Η κυρία Αλεξάνδρα στην αυλή του σπιτιού της, στην Ικαρία. Φωτογραφίες της συντάκτριας.
«Ο μάρτυρας ζει. Ζει με τα κατσίκια του, σαν ζώο, δεν έχει επικοινωνία με ανθρώπους. Ο ρουφιάνος έχει πεθάνει. Και όλα σταματούν πια μπροστά σε έναν νεκρό».
Αυτή είναι η ιστορία της κυρίας Αλεξάνδρας, όπως τη διηγήθηκε στη Μελπομένη Μαραγκίδου.
Είμαι γέννημα-θρέμμα Ικαριώτισσα. Γεννήθηκα τον Νοέμβριο του 1928. Είχα καλούς γονείς, ήταν απλοί άνθρωποι, αγρότες, που με αγαπούσαν πολύ. Ίσα που έβγαλα το Δημοτικό και κηρύχτηκε ο πόλεμος. Με την πείνα, στην κατοχή, οι άνθρωποι έφευγαν από την Ικαρία και πήγαιναν με τις βάρκες στη Μέση Ανατολή. Όπως φεύγουν τώρα από εκεί κι έρχονται εδώ, έτσι έκαναν και οι Έλληνες τότε. Έπαιρναν κάτι βαρκούλες, κινδύνευε η ζωή τους και πήγαιναν για να βρούνε κάτι να φάνε. Εκεί είχε πάει κι ο Γιάννης.
Πρώτη φορά τον είδα στην εκκλησία, όταν γύρισε από την ξενιτιά. Είδα έναν ωραίο νεαρό και αμέσως είπα «άχου, ποιο είναι αυτό το όμορφο παλικάρι;». Την ίδια στιγμή και την ίδια μέρα, ξεκίνησε η ιστορία μας. Πήγα κοντά και τον καλωσόρισα. Ήταν αμοιβαίο το αίσθημα. Τότε ήμουν 17 ετών. Πέρασε ο εμφύλιος, το αντάρτικο και παντρεύτηκα μετά από οκτώ χρόνια, στις 9 του Γενάρη του ’55. Τον ίδιο Δεκέμβρη έκανα το πρώτο μου παιδί. Τη Ρούλα. Και μετά από λίγα χρόνια το δεύτερο, τη Ματίνα.
Πήγε λοιπόν στην αστυνομία και κατήγγειλε ότι έβρισα τον βασιλιά και είπα «Ο κωλο-Δανός να μη σώσει και έρθει από εκεί που βρίσκεται».
Μετά ήρθε η Χούντα. Τότε, ένας συγγενής μας έφυγε και πήγε στην Αμερική και μου άφησε το καφενείο του για να το δουλέψω, επειδή με τη γυναίκα του -που ήταν η δασκάλα του χωριού- ήμασταν φίλες. Εκείνη την περίοδο, φοβόμουν μην κυνηγήσουν τον άνδρα μου διότι η οικογένειά του ήταν Αριστερή. Ήταν φόβος και τρόμος εκείνη η εποχή.
Ήταν το ’67. Ο γιος του ρουφιάνου μου, είχε κι αυτός καφενείο. Βλέπανε ότι εγώ πάω μπροστά αφού με προτιμούσε όλο το χωριό και θέλησαν να μου κάνουν κακό. Τότε αρκούσε μία μικρή καταγγελία στη Χούντα ότι ο «αριστερός έκανε αυτό» κι αμέσως σε μαζεύανε. Εγώ δεν ήμουν στο Κόμμα, απλώς όταν ήμουν κοπελίτσα καμιά φορά πήγαινα σε καμιά συγκέντρωση του ΕΑΜ. Ήταν αρχιρουφιάνος. Αν ένας άνθρωπος έχει κάνει μία ατιμία στη ζωή του, τότε αυτός τις είχε κάνει όλες. Όλες. Δεν είχε αφήσει τίποτα. Πήγε λοιπόν στην αστυνομία και κατήγγειλε ότι έβρισα τον βασιλιά και είπα «Ο κωλο-Δανός να μη σώσει και έρθει από εκεί που βρίσκεται». Πού ήξερα εγώ πού είναι ο βασιλιάς; Έβαλε και μάρτυρα ένα «ζώο», έναν παραβάτη που τον εκμεταλλεύτηκε ο απατεώνας και τον πήρε να μαρτυρήσει εναντίον μου.
