ειρμό των σκέψεών σας και την τοποθέτησή σας σε κάποια μείζονα ζητήματα της αναθεώρησης, που είχατε στο κάτω-κάτω της γραφής δυόμισι ολόκληρα χρόνια. Από τον Γενάρη του 2016 ήρθατε και με βρήκατε και όντως μου προτείνατε να κινήσουμε την αναθεωρητική διαδικασία.
Και θα γίνω πιο σαφής σε τι αναφέρομαι. Πρώτα-πρώτα αυτό καθ’ αυτό που είπατε. Ξεκινήσατε την ομιλία σας λέγοντας ότι δεν μπορούμε να βρούμε συναινέσεις τώρα, διότι οι συναινέσεις απαιτούν ομαλό πολιτικό κλίμα, ενώ τώρα είμαστε σε διαδικασία προεκλογικής περιόδου. Μα, κύριε Μητσοτάκη, τον Γενάρη του 2016 ήρθατε να κουβεντιάσουμε την προοπτική της αναθεώρησης του Συντάγματος και έναν μήνα μετά ξεκινήσατε να ζητάτε εκλογές. Από τον Φλεβάρη του 2016 ήμαστε διαρκώς κατ’ εσάς σε διαρκές προεκλογικό κλίμα.
Δεύτερον, έρχεστε και καταθέτετε μια πρόταση η οποία βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με το ίδιο το πνεύμα του συνταγματικού νομοθέτη. Ποια πρόταση; Την πρόταση η οποία λέει: «Ελάτε να τα ανοίξουμε όλα». Ο νομοθέτης προβλέπει μια συγκεκριμένη διαδικασία για την αναθεώρηση του Συντάγματος, διότι ακριβώς θέλει να υπάρχουν ευρύτερες συναινέσεις στη μέγιστη αυτή διαδικασία που είναι η αναθεώρηση του Συντάγματος. Δεν λέει ο νομοθέτης: «Ελάτε να τα ανοίξουμε όλα και πάμε στη δεύτερη περίοδο». Ο νομοθέτης λέει ότι πρέπει στην πρώτη περίοδο να υπάρχουν ή εκατόν ογδόντα ή εκατόν πενήντα μία ψήφοι και στη δεύτερη, μετά από εκλογές, το ανάστροφο, ακριβώς για να δημιουργείται η ώσμωση και η πιθανή σύμπλευση όσο το δυνατόν ευρύτερων πολιτικών δυνάμεων και όσο το δυνατόν ευρύτερων πλειοψηφιών.
Και μόλις ανακοίνωσα την πρότασή μου για την αναθεώρηση, έρχεστε εσείς σήμερα, ο ίδιος άνθρωπος που λίγες μέρες πριν, όχι μήνες πριν, είχατε εκφράσει με διαρροές την πρόθεσή σας να μη συμμετάσχετε καν, διότι δεν είναι ώριμο να προχωρήσουμε στην αναθεώρηση -αυτό έλεγαν οι διαρροές σας- όχι να προτείνετε κάποιες διατάξεις, έστω λίγο περισσότερες από αυτές τις είκοσι τρεις που προτείνουμε εμείς, αλλά έρχεστε να προτείνετε πενήντα εφτά. Και λέτε πενήντα εφτά και είκοσι τρεις, να τα ψηφίσουμε όλα, δηλαδή να έχουμε ογδόντα από τα εκατόν είκοσι άρθρα του Συντάγματος. Να έχουμε πάνω από δύο τρίτα του Συντάγματος υπό αναθεώρηση. Είναι μικρός ο αριθμός εξήντα επτά; Για πάνω από τα μισά άρθρα του Συντάγματος να προχωρήσουμε σε διαδικασία αναθεώρησης;
Αυτό δεν είναι αναθεωρητική διαδικασία. Μήπως δεν το έχετε καταλάβει και θέλετε συντακτική συνέλευση; Μήπως θέλετε να ξαναφτιάξουμε το Σύνταγμά μας; Εμείς είμαστε ανοιχτοί να το κουβεντιάσουμε, αν αυτή είναι η πρότασή σας.
Όμως, αν αυτή είναι η πρότασή σας, μην έρχεστε να μας πείτε τη λογική της ρώσικης ρουλέτας, να μετατρέψουμε την επόμενη εκλογική αντιπαράθεση σε δημοψήφισμα για το Σύνταγμα. Διότι αυτό λέτε. Προφανώς, δεν σας βγαίνει το αφήγημα της καταστροφής, και λέτε: «Ας τζογάρουμε να κάνουμε την επόμενη εκλογική αντιπαράθεση δημοψήφισμα για το Σύνταγμα».
Κι αν τόσο πολύ σας αρέσουν τα δημοψηφίσματα, που δεν σας αρέσουν τελικά, ελάτε και προτείνετε ένα συμβουλευτικό δημοψήφισμα για το Σύνταγμα και όχι να μετατρέψουμε την επόμενη εκλογική αντιπαράθεση σε δημοψήφισμα για το Σύνταγμα. Αν καταθέσετε πρόταση για συμβουλευτικό δημοψήφισμα για το Σύνταγμα ή για κάποιες διατάξεις, εδώ είμαστε να το κουβεντιάσουμε. Όμως, αυτό που προτείνετε είναι μια διαδικασία εκφυλισμού για την ίδια την αναθεωρητική διαδικασία. Πάμε παρακάτω.
