Φοίβος Βογιατζής
Ελσάκι (αγάπη μου),
Όπως θα πρόσεξες, δεν είμαι σπίτι. Και σου άφησα αυτό το κομμάτι χαρτί πάνω στην πόρτα του ψυγείου – για να σ’ το πω κάπως ρομαντικά. Πως έφυγα. Άφησα και μερικά άπλυτα πιάτα στον νεροχύτη, και τώρα θα με βρίζεις που δεν τα έπλυνα, αλλά έφυγα κάπως βιαστικά. Μη μου φωνάζεις. Σου άφησα και λεφτά κάτω από τη ζάχαρη, γιατί το ξέρω πως είσαι άφραγκη, να τα πάρεις να πας με τον Σωτήρη στο λάιβ που έλεγες. Εγώ, το ξέρεις, δεν ακούω τέτοια πράγματα, θα πονάγανε τα αυτιά μου εκεί μέσα.
Στο θέμα μας όμως. Θυμάσαι τα Χριστούγεννα που σου διάβασα ένα ποίημα του Σαντράρ; Έλεγε: «Όταν αγαπάς, πρέπει να φεύγεις». Έπρεπε να φύγω. Το αποφάσισα ξαφνικά σήμερα το πρωί, ανέπνευσα, περπάτησα κι έφυγα. Είμαστε μαζί κοντά πέντε χρόνια τώρα, και μας πάει καλά. Είμαστε και οι δύο νέοι και όμορφοι ακόμη, τι μας λείπει; Μια διαφωνία είχαμε μόνο: τις Κυριακές. Σ’ το είχα εξηγήσει από την αρχή, όταν μετακομίσαμε στο συμπαθητικό μας το κυψελιώτικο το δυάρι. Τις έχω ανάγκη τις Κυριακές μου. Αυτές τις σταματημένες ώρες, τις μακριές παύσεις, που ξαπλώνω με το σώβρακο στο κρεβάτι και κοιτάζω το ταβάνι. Το ταβάνι είναι για μένα ο ψυχαναλυτής μου, είναι τα όνειρά μου, είναι όσα έκανα, όσα δεν έκανα, οι φίλοι που έχασα, οι γκόμενες που παράτησα, οι άλλες που με παράτησαν, είσαι φυσικά κι εσύ, είναι κι οι γονείς σου που θέλουν να μας παντρέψουν, είναι και η στραβή η μυτούλα σου. Προβάλλω εκεί τη μικρή μας τη ζωή και κάθομαι και τα σκέφτομαι. Γιατί η ζωή είναι γρήγορη, σαν λεοπάρδαλη γρήγορη, τρέχει ανάμεσα στα αυτοκίνητα, τις δουλειές μας, τις παρέες και δεν την προλαβαίνω.
Εσύ, από την άλλη, σκέφτεσαι σαν να περνάς πίστες στο πάκμαν: σβέλτα και με μέθοδο. Ούτε εσένα σε προλαβαίνω. Εσύ τις Κυριακές θέλεις να παίρνουμε τα βουνά, να βλέπουμε τους φίλους σου, να τρώμε μπριζόλες σε ακριβές ταβέρνες. Αν σε άφηνα να κάνεις το δικό σου, τώρα θα είχαμε ήδη κόψει το κάπνισμα, θα είχαμε αυτοκίνητο, σκυλιά, παιδιά και σπίτι στο Χαλάνδρι. Οι δικές μου οι σκέψεις είναι –πώς να σ’ το πω– κάπως πιο μαλακισμένες. Μη μου φωνάζεις. Θα τη βρω την άκρη.
Το λοιπόν, σήμερα το πρωί έκοψα εισιτήριο για το πλοίο με το πιο μακρινό δρομολόγιο που βρήκα. Πειραιάς, Σύρος, Μύκονος, Εύδηλος, Άγιος Κήρυκος, Φούρνοι, Καρλόβασι, Βαθύ, Χίος, Μυτιλήνη, Καβάλα. Το πλοίο είναι για μένα μια μεγάλη Κυριακή από μόνο του. Και την έχω ανάγκη. Μπαίνεις μέσα και μέχρι να πάρεις έναν καφέ και να κάνεις ένα τσιγάρο, είσαι ήδη στα ανοιχτά και έχεις τριγύρω σου τη θάλασσα. Δεν είσαι ούτε εκεί που ξεκίνησες ούτε εκεί που θα φτάσεις. Είσαι σε μια μη κατάσταση, δεν έχεις υποχρεώσεις, δεν πιάνουν τα κινητά, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να αλλάξεις τη ζωή σου. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κάθεσαι και να σκέφτεσαι. Γι’ αυτό, θα το έχεις προσέξει, όσοι καπνίζουν στα πλοία παίρνουν πιο βαθιές ρουφηξιές απ’ ό,τι συνήθως και κοιτάνε τη θάλασσα σαν τον Μπελμοντό.
Θέλω λίγο κυριακάτικο χρόνο να σκεφτώ, αγάπη μου. Να σκεφτώ τι κάνουμε εμείς οι δύο μαζί, πού θα βρισκόμαστε σε δύο χρόνια από τώρα, τι σκατά θα κάνω με τη ζωή μου, με τις ζωές μας. Τώρα που τα διαβάζεις αυτά (και με βρίζεις), μάλλον βρίσκομαι κοντά στη Σύρο και η Κυριακή μου έχει ήδη αρχίσει. Όταν φτάσω με το καλό στην Καβάλα, θα πάω εκεί στο καρνάγιο κάτω από τις Καμάρες (θυμάσαι;) να φάω ίσως ένα ψάρι, μετά θα πάρω το ΚΤΕΛ για Δράμα και από κει θα πάρω το τρένο και θα γυρίσω πίσω.
Θα τη βρω την άκρη. Όταν γυρίσω, ίσως να μην τις έχω ανάγκη πια τις Κυριακές μου. Όταν γυρίσω, η Κυριακή πλέον θα είναι ένας άνθρωπος. Θα κάνουμε κοπάνα από τις δουλειές μας, τους συγγενείς και τους φίλους, θα μπαίνουμε κάτω απ’ τα παπλώματα και τότε η Κυριακή μου θα είσαι εσύ. Κι εγώ η δική σου.
Μέχρι τότε, μη μου φωνάζεις. Σ’ αγαπώ πολύ. Και μ’ αγαπάς κι εσύ. Φ. ■
* Ο Φοίβος Βογιατζής είναι κειμενογράφος και αρθρογραφεί περιστασιακά σε ιστοσελίδες και περιοδικά.
Αναδημοσίευση από : http://www.kathimerini.gr