Πρόκειται για μία ιστορία που θυμίζει σενάριο ταινιών δράσης, αλλά με τη διαφορά ότι είναι πραγματική και όχι προϊόν σκηνοθετών και τεχνικών κινηματογράφου.
Μιλάμε για την ιστορία του Αριστοτέλη Ελευθερόγλου, γιού του Εμμανουήλ Ελευθερόγλου και της Γραμματικής Αξιώτη. Σύζυγος του Α. Ελευθερόγλου ήταν ήταν η Δέσποινα Αμοργιανή. Η διαφυγή του έγινε από τη Σάμο.
Πρόκειται για προδημοσίευση υλικού από το βιβλίο «Αιγαιοπελαγίτες πρόσφυγες στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο» (εκδόσεις Νότιος Άνεμος, συγγραφέας Νάσος Μπράτσος, 220 σελίδες, ISBN 978-960-9511-56-8), η βιβλιοπαρουσίαση του οποίου θα γίνει την Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017 στις 6.30μμ στην αίθουσα της ΕΣΗΕΑ.
Όπως μας αναφέρει για τον προπάππου του και μέσα από διηγήσεις της γιαγιάς του, ο Νίκος Καραγιάννης: «Ο πατέρας της γιαγιάς γεννήθηκε το 1902. Όταν άρχισε ο πόλεμος ο προπάππους μου ήταν φαντάρος στην Σάμο. Είχε εννέα παιδιά. Έφτιαχνε βάρκες για να περνάει ο κόσμος απέναντι. Όταν άρχισαν να βομβαρδίζουν με τα πλοία οι ιταλοί, έφυγαν άρον άρον από το σπίτι. Η πρόγιαγιά μου πήρε ένα μωρό στα χέρια και φώναζε στα άλλα «στον αϊ Γιώργη, στον αϊ Γιώργη».
Ήταν ένα μικρό εκκλησάκι. Ο μεγάλος αδελφός της γιαγιάς φώναζε στο «γεφυράκι» κρατώντας ένα άλλο μωρό (αδελφή του). Στην αναμπουμπούλα χωρίστηκαν και η γιαγιά πήγε με τον αδελφό της. Στο γεφυράκι από κάτω ήταν και άλλοι. Το μωρό έκλαιγε πολύ. Άρχιζαν να τους λένε να φύγουν γιατί το μωρό έκλαιγε και θα τους άκουγαν! Τόσος ήταν ο φόβος, ενώ δεν είχαν αποβιβαστεί ακόμα στο νησί. Ο αδελφός της γιαγιάς τότε, τους άρχισε στις παναγίες και ηρέμησαν! Μετά άρχισαν και οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί. Ήταν κόλαση λέει η γιαγιά. Ο προπάππους μου έφτιαχνε βάρκες για να περνάει ο κόσμος απέναντι».
«Κάποτε τον ρουφιάνεψε ένας σπιούνος όπως τον είπε η γιαγιά και τον κάλεσε ο Ιταλός διοικητής στο τμήμα. Τον βασάνισαν με κάτι σαν σκάφη, που είχε πρόκες και κάθονταν απάνω και το κούναγαν και του τρύπαγε τις πατούσες. Δεν το παραδέχονταν ο προπάππους ότι έφτιαχνε βάρκες. Φωνάζουν και τον σπιούνο μπροστά του. Τότε ορμάει, του χώνει όσες προλάβαινε και του δαγκώνει τα χείλια και του τα σκίζει. Τότε ο Ιταλός διοικητής του λέει, μπράβο, είσαι γενναίος άνθρωπος, σε πιστεύω. Δεν τους σήκωνε μετά το «κλίμα». Έπρεπε να φύγουν. Έφτιαξε μια πολύ μεγάλη βάρκα. Χώρεσαν λέει η γιαγιά μπορεί και 100 άτομα.