Έρχεστε, κύριε Μητσοτάκη, και εμφανίζεστε σε ένα τόσο κρίσιμο θέμα, που είναι στην επικαιρότητα εδώ και δύο χρόνια -δεν είναι σήμερα-, που είναι η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, με μια θέση την οποία προσπάθησα να καταλάβω, αλλά δεν την κατάλαβα.
Δυόμισι χρόνια πριν ξεκινάμε εμείς τη διαδικασία της συζήτησης -δεν βάψαμε κόκκινη τη Βουλή ούτε τη φωτίσαμε κόκκινη τη Βουλή, τι να κάνουμε; Είχα μια πλάτη πίσω με τα χρώματα του ΣΥΡΙΖΑ, που έχουν κόκκινο χρώμα, κύριε Μητσοτάκη, αλλά κόκκινη τη Βουλή δεν τη φωτίσαμε ακόμη- και προτείνουμε λοιπόν, τότε, η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας να αποσυνδεθεί από την πιθανή διάλυση της Βουλής και προτείνουμε μια διαδικασία εκλογής.
Τότε, λοιπόν, ρίξαμε την ιδέα στον πολιτικό διάλογο και στα κόμματα και στους κοινωνικούς φορείς που συμμετείχαν στον εθνικό διάλογο, στην τρίτη εκλογή, την άκαρπη, να υπάρχει απευθείας εκλογή από τον λαό. Μετά από πολλή σκέψη ώριμη, συζήτηση, συμμετοχή στον διάλογο αυτόν, καταλήξαμε εμείς ως Κοινοβουλευτική Ομάδα σε μια παρεμφερή πρόταση.
Όταν εμείς αρχικά είπαμε στην τρίτη άστοχη διαδικασία ψηφοφορίας εκλογή από τον λαό, διαφωνήσατε και είπατε «όχι». Όταν εμείς είπαμε «όχι» στην τρίτη άστοχη ψηφοφορία εκλογή από τον λαό, αλλά μετά από έξι μετά μήνες εκλογή από τον λαό, υιοθετήσατε την πρώτη δική μας άποψη. Όταν μετά από μία εβδομάδα -όχι παραπάνω- έρχεστε εδώ στο Βήμα της Βουλής, λέτε ότι ούτε αυτήν άποψη έχουμε, ούτε τη δική σας άποψη έχουμε, δεν έχουμε άποψη. Λέμε να πάμε, ενδεχομένως, στους εκατόν πενήντα έναν και να πάμε σε μια τρίτη εκδοχή.
Με συγχωρείτε, αλλά αυτό δεν είναι θέση του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Ενδεχομένως, είναι στάση και θέση του πρώην προέδρου του Εδεσσαϊκού, αλλά δεν είναι θέση και στάση του Προέδρου της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης για ένα τόσο κρίσιμο θέμα, που εδώ και δυόμισι χρόνια συζητάμε στον δημόσιο πολιτικό διάλογο.
Γι’ αυτό σας λέω ότι είναι ανερμάτιστη, αλλοπρόσαλλη και στο πόδι η θέση και η στάση σας για τη συνταγματική αναθεώρηση.
Προχωρώ, λοιπόν, παραπέρα στο άρθρο 86.
Ήρθατε σήμερα εδώ και μας είπατε ότι παρόλο που το πολιτικό σύστημα, το οποίο υπηρετείτε όλα τα προηγούμενα χρόνια και σήμερα και το οποίο είχε τρομακτικές πλειοψηφίες σ’ αυτήν τη Βουλή, δεν εδέησε να αναθεωρήσει στην Αναθεώρηση του 2008, που ξεκίνησε το 2006, το άρθρο 86, εσείς εξαιρείστε αυτού του συστήματος, διότι είχατε καταθέσει πρόταση με επιστολή την οποία –δεν ξέρω ποιοι- έλαβαν τότε.
Αλήθεια, για ποιον είναι μομφή αυτό, κύριε Μητσοτάκη; Είναι μομφή για τον κ. Κουβέλη –δεν τον βλέπω τώρα- που ήταν τότε Βουλευτής και ο ΣΥΡΙΖΑ είχε έξι βουλευτές; Δεν γνωρίζετε ότι για να κατατεθεί στο Κοινοβούλιο πρόταση αναθεώρησης χρειάζονται πενήντα βουλευτές; Ο ΣΥΡΙΖΑ φταίει, λοιπόν, τότε που δεν ευρέθησαν οι πενήντα βουλευτές, που είχε έξι, ή το κόμμα σας, το οποίο είχε εκατόν εξήντα τρεις βουλευτές και το ΠΑΣΟΚ που είχε εκατόν δεκατέσσερις βουλευτές, σύνολο διακόσιους εβδομήντα εφτά βουλευτές;
Για ποιον είναι μομφή αυτό; Έχετε καταλάβει; Μάλλον, για τον τότε Πρωθυπουργό, τον κ. Καραμανλή, είναι μομφή προφανώς.
