Πριν καλά – καλά συμπληρώσει τα πέντε της χρόνια, πήρε με την οικογένειά της το δρόμο της προσφυγιάς για να βρεθεί μετά από μεγάλη περιπλάνηση στην Αβησσυνία (σήμερα Αιθιοπία) και στο παλάτι του Χαϊλέ Σελασιέ.
Σήμερα με ενθύμιο το προσφυγικό βιβλιάριο και ένα σκουλαρίκι, αλλά και με τις αναμνήσεις εκείνης της περιόδου, η Στέλλα Λουρίδα – Λογοθετίδη, μας μίλησε για εκείνη την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου αρκετοί Έλληνες, μεταξύ αυτών και περίπου 30.000 Αιγαιοπελαγίτες, πήραν το δρόμο της προσφυγιάς. Το ταξίδι της είχε αφετηρία το χωριό της την Ακαμάτρα της Ικαρίας.
-Aς ξεκινήσουμε με το ποιά ήταν τα μέλη της οικογένειας.
-Ήταν ο πατέρας μου Διαμαντής Λουρίδας, η μητέρα μου Φωτεινή Λουρίδα – Γενούζου, οι δύο κόρες Μαρία και Στέλλα και ο αδελφός Ευάγγελος, καθώς και η θεία μου Αργυρώ Γενούζου – Τσιπουράκου, που φύγαμε μαζί. Η μητέρα εκείνο τον καιρό δούλευε μοδίστρα στις Ράχες.
-Ποιοί ήταν οι λόγοι της φυγής;
-Ήταν η πείνα και ο φόβος των διώξεων από τους κατακτητές. Φύγαμε βράδυ από κάποιο όρμο κάτω από την περιοχή «χωριούδια» της Ικαρίας (Πλωμάρι-Μονοκάμπι-Μηλιωπό), που ήταν σχετικά αθέατος από τις κατοχικές δυνάμεις. Ήρθε βαρκάρης και μας πήρε και μαζί μας ταξίδεψαν και άλλοι. Θυμάμαι στην παραλία ότι μας ταλαιπωρούσαν οι ψείρες και η έλλειψη νερού.
-Είχατε προβλήματα στο ταξίδι;
-Μας έπιασε φουρτούνα, η βάρκα πήγαινε με τα κουπιά και αρκετοί φοβήθηκαν ότι θα πνιγούμε. Τελικά φτάσαμε κοντά στον Τσεσμέ όπου και μας μετέφεραν τελικά και μείναμε ένα χρονικό διάστημα.
-Από τον Τσεσμέ που φτάσαμε στις 8/6/1942 και φύγαμε στις 6/1/1943, μας πήγαν στο Χαλέπι (από τις 11/1/1943 έως τις 28/2/1943, όπως προκύπτει από το βιβλιάριο) και μετά στη Βηρυττό στις 1/3/1943, θυμάμαι επίσης ότι περάσαμε και από τις πηγές του Μωυσέως στην Αίγυπτο και το Σουέζ, μέχρι που καταλήξαμε στη Αβησσυνία. Αρχικά μας πήγαν σε ένα στρατόπεδο προσφύγων στη Ντιριντάουα, όπου ήταν περιφραγμένο με συρματόπλεγμα και τη νύχτα ακούγαμε από έξω τις ύαινες να ουρλιάζουν. Μετά πήγαμε στην Αντισαμπέμπα, όπου μείναμε σε σπίτι και περάσαμε καλά.
-Τί θυμόσαστε από τη διαμονή σας εκεί;
-Πήγα στο σχολείο και επειδή ήμουν καλή μαθήτρια, μου έκαναν δώρο δύο σκουλαρίκια, το ένα το έχω ακόμα. Στο σχολείο ήταν μόνο ελληνόπουλα. Παίζαμε όμως και με τα μαυράκια και γενικά τα πηγαίναμε καλά. Μαγειρεύαμε σπίτι και γενικά η διατροφή μας είχε πολύ κοτόπουλο και το σχολιάζαμε ότι εμείς τρώμε καλά, ενώ άλλοι πεινούσαν. Η μάνα δούλευε μοδίστρα στο παλάτι του Χαϊλέ Σελασιέ, έραβε ρούχα της βασίλισσας και θυμάμαι που μας έπαιρναν με αυτοκίνητο για να μας πάνε από το σπίτι στο παλάτι. Μάλιστα επειδή η μάνα μου ήξερε από βότανα – μαντζούνια, έφτιαχνε και έπιναν στο παλάτι για να αντιμετωπίσουν μικροπροβλήματα υγείας και ήταν αγαπητή. Είχαμε παρακολουθήσει και τοπικές εκδηλώσεις του γηγενούς πληθυσμού.
-Όταν ήταν να φύγουμε, ο Σελασιέ πρότεινε πεντάχρονη παραμονή της οικογένειας για να συνεχίσει τη δουλειά της η μητέρα μου ως μοδίστρα και μετά επιστροφή με τα ναύλα πληρωμένα. Αρνήθηκε ο πατέρας μου που ήθελε να γυρίσουμε. Ο Σελασιέ μας έδωσε και δώρο ένα μεγάλο τσουβάλι με καφέ. Γυρίσαμε αρχικά με τραίνο μέχρι την Αίγυπτο, μετά με πλοίο μέχρι τη Χίο και ακολούθως με καΐκι μέχρι τον Εύδηλο Ικαρίας. Εκεί μείναμε στο σπίτι του παπά Νικόλα Μάζαρη (τότε ήταν ακόμα μικρός δεν είχε γίνει παπάς) με τη μητέρα του την Ανθίκλεια, για να ξεκουραστούμε.
Μετά στείλαμε τα πράγματά μας στο χωριό με γαϊδούρια κι εμείς πήγαμε με τα πόδια από το μονοπάτι στο Καρυδάκι. Το σπίτι ήταν σε καλή κατάσταση γιατί είχε μείνει πίσω η γιαγιά μου και έρχονταν οι γυναίκες του χωριού και πίναμε από τον καφέ που φέραμε από την προσφυγιά (υπήρχε έλλειψη καφέ εκείνα τα χρόνια) αφού πρώτα τον περνάγαμε από το μύλο μαζί με κριθάρι για να κρατήσει πιο πολύ.
Συνέντευξη & φωτο: Νάσος Μπράτσος
Η συνέντευξη είναι από προδημοσίευση υλικού από τη Β’ και εμπλουτισμένη έκδοση του βιβλίου «Αιγαιοπελαγίτες πρόσφυγες στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», Εκδόσεις «Νότιος Άνεμος», ISBN 978-960-9511-56-8.
Αναδημοσίευση από : http://www.ert.gr