Του Δημήτρη Κατσαγάνη
Απότομη “προσγείωση” επιφύλαξε χθες ο επικεφαλής του Eurogroup, Jeroen Dijsselbloem στις ελπίδες της κυβέρνησης για μία ομαλή επαναφορά των κλαδικών συλλογικών διαπραγματεύσεων μετά το τέλος του προγράμματος προσαρμογής, δηλαδή από τον Αύγουστο 2018.
Ο κ. Dijsselbloem έκανε δύο σημαντικές επισημάνεις.
Σύμφωνα με την πρώτη, για να έχουν “οριζόντιο”χαρακτήρα (δηλαδή να είναι υποχρεωτικές και για τα μη μέλη των εργοδοτικές ενώσεων) οι κλαδικές συμβάσεις θα πρέπει να είναι “αντιπροσωπευτικές”.
Κατά δεύτερον, ίδιος ο τόνισε πως η μεταρρύθμιση στην αγορά εργασίας είναι “ευαίσθητη” λόγω της “εύθραυστης” προς το παρόν ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας.
Πριν το “καμπανάκι” του Εurogroup, δια στόματος του ίδιου του προέδρου του, είχε προηγηθεί εκείνο του ΔΝΤ τον περασμένο Ιούλιο.
Σύμφωνα με το Ταμείο, “οι κλαδικές επεκτάσεις των συλλογικών διαπραγματεύσεων έχουν την τάση να μειώνουν τις μισθολογικές ανισότητες”.
Το “τίμημα”, όμως για αυτό είναι η “μείωση της απασχόλησης”, ενώ “μειώνεται ο ανταγωνισμός ” και “ενισχύονται οι δυσκαμψίες σε περιόδους ύφεσης”, τόνιζε το ΔΝΤ.
Στο ενδιάμεσο στάδιο και συγκεκριμένα στα τέλη του περασμένου Οκτωβρίου, σε ειδική έκθεση του τμήματος μακροοικονομικών αναλύσεων και ευρωπαϊκής πολιτικής του ΣΕΒ είχε υποστηριχθεί η συσχέτιση μεταξύ μισθών –ανταγωνιστικότητας, δηλαδή να δίδονται αυξήσεις εφόσον βελτιώνεται η ανταγωνιστικότητας.
Επίσης στην ίδια έκθεση επισημαίνεται πως “μια προσπάθεια να νομοθετήσουμε μια επιστροφή στο παρελθόν, να βγούμε από την κρίση μέσω της πόρτας που μας έβαλε σε αυτή διατηρώντας τις δομικές αδυναμίες του παρελθόντος, θα καταστρέψει ό,τι έχει απομείνει όρθιο στη χώρα ως ανταγωνιστικός και βιώσιμος τομέας “διεθνώς εμπορευσίμων” αγαθών και υπηρεσιών”.
Κύκλοι του ΣΕΒ με τους οποίους συνομίλησε το Capital.gr ανέφεραν πως είναι επιθυμητή η επαναφορά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, αλλά όχι η επαναφορά της υπερίσχυσης των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας απέναντι στις επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας.
Επίσης, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, η όποια επαναφορά των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της συνολικής οικονομικής πορείας κάθε κλάδου.
Σημειώνεται πως βάσει νόμου που ψηφίστηκε μαζί με το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα τον περασμένο Μάιο, μετά την ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής θα σταματήσει η αναστολή της αρχής της επεκτασιμότητας των κλαδικών συμβάσεων και της αρχής της εύνοιας υπέρ των εργαζομένων.
Έτσι οι κλαδικές συμβάσεις θα ισχύουν και για τα μη μέλη των κλαδικών εργοδοτικών ενώσεων οι οποίες τις υπογράφουν.
Παράλληλα, εφόσον οι όροι μίας κλαδικής συλλογικής σύμβασης είναι καλύτεροι για τους εργαζομένους σε σχέση με εκείνη της επιχειρησιακής σύμβασης, θα υπερισχύουν οι πρώτες.
Ωστόσο, το Μνημόνιο προβλέπει πως έπρεπε ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβρη να αποσαφηνιστούν οι όροι της “αντιπροσωπευτικότητας” των κλαδικών συμβάσεων.
Αυτό σημαίνει πως πρέπει να αποσαφηνισθεί με ποιους όρους (πχ αν η απόλυτη ή σχετική πλειοψηφία των επιχειρήσεων ενός κλάδου είναι μέλη της κλαδικής εργοδοτικής ένωσης) μπορεί μία κλαδική εργοδοτική ένωση να υπογράφει κλαδική συλλογική σύμβαση με το αντίστοιχο κλαδικό εργατικό σωματείο.
Αυτό ακριβώς επισήμανε ο Dijsselbloem, λέγοντας πως πρέπει να είναι “αντιπροσωπευτικές” οι κλαδικές συμβάσεις έτσι ώστε να ισχύσουν “οριζόντια”, δηλαδή να είναι υποχρεωτικές και για τα μη μέλη των κλαδικών εργοδοτικών ενώσεων.
Από την πλευρά του το ΔΝΤ στην τελευταία έκθεση του για την Ελλάδα επισημαίνει επί των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων πως οι επεκτάσεις των κλαδικών συμβάσεων οδηγούν:
· Σε “υψηλότερους μισθούς”, αλλά σε “λιγότερη απασχόληση”
Στην “κατάπνιξη” του ανταγωνισμού των μισθών σε μικρές επιχειρήσεις με χαμηλή παραγωγικότητα.
· Στην “αύξηση” του “κόστους της ύφεσης” και των “δυσκαμψιών” στην οικονομία.
Το ΔΝΤ επισήμανε επίσης πως οι “οικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα απαιτούν τη στόχευση στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης”.
Με δεδομένο ότι “ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας έχει χρέη προς τις τράπεζες και το κράτος στο ύψος του 130% του ΑΕΠ”, σημαίνει πως “υπάρχει μεγάλη ανάγκη” για “αναδιάρθρωση” και “διατήρηση” της “ελαστικότητας του κόστους”, τονίζει το Ταμείο.
Αναδημοσίευση από : http://www.capital.gr