Άρα, είναι μομφή απέναντι στο ίδιο σας το κόμμα. Αν είναι μομφή απέναντι στο ίδιο σας το κόμμα ότι δεν ήθελε να αναθεωρήσει αυτό το ντροπιαστικό άρθρο 86 για την ευθύνη των Υπουργών, πείτε το καθαρά. Μη μας λέτε ότι φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ και οι έξι βουλευτές του το 2006 που δεν αναθεωρήθηκε.
Πάμε παρακάτω. Μιλάτε για τη ΣΥΡΙΖοποίηση του Συντάγματος, διότι καταθέτουμε -λέτε- επικίνδυνες θέσεις και προτάσεις, όπως η λαϊκή πρωτοβουλία, η λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, τα δημοψηφίσματα και μια συνταγματικά κατοχυρωμένη αναλογικότητα του εκλογικού νόμου. Μάλιστα.
Να σας διαβάσω, κύριε Μητσοτάκη, μια πρόταση και να σας ρωτήσω αν θυμάστε αυτήν την πρόταση.
Έλεγε, λοιπόν: «Νομοθέτηση και δια της οδού της λαϊκής πρωτοβουλίας και μάλιστα τόσο νομοθετικού δημοψηφίσματος όσο και δημοψηφίσματος για κρίσιμα εθνικά θέματα. Στόχος αυτής της πρότασης είναι ο πολλαπλασιασμός και η ενίσχυση των θεσμών άμεσης Δημοκρατίας».
Μήπως την έχετε υπογράψει; Ξέρετε ποιανού είναι; Του σημερινού Προέδρου της Δημοκρατίας και τότε επικεφαλής της Επιτροπής που είχε συστήσει ο τότε Πρωθυπουργός της Νέας Δημοκρατίας για την αναθεώρηση του Συντάγματος. Κατέθετε τόσο επικίνδυνες προτάσεις το κόμμα σας τότε;
Πάω παρακάτω.
Συνεχίζω: «Η Νέα Δημοκρατία, λοιπόν, έλεγε το 2004» -με τη συνυπογραφή σας- «ότι το αναλογικό σύστημα ανταποκρίνεται περισσότερο στις ανάγκες διεύρυνσης της δημοκρατικής νομιμοποίησης της Βουλής, συνακόλουθα δε της Κυβέρνησης, η οποία στηρίζεται στην εμπιστοσύνη της Βουλής».
Ποιος τα λέει αυτά, λοιπόν, κύριε Μητσοτάκη; Εμείς θέλουμε να ΣΥΡΙΖοποιήσουμε το Σύνταγμα, όταν προτείνουμε τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία και τα δημοψηφίσματα για κρίσιμο εθνικό θέμα και την απλή αναλογική, εμπεριέχοντας την ίδια την πρόταση που και εσείς συνυπογράψατε, προφανώς χωρίς να την έχετε διαβάσει;
Πάμε παρακάτω. Θα απαντήσει ο κ. Μητσοτάκης. Έχετε Αρχηγό να απαντήσει, κύριε Μεϊμαράκη.
Εντάξει, τα άρθρα, σύμφωνοι.
Πάντως όσον αφορά την πρόταση, δεν με αμφισβητείτε ότι διαβάζω άλλο κείμενο. Διαβάζω κομμάτι της προτάσεως. Είναι, όμως, της Νέας Δημοκρατίας η πρόταση, άρα, λοιπόν, δεν είναι ΣΥΡΙΖοποίηση του Συντάγματος προτάσεις οι οποίες έχουν κατατεθεί από το κόμμα σας.
Πάμε παρακάτω.
Μάλλον εσείς έχετε αρχίσει να φεύγετε από τη Νέα Δημοκρατία και να πηγαίνετε στα άκρα. Μάλλον εσείς έχετε αρχίσει να επιλέγετε άλλον πολιτικό χώρο, να γίνεστε Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός. Μάλλον εσείς!
Πάμε παρακάτω.
Άρθρο 3: Έρχομαι στην περιβόητη συζήτηση για το άρθρο 3.
Μάλλον πριν πω για το άρθρο 3, να πω, κύριε Μητσοτάκη. Μα, δεν θέλετε τον διάλογο; Θέλετε να καθίσω κάτω, να μην ακουστεί ο Πρωθυπουργός; Τόσο πρόβλημα έχετε; Δεν είναι ικανός ο Αρχηγός σας να απαντήσει; Τι έχετε πάθει; Αφήστε με να ολοκληρώσω! Αφήστε με να απαντήσω! Μιλούσε είκοσι λεπτά περισσότερο. Γιατί δεν θέλετε τον διάλογο;
Εκκλησία: Κύριε Μητσοτάκη, αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση της πρότασης στην οποία καταλήξαμε με τον Αρχιεπίσκοπο, βγάλατε μία ανακοίνωση. Ήταν 6 Νοεμβρίου 2018, το ίδιο βράδυ. Στην ανακοίνωση λέγατε: «Η Νέα Δημοκρατία εκφράζει την ικανοποίησή της για την καθυστερημένη υιοθέτηση της πάγιας θέσης της από τον ΣΥΡΙΖΑ, σε ό,τι αφορά τις σχέσεις Πολιτείας-Εκκλησίας. Σήμερα απεδείχθη περίτρανα…».