Όταν ήρθε η αστυνομία στο καφενείο, είχα πολλή δουλειά μιας και ήταν 8 Σεπτέμβρη – της Παναγίας. Μου είπαν ότι πρέπει να πάω από το χωριό στον Άγιο Κήρυκο για μία κατάθεση. Όταν πήγα, μου είπαν «δυστυχώς, θα κάνεις ένα μικρό ταξιδάκι». Τα είχαν κανονίσει όλα. «Θα πας μέχρι την Αθήνα και θα γυρίσεις», είπαν μόνο. Όταν το έμαθε ο άνδρας μου, ήρθε αμέσως από τη δουλειά του. Μπήκε μαζί μου μέσα στο καράβι, πήγαμε στον Πειραιά κι από εκεί με πήρε η Ασφάλεια και με έχασε.
Με πήγαν στο Πασαλιμάνι σε ένα μπουντρούμι, στο Μεταγωγών. Οι άνθρωποί μου έκαναν τρεις μέρες να βρουν ότι με είχαν πάει εκεί. Ήμουν πολύ τυχερή όμως, διότι σε αυτό το μπουντρούμι βρήκα μία κυρία που ήταν βουλευτής. Πολύ έξυπνη. Η Μαρία Καραγιώργη. Είχε περάσει πάρα πολλά στη ζωή της -δικαστήρια και εξορίες- και μου έδωσε να καταλάβω ότι πρέπει να ξεχάσω το παρελθόν και να κοιτάξω μπροστά εάν θέλω μια μέρα να γυρίσω στα δυο παιδιά μου. Αυτή η γυναίκα, μου έβαλε με το ζόρι φαγητό να φάω, μου έδωσε κουράγιο – εγώ ήμουν πεθαμένη. Σκεφτόμουν τα παιδιά μου – το μικρό που ήταν επτά ετών και τη μεγάλη μου, που τελείωνε το Δημοτικό. Εκεί μέσα στο μπουντρούμι έμεινα 19 μερόνυχτα. Όταν με πήγαν στον βασιλικό επίτροπο, από τον φόβο μου, δεν έβγαινε λέξη από το στόμα μου. Κρίθηκα προφυλακιστέα και με πήγαν στις φυλακές Αβέρωφ.
Η μεγάλη μου κόρη έδινε εξετάσεις για να περάσει το Γυμνάσιο. Και ήταν μόνη της. Περισσότερο με ένοιαζε να πάνε όλα καλά και να περάσει, παρά να δικαστώ εγώ.
Αυτή η γυναίκα μού είχε πει, όταν πάω στις φυλακές και με ρωτήσουν με ποιες θέλω να πάω -με τις ποινικές ή με τις πολιτικές-, να πω με τις πολιτικές. Πράγματι με ρώτησαν με «ποιες θες να πας»; Και είπα με τις πολιτικές. Αμέσως φωνάξανε «Κομμουνίστριες, ελάτε να πάρετε μια δικιά σας». Κατεβαίνει μια κοπελίτσα, με αγκαλιάζει και με παίρνει να πάμε σε κάτι υπόγεια. «Εδώ θα μένω;», της λέω. «Όχι», μου λέει, «εκεί που θα πάμε είναι ευάερα και ευήλια». Πήραμε τα απαραίτητα και ανεβήκαμε απάνω κι όντως ήταν ένας φωτεινός θάλαμος που είχε μέσα όλες τις πολιτικές. Αν έκανα το λάθος κι έλεγα να πάω με τις ποινικές, δεν θα ζούσα. Μου εξήγησαν μετά ότι από κάθε μέρος ήθελαν να πιάσουν έναν άνθρωπο, για να φοβεριστούν οι υπόλοιποι. Δεν τους ένοιαζε αν ήταν άνδρας, γυναίκα, μάνα – στην Ικαρία, βρήκαν στόχο εμένα.
Με πήραν δυο φορές για δήλωση, να πάω να υπογράψω ότι απαρνιέμαι το Κόμμα για να τοιχοκολλήσουν το χαρτί στο χωριό να με ρεζιλέψουν. Εγώ είχα πεισμώσει. Δεν έκανα καμία δήλωση. Κι έφαγα αρκετές κλωτσιές γι’ αυτό.
Ήμουν κάπου 40 χρονών τότε. Όλες οι κοπέλες ήταν μικρότερες και με είχαν στα ώπα-ώπα. Να με ταΐσουν, να με περιποιηθούν. Τα παιδιά μου όμως ήταν έξω. Η μικρή μου κόρη ήρθε να ζήσει με την κουνιάδα μου στην Αθήνα και η μεγάλη ήταν στην Ικαρία. Αν δεν είχα τα παιδιά μου, θα το αντιμετώπιζα πιο εύκολα. Η μεγάλη μου κόρη έδινε εξετάσεις για να περάσει το Γυμνάσιο. Και ήταν μόνη της. Περισσότερο με ένοιαζε να πάνε όλα καλά και να περάσει, παρά να δικαστώ εγώ.