Την πήγαν ένα βράδυ στην θάλλασα για να δοκιμάσουν εάν είναι στεγανή και την κρύψαν στου Καρμπόβολου. Κάποιο βράδυ, με άλλους συγγενείς και συγχωριανούς έφυγαν. Μετά από λίγο, παρ΄όλο που ήταν νύχτα τους κατάλαβαν και άρχισαν να τους πυροβολούν. Πέρναγαν από δίπλα τους οι σφαίρες, κανείς δεν τραυματίστηκε. Σε κάποια στιγμή άρχισε να μπάζει νερά η βάρκα λόγω του βάρους. Χάθηκε και ο ένας σκαρμός (δύο έχουν οι βάρκες είναι οι τρύπες που μπαίνουν τα κουπιά και βιδώνουν στην βάρκα). Τον ψάχναν αλαφιασμένοι.
Κάποια στιγμή, η γιαγιά δεν ήξερε τι έψαχναν και φωνάζει, βρε μπαμπά ένα σίδερο μου χτυπάει το πόδι! Ήταν ο σκαρμός! Όταν έφθασαν απέναντι, άναψαν φωτιά για να ειδοποιήσουν άλλους συγγενείς και φίλους ότι έφτασαν και είναι καλά. Άρχισαν να μαζεύουν χταπόδια, από ότι κατάλαβα ήταν πολύ εύκολο, δεν τα τρώγαν οι Τούρκοι τότε μου είπε η γιαγιά και τα έριξαν στη φωτιά και φάγανε.
Το πρωί ήλθαν οι Tούρκοι στρατιώτες. Τους έλεγαν πού είναι η βάρκα και να την βρούνε και να γυρίσουν πίσω. Την βάρκα όντως την άφησαν και την πήρε η θάλασσα μέσα. Τσακώθηκαν αλλά τελικά τους πήγαν κάπου και τους τάισαν. Μετά την γιαγιά με την οικογένεια της την στείλαν στο Κουσάντασι.
Εκεί, βρέθηκε κατά τύχη ένας Έλληνας με κάποιο αξίωμα που δεν θυμάται η γιαγιά, αλλά ο οποίος ήταν ερωτευμένος από παλιά με μια αδελφή του προπάππου και με το που τον είδε αγκαλιάστηκαν. Τους έβαλε σε ένα σπίτι για λίγο. Μετά βρέθηκαν στην Σμύρνη. Μετά, όπως τα θυμάται η γιαγιά πάντα, πήγαν στο Χαλέπι».
Στη Μέση Ανατολή και την Αφρική
Η συνέχεια της ιστορίας είναι η ακόλουθη: «Μετά στο Σουέζ. Εκεί βάζαν κιούρτους με τον προπάππου. Πιάναν πολλά ψάρια και δίναν και σε άλλους. Θυμάται μια φορά που κάτι καράβια τους πήραν τους κιούρτους και έκλαιγε η γιαγιά και της λέει ο πατέρας της, μην στεναχωριέσαι,θα φτιάξουμε άλλους! Μετά πήγαν Ελ Σατ, Πηγές του Μωϋσέως, Τσιμπουτί και κατέληξαν στην Αβησσυνία, όπου και έμειναν τον περισσότερο καιρό.
Εκεί ο πατέρας της άρχισε να φτιάχνει φέτα, άνοιξε και ένα μικρό χασάπικο. Μια φορά πήγε να σφάξει ένα μοσχάρι μόνος του, και παρότι του έκοψε τον λαιμό, του ξέφυγε και χτύπαγε από δω και από κει! Επίσης στις πηγές έιχε άμπωτη και παλίρροια έντονη. Στην Αβυσσηνία γεννήθηκε και η αδελφή της γιαγιάς. Την βάφτισαν Νίκη, γιατί βαφτίστικε την μέρα που απελευθερωθήκαμε».
Νάσος Μπράτσος
Αναδημοσίευση από : http://www.ert.gr