Α, ειρωνευόσασταν, αλήθεια;
Μην ειρωνεύεστε έτσι! Μα, είναι δυνατόν, κύριε Μητσοτάκη, να βγάζετε ανακοινώσεις και να ειρωνεύεστε, να κάνετε χιούμορ;
Συνεχίζω, λοιπόν. Θα τις καταθέσω στα Πρακτικά.
Να πείτε στον ελληνικό λαό ότι σε τόσο κρίσιμα ιστορικά ζητήματα, όταν βγάζετε ανακοινώσεις, κάνετε ειρωνεία και χιούμορ! Να το πείτε στον ελληνικό λαό, αλλά μάλλον δεν είναι αυτό!
Έλεγε η ανακοίνωση, λοιπόν: «Σήμερα, λοιπόν, απεδείχθη περίτρανα ότι τα εκκρεμή ζητήματα κάλλιστα μπορούν να ρυθμιστούν με νομοθετικές πρωτοβουλίες», πρωτοβουλίες τις οποίες υπενθυμίζετε ότι είχε λάβει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ήδη από το 2013.
Άρα, βγάλατε ανακοίνωση στις 6 Νοεμβρίου, όχι μόνο αποδεχόμενοι ότι πρόκειται για μία θέση, αλλά λέγοντας ότι ήταν δική σας θέση.
Τι άλλαξε; Σήμερα, στις 14 του μηνός, δηλαδή μόλις οκτώ μέρες αργότερα, βγάζετε άλλη ανακοίνωση, αφού βλέπετε τους κληρικούς, εις την οποία λέτε ότι η Νέα Δημοκρατία δεν είχε την παραμικρή προηγούμενη ενημέρωση ούτε από την Κυβέρνηση ούτε από την Αρχιεπισκοπή, πριν από τις σχετικές ανακοινώσεις. Προσέξτε: Η ικανοποίηση άρχισε να γίνεται «δεν είχαμε ενημέρωση». Και δηλώσατε: «Προφανώς, αυτό είναι ένα ακόμη επικοινωνιακό κόλπο της Κυβέρνησης και ειλικρινά θλίβομαι για το γεγονός ότι η ηγεσία της Εκκλησίας της Ελλάδας χρησιμοποιήθηκε από τον κ. Τσίπρα».
Αναρωτιέμαι πώς φθάσαμε από την έκφραση ικανοποίησης και προσπάθειας υιοθέτησης της πρότασης –ήταν δική σας και σας την πήραμε- στις 6 Νοεμβρίου στη θλίψη και στις επιθέσεις –πλάγιες ή ευθείες- όχι προς τον Πρωθυπουργό –αυτό το κάνετε και είναι λογικό, αλλά προς την Εκκλησία της Ελλάδος. Τι άλλαξε; Μήπως σας τράβηξε το αυτί η πτέρυγα του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού στο Κόμμα σας και αλλάξατε άποψη και γνώμη, κύριε Μητσοτάκη;
Και εν τοιαύτη περιπτώσει, έρχομαι και στην ουσία του θέματος. Κάνατε ένα βήμα παραπάνω. Είπατε πως, ό,τι και να γίνει, εσείς δεν θα υιοθετήσετε σε καμία περίπτωση αυτή την προοπτική, δηλαδή να υπάρξουν αυτοί οι, περίπου, δέκα χιλιάδες ιερείς -οι οποίοι σήμερα πληρώνονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών και βρίσκονται με την ευρεία έννοια στο μισθολόγιο- όχι ως δημόσιοι υπάλληλοι με τη στενή, αλλά με την ευρεία έννοια. Εγώ δεν θα υιοθετούσα ποτέ τον όρο «δημόσιος υπάλληλος» για έναν θρησκευτικό λειτουργό. Είπατε λοιπόν ότι εσείς δεν πρόκειται ποτέ να το εφαρμόσετε.
Μάλιστα επιμένετε στην άποψη ότι ό,τι και να κάνει αυτή η Κυβέρνηση που έχει καταφέρει να πάει το «μία πρόσληψη για πέντε αποσύρσεις», τη μνημονιακή ρήτρα, που εσείς είχατε υπογράψει με τους Θεσμούς, στο «ένα προς ένα», εσείς, αν γίνετε κυβέρνηση, θα επιστρέψετε στο «ένα προς πέντε». Δεν θέλετε, δηλαδή, γιατρούς, δασκάλους, πυροσβέστες, νοσηλευτές. Δεν είναι όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι, όπως λέτε, άνθρωποι οι οποίοι δεν πρέπει να βρίσκονται στις θέσεις τους. Εδώ έχουμε σοβαρές ελλείψεις σε θέσεις του κοινωνικού κράτους πάρα πολύ σημαντικές. Δεν τους θέλετε όλους αυτούς. Θέλετε επαναφορά στο «ένα προς πέντε». Τους δέκα χιλιάδες ιερείς, όμως, τους θέλετε να πληρώνονται από το δημόσιο μισθολόγιο. Θέλετε να παραμείνουν. Θέλετε και μικρό δημόσιο και να εμπεριέχει δέκα χιλιάδες ιερείς.
