Η μείωση του ποσοστού της ανεργίας τον Οκτώβριο δείχνει κάτι (ως τάση) αλλά δεν λέει πολλά πράγματα αυτή καθαυτή. Γιατί, η μείωση του αριθμού των καταμετρούμενων ανέργων προκύπτει και από την «εξαγωγή» ανέργων (περισσότεροι από 400.000 νέοι έχουν αναζητήσει την ευκαιρία μιας δημιουργικής ζωής εκτός της ελληνικής επικράτειας…) και από τους ευρωπαϊκούς κανόνες και τα κριτήρια με τα οποία οι στατιστικές υπηρεσίες μετρούν και (παγίως) υποτιμούν τον πραγματικό αριθμό των ανέργων.
Πιο αξιόπιστος δείκτης για την κατάσταση στην αγορά εργασίας είναι η απασχόληση. Και, πράγματι, η αύξηση του αριθμού των απασχολουμένων είναι μια τάση σταθερά (αλλά μόνον ελαφρά…) αυξανόμενη μετά το 2013. Η απασχόληση αυξήθηκε κατά 20.000 το 2014, κατά 74,5 χιλ. το 2015, κατά 63.000 το 2016 και κατά περίπου 80.000 το 2017. Συνολικά, την τελευταία τετραετία δημιουργήθηκαν περίπου 240.000 θέσεις εργασίας. Ωστόσο, αυτό κάθε άλλο παρά λόγος ικανοποίησης είναι. Όχι μόνο γιατί η βιωσιμότητα πολλών από αυτές είναι αμφισβητήσιμη, αλλά και γιατί η ποιότητά τους είναι εξαιρετικά χαμηλή. Δημιουργήθηκαν κυρίως λόγω των μέτρων ελαστικοποίησης των σχέσεων εργασίας που θεσπίστηκαν (και ισχύουν…) από το 2012. Οι περισσότερες είναι θέσεις με χαμηλή αμοιβή (που καθιστά γλυκιά νοσταλγία τα περί γενιάς των 700 ευρώ…) και υψηλή ανασφάλεια, που σκοτεινιάζουν τη ζωή του μισθωτού που κατάφερε να βρει μια τέτοια δουλειά και (κάτι που ο ΣΕΒ δεν φαίνεται να έχει τη διάθεση να καταλάβει…) λειτουργούν ανασχετικά στην εργασιακή απόδοσή του.
Δεν είναι θέσεις εργασίας που προκύπτουν από τη μεγέθυνση της οικονομίας αλλά από την αναδιανομή της ανεργίας (ή της εργασίας «προς τα κάτω»), με συνέπεια και την αναδιανομή της φτώχειας.
Γιατί, να το πούμε καθ’ υπερβολή, η οικονομική μεγέθυνση κινείται στα όρια του στατιστικού λάθους – είναι ανεπαίσθητη. Απλώς και μόνο η οικονομία δείχνει να έχει πατήσει σε χαμηλό αντίστασης, η κρίση να έχει ολοκληρώσει το έργο της αφότου έσπασε η ελληνική φούσκα – όταν οι αγορές αρνήθηκαν να συνεχίσουν να μας δανείζουν, το 2010. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν, σε πραγματικές τιμές, σημείωσε μια μικρή αύξηση πέρυσι, έπειτα από μια σωρευτική (βασανιστική…) μείωσή του κατά 31,9% στα χρόνια που μεσολάβησαν από το 2009 έως και το 2016.
Αν πράγματι θέλουμε θέσεις εργασίας, χρειάζεται να αξιοποιηθούν οι διαρθρωτικές αλλαγές που με τεράστιο κοινωνικό κόστος έχουν συντελεστεί ή έχουν αρχίσει να υλοποιούνται, προκειμένου να υπάρξει οικονομική μεγέθυνση. Με δυο λόγια, χρειάζεται Πολιτική για την ανάπτυξη. Είναι αυτό, ακριβώς, που λείπει.
Σε επίπεδο κοινοβουλευτικού και δημοσίου διαλόγου, αυτό έχει αντικατασταθεί από εύκολες ρητορείες της αντιπολίτευσης και από επιχειρήματα ρετρό (του τύπου «εσείς ήσασταν χειρότεροι») της κυβέρνησης. Σε επίπεδο εκτελεστικής εξουσίας, υπάρχει έλλειμμα σκέψης και θλιβερή διαχειριστική ανεπάρκεια. Παράδειγμα (προς αποφυγή…) τα οκτώ αναπτυξιακά (λεγόμενα) συνέδρια που ήδη έχουν διεξαχθεί σε ισάριθμες περιφέρειες: Παρελάσεις του μισού υπουργικού συμβουλίου, βουλευτών και συμβούλων, χωρίς να μείνει τίποτα στο τέλος, ούτε καν μια στοιχειώδης καταγραφή των προτάσεων που διατυπώθηκαν από διάφορους τοπικούς φορείς. Από όλες αυτές τις σεμνές τελετές, δεν υπάρχει ούτε ένα χαρτί – έτσι, ως ενθύμιο…
Γιατί δεν διεξάγεται κάποια σοβαρή δημόσια συζήτηση για την ανάπτυξη; Μία απάντηση θα ήταν επειδή οι κυβερνήσεις, των τελευταίων ετών ιδιαίτερα, είτε φέρουν δεξιό είτε αρέσκονται να λένε ότι φέρουν αριστερό πρόσημο, ασχολούνται με αυτό που ξέρουν, τη «μεροδούλι μεροφάι» διαχείριση των υπουργείων και τη διαχείριση του πελατειακού συστήματός τους. Ίσως, πάλι, γιατί ο ξένος παράγοντας δεν μας πιέζει (κάθε άλλο…) να αναλάβουμε την ευθύνη της ανάπτυξης της χώρας. Μας πιέζει να αναλάβουμε την ευθύνη αποπληρωμής των δανείων μας – μόνο…
Αναδημοσίευση από : http://www.kathimerini.gr