Μια μέρα, η κουνιάδα μου έφερε τη μικρή στη φυλακή. Στο επισκεπτήριο υπήρχε ένα σύρμα και μιλούσαμε, εγώ από μέσα κι οι άλλοι απ’ έξω, αλλά τα παιδιά επιτρεπόταν να τα δούμε ένα λεπτό. Όμως, εκείνη την ημέρα άργησε η κουνιάδα μου και πέρασε η ώρα και δεν άφηναν να δω το παιδί. Έλεγα, «μια στιγμή, να πιάσω το παιδί μου». Και εκείνο φώναζε από έξω, «Μαμά βγες, έχω νέα να σου πω, έχω νέα να σου πω». Δεν άφηναν το παιδί να μπει μέσα. «Τελείωσε το επισκεπτήριο», είπε κάποιος. Αρχίζω τότε και βροντώ τις πόρτες. Έγινε το κάτι άλλο. Χτυπούσα και φώναζα ότι, «αν δεν μου φέρετε το παιδί μου να το πιάσω στα χέρια μου, σκοτώνομαι». Μου την έφεραν.
Δικάστηκα τρία χρόνια, αλλά έκανα τέσσερις μήνες φυλακή, επειδή δώσανε μία αμνηστία για όσες είχαν ανήλικα παιδιά. Όταν έφυγα, ακούστηκε πίσω μου της φυλακής η κλειδαριά και ο φύλακας να φωνάζει με απειλή. «Προσέχετε εκεί που πάτε, γιατί δεν φεύγετε με καλές προοπτικές από εδώ μέσα», επειδή δεν είχα κάνει δήλωση.
Για την Ικαρία, ήταν μεγάλο πλήγμα αυτό που συνέβη. Αναστατώθηκε όλο το νησί. Και οι Δεξιοί. Τον ρουφιάνο, τον έφτυναν όλοι. Το χωριό τον αντιμετώπισε πάρα πολύ άσχημα και δεν πήγαινε κανένας πια στο καφενείο του, μέχρι που παραπονέθηκε στην αστυνομία. Τότε τους μάζεψε η αστυνομία στο σχολείο να τους νουθετήσει γιατί δεν πηγαίνουν και στο δικό του καφενείο και φεύγοντας γύρισαν πάλι τσούρμο όλοι στο άλλο καφενείο. Δεν πήγε κανείς στου ρουφιάνου.
Όταν γύρισα, ακόμα δεν τους είχε περάσει η κακία. Ερχόταν κόσμος στο σπίτι να με χαιρετήσει και να δείξει την αγάπη του και αυτοί πήγαν στην αστυνομία και είπαν ότι έκανα συγκεντρώσεις. Με το που γύρισα, με κάλεσε και ο αστυνομικός. Μου είπε «καλώς ήρθατε». «Καλώς σας βρήκα», του είπα, «Είδατε που δεν με πιστέψατε; Με πίστεψε όμως η Παναγία και με έφερε πάλι πίσω στα παιδιά μου». Αυτός ταράχτηκε. Μου είπε καλύτερα να φύγω από το χωριό, να μη βλέπω τον ρουφιάνο και τον μάρτυρα γιατί θα τους τύπτει η συνείδησή τους. Και είπα «Γιατί; έχουν τέτοιο πράγμα; Αν είχαν συνείδηση, θα έπιαναν μια μάνα να τη βάλουν φυλακή χωρίς να φταίει σε τίποτα;» Έζησα στο ίδιο χωριό μαζί του. Τι να έκανα; Να έφευγα από το σπίτι μου; Δεν γινόταν.
Τον συνάντησα μία φορά τυχαία ύστερα από πολύ καιρό και έτυχε να κρατώ στα χέρια μου ένα πριόνι. Και μου λέει «Ούτε καλημέρα;». «Να σηκώσω το πριόνι να σου δώσω μια στο κεφάλι να σου πω εγώ καλημέρα», του απάντησα. Τα μάζεψε κι έφυγε.
Πώς αισθάνομαι τώρα γι’ αυτούς τους ανθρώπους; Ο μάρτυρας ζει. Ζει με τα κατσίκια του, ζει σαν ζώο, δεν έχει επικοινωνία με ανθρώπους. Και αν τον συναντήσω στον δρόμο; Αισθάνομαι όπως όταν συναντάς τα βρωμερά σκουλήκια που τα προσπερνάς για να μην τα πατήσεις. Έτσι αισθάνομαι κι εγώ. Ο ρουφιάνος έχει πεθάνει. Και όλα σταματούν πια μπροστά σε έναν νεκρό.