Αυτό που λέτε, λοιπόν, κύριε Μητσοτάκη, και γι’ αυτό σας λέω ότι οι προτάσεις σας είναι αλλοπρόσαλλες, είναι ο ορισμός του πού μπορεί να οδηγήσει το πάντρεμα του νεοφιλελευθερισμού με τον ακραίο συντηρητισμό, τον εθνολαϊκισμό, που έχει η ακροδεξιά πτέρυγα του κόμματός σας. Η Νέα Δημοκρατία δυστυχώς έγινε το άθροισμα της δράσης ενός νεοφιλελεύθερου κόμματος, που υπήρχε παλιότερα και τώρα είναι σε εσάς, και του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Όμως, κύριε Μητσοτάκη, το να μην σέβεστε, εν πάση περιπτώσει, τους συνταξιούχους, τους ένστολους, για τους οποίους προχθές λέγατε άλλα πράγματα, τους εργαζόμενους, για τους οποίους δεν θέλετε συλλογικές συμβάσεις, είναι ενδεχομένως κατανοητό. Την εκκλησία δεν τη σέβεστε; Τον Αρχιεπίσκοπο δεν τον σέβεστε;
Γελάτε. Μιλήσατε για συμφωνία πρόχειρη, στο πόδι.
Εγώ την έκανα μόνος μου; Δεν ήταν συμφωνία με την εκκλησία; Δεν ήταν πρόταση συμφωνίας με τον Αρχιεπίσκοπο για ένα ιστορικό θέμα; Μην εξάπτεσθε.
Άρα λέτε ότι ο Αρχιεπίσκοπος είναι πρόχειρος και κάνει συμφωνίες στο πόδι. Και φτάσατε στο σημείο -το είπε η κυρία Σπυράκη- να μιλήσετε και για προεκλογική και αβάντα του Αρχιεπισκόπου προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν έχετε, λοιπόν, όπως λέει ο λαός μας, ούτε ιερό ούτε όσιο, προκειμένου να κάνετε αντιπολίτευση σε αυτήν την Κυβέρνηση!
Είπατε πριν από λίγο ότι θέλετε ένα Σύνταγμα -περιγραφικές αρχές δώσατε, δεν δώσατε ουσιαστικές προτάσεις, πέρα από το ότι θέλετε να προχωρήσετε στην αναθεώρηση του άρθρου 16 και στη συνταγματική κατοχύρωση του νεοφιλελευθερισμού- λιτό, χωρίς περιττές και αναχρονιστικές διατάξεις. Μάλιστα. Εξαιρετική η διατύπωση. Συμφωνώ απόλυτα μαζί σας.
Έρχεστε, όμως, και στο άρθρο 3 και λέτε να μην γίνει κανένας εκσυγχρονισμός, καμία αλλαγή. Τι λέει το άρθρο 3; Η διάταξη του άρθρου 3, που εμείς λέμε ότι είναι περιττή και ότι πρέπει να γίνει πιο λιτή, να εκσυγχρονιστεί –αυτό που λέτε εσείς γενικότερα ως φιλοσοφία για το Σύνταγμα-, λέει ότι δεν επιτρέπεται η μετάφραση της Αγίας Γραφής στη δημοτική χωρίς άδεια. Είναι μια διάταξη η οποία μπήκε στο Σύνταγμα το μακρινό 1911, ενόψει της τότε ιστορικής συγκυρίας η οποία έχει προ πολλού πάψει να έχει οποιαδήποτε σημασία, πόσο μάλλον θέση στο Σύνταγμα.
Κύριε Μητσοτάκη, πέραν της προσθήκης για το ουδετερόθρησκο του κράτους που σας εξήγησα και ενδεχομένως εκεί να έχουμε ιδεολογική αντίθεση, όταν μιλάτε για Σύνταγμα λιτό, χωρίς περιττές αναχρονιστικές διατάξεις, αλλά αρνείστε αυτή την ανασκευή, αυτή την αλλαγή, τότε ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω τι ακριβώς πρεσβεύετε και τι ακριβώς θέλετε.
Αναρωτιέμαι πώς πρέπει να νιώσει ένα φιλελεύθερος πολίτης, όπως λέτε ότι είστε εσείς, με μια συνταγματική διάταξη η οποία απαιτεί προηγούμενη άδεια για τη μετάφραση ενός κειμένου της Αγίας Γραφής στη δημοτική που, εκτός από κείμενο θεολογικού χαρακτήρα και ιερό βιβλίο για τους χριστιανούς, είναι και ένα μνημείο της παγκόσμιας γραμματείας με ιστορική και φιλολογική αξία.
Με δύο λόγια, κύριε Μητσοτάκη, ενώ εσείς δεν θέλετε να υπόκεινται σε άδεια ούτε οι καναλάρχες για να ιδρύσουν τηλεοπτικό σταθμό, θέλετε να πρέπει να πάρει άδεια –και μάλιστα να κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα- όποιος θέλει να μεταφράσει στη δημοτική την Αγία Γραφή! Γι’ αυτό σας λέω ότι οι προτάσεις και οι θέσεις σας είναι αλλοπρόσαλλες και είναι γέννημα της πολιτικής συγκυρίας και της απίστευτης πραγματικά προσπάθειάς σας να κάνετε μικροπολιτικού χαρακτήρα αντιπολίτευση σε καθετί.
Και κλείνω με το εξής. Μιλήσατε για το άρθρο 16, το άρθρο 79, το άρθρο 24 και το άρθρο 106. Εδώ είναι κάποια σημεία στα οποία δεν μπορούμε να βρούμε συναίνεση γιατί έχουμε διαφορετική ιδεολογική και πολιτική τοποθέτηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να έχουμε μια έντονη αντιπαράθεση, αν χρειαστεί.
Επιτρέψτε μου, όμως, δύο φράσεις για το καθένα. Άρθρο 79. Προτείνετε τον λεγόμενο «κόφτη», να υπάρχει δηλαδή η δυνατότητα ενός δημοσιονομικού ζουρλομανδύα, ώστε να μην προκύπτουν δημοσιονομικά ελλείμματα. Δεν είμαστε εμείς υπέρ των ελλειμμάτων, εσείς τα φτιάξατε, οι κυβερνήσεις σας. Εμείς πλεονάσματα έχουμε φέρει.
Όμως, θέλω να σας θυμίσω πως, όταν εμείς φέραμε δύο χρόνια πριν και ψηφίσαμε μόνο για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο -προκειμένου να προσαρμοστούμε στους στόχους του προγράμματος- έναν κόφτη, μας είχατε κάνει μια κριτική που δεν μπορούσε κανείς να σταθεί, λέγοντας ότι φέρνουμε τον κόφτη, φέρνουμε τον κόφτη, φέρνουμε τον κόφτη. Τελικά δεν εφαρμόστηκε γιατί πετύχαμε. Και εσείς που κάνετε τώρα αυτή την κριτική, θέλετε να τον φέρετε στο ίδιο το Σύνταγμα τον κόφτη. Εξηγήστε μου πώς γίνονται όλα αυτά τα πράγματα.
Πάμε παρακάτω. Άρθρο 16. Κύριε Μητσοτάκη, κατάλαβα ότι η τοποθέτησή σας για το άρθρο 16 αφορούσε κυρίως την αδυναμία που είχε τότε το παλιό πολιτικό σύστημα –κατά τα άλλα τα βρήκες όλα μετά- να προχωρήσει τότε στην αναθεώρηση του άρθρου 16, εξαιτίας των αντιστάσεων που υπήρξαν από το 2006 μέχρι το 2008, τόσο στη λαϊκή βάση του ΠΑΣΟΚ, όσο και στο κίνημα των μαθητών και των φοιτητών. Εντάξει, αυτά μπορείτε να τα βρείτε μεταξύ σας. Λέτε ότι χάσατε μια ευκαιρία.
Κοιτάξτε να δείτε, εμείς δεν πρόκειται να προσχωρήσουμε σε αυτή την άποψη, διότι δεν θεωρούμε ότι αυτή η αλλαγή θα είναι προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας. Λέτε και ξαναλέτε ότι τα δημόσια πανεπιστήμια είναι σε μια τραγική κατάσταση, σε μια κατάσταση ανομίας. Μάλιστα. Ακόμα κι αν αποδεχόμασταν αυτή την κριτική, που εν πολλοίς είναι και δυσφημιστική για το δημόσιο πανεπιστήμιο, εξηγήστε μου εσείς γιατί, αν υιοθετηθεί από το Σύνταγμα η δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, θα μπορούσε να αναβαθμιστεί το δημόσιο πανεπιστήμιο.
Και εξηγήστε το μου αυτό, όταν γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά ότι η πρότασή σας δεν συνοδεύεται από μια πρόταση αύξησης των δαπανών για τη δημόσια παιδεία. Διότι με βάση το ισχύον πλαίσιο ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα πρέπει, αν υπάρχουν συνταγματικά κατοχυρωμένα ιδιωτικά πανεπιστήμια, το κράτος να δίνει ίση επιχορήγηση στα δημόσια και στα ιδιωτικά. Συνεπώς, κύριε Μητσοτάκη, αυτό το οποίο θα επιφέρει η πρότασή σας είναι ένα πάρα πολύ απλό πράγμα: Τα δημόσια πανεπιστήμια να υποβαθμιστούν έτι περαιτέρω και να μπορεί να έχει αξιοπρεπή, σημαντική, ποιοτική δυνατότητα εκπαίδευσης μόνο αυτός ο μαθητής, ο φοιτητής που η οικονομική δυνατότητα του γονιού του είναι ισχυρή.
Όσο, λοιπόν, είμαστε εμείς εδώ -και θα είμαστε αρκετά με την Αντιπολίτευση που έχουμε- παιδεία άλλη για τους κληρονόμους και άλλη για τα παιδιά του λαού δεν θα επιτρέψουμε. Όλοι οι Έλληνες θα είναι ίσοι απέναντι στο υπέρτατο αγαθό της γνώσης.
Σας ευχαριστώ.
Τριτολογία του Πρωθυπουργού στη συζήτηση στη Βουλή για την αναθεώρηση του Συντάγματος
Κύριε Μητσοτάκη, προφανώς εσείς τα έχετε μπερδέψει, διότι αμιγώς ιδιωτικό πανεπιστήμιο δεν υφίσταται πουθενά. Στον ευρωπαϊκό χάρτη τουλάχιστον όχι.
Και άρα, λοιπόν, αν υπάρξει συνταγματική κατοχύρωση, πανεπιστήμια τα οποία θα υπάρχουν στον ευρωπαϊκό χάρτη, τότε θα υπόκεινται στις διατάξεις που ορίζει το ισχύον πλαίσιο του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και προφανώς δεν έχουν καμία σχέση τα ιδιωτικά πανεπιστήμια με τα ιδιωτικά σχολεία, τα ιδιωτικά νηπιαγωγεία, ούτε τα ιδιωτικά νοσηλευτήρια.
Επειδή διαμαρτύρονται εδώ και οι συνάδελφοι, θα κάνουμε μια ειδική συζήτηση για το άρθρο 16 και την εκπαίδευση.
Εγώ θέλω να πάρω τον λόγο για να πω μονάχα δυο πράγματα. Σε σχέση με τους ιερείς: Οι ιερείς σήμερα, κληρικοί, κύριε Μητσοτάκη είναι μόνιμοι όχι επειδή θεωρούνται δημόσιοι υπάλληλοι ή επειδή απολαμβάνουν της δημοσιοϋπαλληλικής μονιμότητας κατά το Σύνταγμα, αλλά επειδή αυτό προβλέπει ο καταστατικός χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδας. Δεν υπάγονται στον νόμο 103 του Συντάγματος για τους δημοσίους υπαλλήλους.
Άρα θα σας πρότεινα σε μια συμφωνία που έχει έναν ιδιαίτερο ιστορικό χαρακτήρα και έρχεται να δώσει μια θεσμική λύση με συμβιβασμούς να μη δημαγωγείτε. Και αυτό όχι επειδή δεν σας αρέσει αυτή η συμφωνία, διότι αν δεν σας άρεσε δεν θα σπεύδατε το ίδιο βράδυ να βγάλετε ανακοίνωση ότι την αποδέχεστε. Δεν ήταν ειρωνική, μην κοροϊδεύετε το ελληνικό Κοινοβούλιο, κάποιος σας τράβηξε το αυτί. Μη δημαγωγείτε, όμως, με θέματα που έχουν ένα τόσο ισχυρό θεσμικό περιεχόμενο και με θέματα που απασχολούν την Πολιτεία και την Εκκλησία πάνω από εβδομήντα χρόνια. Η πολιτική αντιπαράθεση μέσα στο Κοινοβούλιο και η αντιπαράθεση των κομμάτων θα υπάρχει πάντα. Προσπαθήστε, τουλάχιστον όσο μπορείτε, για θέματα που υπερβαίνουν την τρέχουσα αντιπαράθεση να μη δημαγωγείτε ασύστολα προς άγραν ορισμένων ψήφων κληρικών, όπως ακριβώς κάνατε και στο άλλο κρίσιμο μεγάλο θέμα, το εθνικό, όπου άλλη άποψη είχατε, άλλη ενδεχομένως να έχετε κατά βάθος μέσα σας, και προκειμένου να ψαρέψετε στα θολά νερά της ακροδεξιάς, αλλάξατε την άποψή σας. Στο ονοματολογικό αναφέρομαι, ναι.
Με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Έχει όνομα αυτή η χώρα. Λέγεται πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας τόσα χρόνια. Το ξέρατε, κύριε Μητσοτάκη; Δεν λέγεται Σκόπια.
Είστε και κοσμογυρισμένος, βγαίνετε στο εξωτερικό. Εν πάση περιπτώσει, άλλα λέτε έξω και άλλα μέσα. Όπως χθες, άλλα είπατε στη Σερβία που πήγατε, άλλα λέτε στο εσωτερικό.
Πάμε παρακάτω και κλείνω με αυτό. Κάνατε μια κρίσιμη παρατήρηση και πραγματικά θα πω αυτό και κλείνω, γιατί δεν πρέπει να πέσει κάτω αυτό. Είπατε ότι η μια Βουλή προτείνει τα άρθρα τα οποία θα αναθεωρηθούν και η άλλη Βουλή είναι αυτή η οποία θα έχει την ευθύνη για το περιεχόμενο της αναθεώρησης. Τώρα καταλαβαίνω γιατί, κύριε Μητσοτάκη, σας έχει πιάσει αυτός ο πόνος, αυτός ο πανικός, αυτό το άγχος. Μια λέτε ότι θέλετε αναθεώρηση, μια λέτε ότι δεν θέλετε αναθεώρηση. Διότι αυτό το οποίο επιθυμείτε στην πραγματικότητα είναι να έχετε εσείς τη δυνατότητα, η παράταξή σας δηλαδή, να προχωρήσουμε όχι σε αυτά τα οποία μπορεί να συναινέσουμε, όπως προβλέπει ο συνταγματικός νομοθέτης, αλλά να προχωρήσετε σε μια ιδεολογικά δική σας αναθεώρηση. Βεβαίως, δεν είναι ουδέτερη πολιτικά η αναθεώρηση του Συντάγματος.
Γι’ αυτό λοιπόν και προτείνετε κάτι πρωτοφανές, δηλαδή όχι να διερευνήσουμε τη μέγιστη δυνατή συναίνεση πάνω σε αυτά που μπορούμε και αυτό να εξασφαλιστεί είτε με εκατόν ογδόντα ψήφους σε αυτήν τη Βουλή και εκατόν πενήντα μία στην επόμενη, είτε με εκατόν ογδόντα σε αυτήν, πόσω δε μάλλον στα πολύ ώριμα ζητήματα, στα κρίσιμα ζητήματα, και εκατόν πενήντα μία στην επόμενη, αλλά με μια διαδικασία πρωτάκουστη και πρωτοφανή από το 1974 μέχρι σήμερα, για τα κοινοβουλευτικά δεδομένα.
Θέλω να σας υπενθυμίσω ότι υπάρχει ήδη απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου που κάνει ακριβώς αυτήν την ερμηνεία, την οποία σας είπα, δηλαδή ότι η προτείνουσα Βουλή δεν δεσμεύει την Αναθεωρητική Βουλή μόνο ως προς τα άρθρα, αλλά και ως προς την κατεύθυνση τουλάχιστον της Αναθεώρησης. Δεν λέω τη λέξη «περιεχόμενο». Ως προς την κατεύθυνση.
Επιπλέον -και κλείνω μ’ αυτό- επειδή αναφερθήκατε κι εσείς σήμερα και άκουσα και χθες δηλώσεις και διαρροές ότι ουδείς σοβαρός συνταγματολόγος. Με ρωτάτε για το όνομα, ποιος είναι αυτός ο Γιαννακόπουλος.
Θα σας αναφέρω και κάποιον άλλον που τον γνωρίζετε καλά, γιατί ήταν συνεταιράκι σας για πολλά χρόνια. Ο κ. Βενιζέλος το 2001, κατά τη διάρκεια της Συνταγματικής Αναθεώρησης, η οποία έγινε από την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ του κ. Σημίτη, λέει κάτι -και το καταθέτω στα Πρακτικά- για να υπερασπιστεί την άποψη ότι η προτείνουσα Βουλή είναι ταυτόχρονα και αυτή η Βουλή η οποία ορίζει το περιεχόμενο των προς αναθεώρηση άρθρων. Απαντά, λοιπόν, σε ερώτημα, αν δεν κάνω λάθος, του κ. Μπένου και λέει: «Θα σας δώσω ένα παράδειγμα για να γίνει πιο κατανοητό το τι λέω. Ας θυμηθούμε την Αναθεώρηση του ’85-’86. Το ’85 το ΠΑΣΟΚ πρότεινε την αναθεώρηση του κεφαλαίου περί Προέδρου της Δημοκρατίας προς την κατεύθυνση του περιορισμού, της συρρίκνωσης των αρμοδιοτήτων του. Εάν υποτεθεί ότι το ΠΑΣΟΚ έχανε τις εκλογές του ’85 και αναδεικνυόταν μια άλλη Βουλή με άλλη πλειοψηφία, της Νέας Δημοκρατίας, θα μπορούσαμε να έχουμε Αναθεώρηση του Συντάγματος προς την κατεύθυνση της αύξησης των αρμοδιοτήτων; Ασφαλώς όχι» -απαντά ο κ. Βενιζέλος- «γιατί η πρώτη Βουλή καθόριζε όχι απλώς την ανάγκη, αλλά και την κατεύθυνση της Αναθεώρησης».
Άρα, λοιπόν, κύριε Μητσοτάκη, μαζέψτε καλύτερα τα επιχειρήματά σας. Είναι ένα ζήτημα, το οποίο προφανώς θα μας απασχολήσει και στο μέλλον, αλλά τουλάχιστον μην προσπαθείτε με ειρωνείες σαν αυτές του κ. Τζαβάρα να αποδομήσετε άλλες απόψεις, ιδίως όταν υπάρχουν αποφάσεις του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου και κυρίως όταν εξέχοντες συνταγματολόγοι, όπως ο πρώην και νυν συνέταιρός σας κ. Βενιζέλος, έχουν διατυπώσει σ’ αυτήν εδώ την αίθουσα αυτήν ακριβώς την άποψη.