Γεννήθηκε το 1928 στον Άγιο Κωνσταντίνο της Σάμου και ξεκίνησε το μακρύ δρόμο της προσφυγιάς το 1941.
Για όλα αυτά ο Στρατής Βακράς, έγραψε ένα καταπληκτικό βιβλίο με τίτλο «Προσφυγικό Ταξίδι», που κυκλοφόρησε το 2009 από τις εκδόσεις «Απόπλους» (ISBN 978-960-98852-0-1).
Παιδικές σκανταλιές, εικόνες φρίκης, στιγμές αλληλεγγύης, ανθρώπινη δυστυχία, αλλά και η ελπίδα που πάντα μένει ζωντανή, εναλλάσσονται στο βιβλίο που αποτελεί την περιγραφή των όσων έζησε ο συγγραφέας.
Η οικογένεια έφυγε με καΐκι του Χριστόδουλου Καλίτση για την Τουρκία, λίγο μετά την έλευση των Ιταλών στη Σάμο, που είχαν κακοποιήσει τον πατέρα της οικογένειας (2.000 δραχμές ήταν ο ναύλος) και προορισμός το Κουσάντασι.
Στην Τουρκία η αντιμετώπιση ήταν καλή, με εξαίρεση ελάχιστους, που όμως ένας από αυτούς αφαίρεσε τη ζωή σε έναν Έλληνα, μπροστά στα μάτια του συγγραφέα. Συνελήφθη και όπως έλεγαν οι υπόλοιποι Τούρκοι, ήταν ψυχοπαθής.
Σε γενικές γραμμές περιγράφονται αρκετά περιστατικά όπου η πλειοψηφία των Τούρκων εμπόδιζε τις επιθέσεις των ελάχιστων και προστάτευε τους πρόσφυγες.
Η ομάδα των προσφύγων από τη Σάμο, ενσωματώνεται και με άλλους πρόσφυγες από Ικαρία, Χίο, Δωδεκάνησα και μένει κάποιο χρονικό διάστημα στην Τουρκία, όπου αρκετοί και ο Βακράς, εργάζονται σε Τούρκους και πληρώνονται.
Από την Τουρκία η διαδρομή συνεχίστηκε μέχρι τη Συρία, το Χαλέπι, για να έρθει η σειρά του Λιβάνου, Τρίπολη και ορεινές περιοχές με ξενοδοχεία κοντά στο Αλέι και το Σουκ Ελ Χάρμπ.
Εκεί άρχισε και η άτυπη μορφή του σχολείου, κάτω από τις οργανωτικές δυνατότητες που υπήρχαν εκείνες τις στιγμές σε εκείνες τις συνθήκες. Τον πλησίασαν αριστεροί για να τον στρατολογήσουν, αλλά επειδή στο χωριό του «οι κομμουνιστές όλο στις εξορίες ήταν», η εμπειρία αυτή λειτούργησε σαν αποτρεπτικό κίνητρο.
Μετά ήρθε η σειρά της Αιγύπτου να φιλοξενήσει τους Αιγαιοπελαγίτες πρόσφυγες, μεταξύ αυτών και την οικογένεια του Στρατή Βακρά, του οποίου ο πατέρας και ο μεγάλος αδελφός είχαν ήδη καταταγεί στις ένοπλες δυνάμεις της Μέσης Ανατολής.
Επιχειρήθηκε με δόλο γιατί ήταν 14χρονος και η στράτευση του Σ. Βακρά με άλλους φίλους του, αλλά τελικά δραπέτευσαν από το στρατόπεδο.
Το προσφυγικό κομβόι συνεχίζει την περιπλάνησή του και από την Κένυα βρίσκεται στο Βελγικό Κονγκό (το σημερινό Ζαΐρ) και κοντά στην πόλη Μπούνια. Το ταξίδι με το καράβι Rizwani ήταν εφιαλτικό, αφού έγιναν αρκετοί αεροπορικοί βομβαρδισμοί και οι πρόσφυγες είδαν το χάρο με τα μάτια τους. Το βιβλίο περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τις αγωνιώδεις εκείνες στιγμές.
Στη Μπούνια ο Σ.Μ. περιγράφει ένα περιστατικό, όπου ο Ικαριώτης Αποστόλης Μαματάς, που εκτελούσε χρέη εκπαιδευτικού στα προσφυγόπουλα, είχε φέρει δύο μπάλες ποδοσφαίρου. Τα ελληνόπουλα βλέπουν τα μαυράκια να παίζουν ξυπόλητα με ένα αυτοσχέδιο τόπι και τα καλούν να παίξουν μαζί τους. «Να προσέχετε τους μαύρους μην σας φάνε», φωνάζουν κάποιες Αιγαιοπελαγίτισες μανάδες.
Στα πρώτα λεπτά οι αφρικανοί κερδίζουν κατά κράτος τα ελληνόπουλα, αλλά τότε εμφανίζονται Εγγλέζοι με βούρδουλες χτυπούν και διώχνουν τους ιθαγενείς. Ακολουθεί αντιπαράθεση Ελλήνων και Εγγλέζων, ενώ τις επόμενες ημέρες, οι Έλληνες ξαναφωνάζουν τους αφρικανούς και παίζουν όχι «άσπροι» εναντίον «μαύρων», αλλά με μικτές ομάδες. Ο Σ. Βακράς εκμυστηρεύεται ότι υπερίσχυσε όχι η αντίληψη ενάντια στους φυλετικούς διαχωρισμούς, αλλά ο φόβος του ρεζιλέματος, από τους ποδοσφαιρικά καλύτερους αφρικανούς.
Ποδόσφαιρο μεταξύ προσφύγων παίχτηκε μεταξύ Ελλήνων με κριτήριο των τόπο καταγωγής, πχ Σαμιώτες εναντίον Δωδεκανήσιων, ή εναντίον Χιωτών, αλλά και μεταξύ προσφύγων διαφόρων εθνικοτήτων πχ Έλληνες με Κροάτες, ή Έλληνες εναντίον Σέρβων. Σέρβοι και Κροάτες ήταν σε διαφορετικά στρατόπεδα, οι Σέρβοι ήταν οπαδοί του Τίτο και του Στάλιν και οι Κροάτες είχαν παρτίδες με τους Γερμανούς πριν αιχμαλωτισθούν, ή φύγουν πρόσφυγες, περιγράφει ο Σ. Βακράς.
Ο Σ. Βακράς βρίσκει δουλειά και βγάζει κάποια χρήματα, υπήρχαν άλλωστε από πριν ομογενείς και γενικά παρουσία λευκών, που τον βοήθησε στον τομέα αυτό. Επέστρεψε μετά το τέλος του πολέμου και μετανάστευσε στην Αυστραλία.
Πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο, που το συνιστούμε ανεπιφύλακτα.
Τέλος, ας δούμε πώς οι εκδόσεις «Απόπλους», παρουσιάζουν το βιβλίο: «Ο νεαρός Στρατής από τον Άγιο Κωνσταντίνο της Σάμου, το 1941, μην αντέχοντας το βάρος της ιταλικής κατοχής, (φεύγει με τους γονείς και άλλους συμπατριώτες του με καΐκι για τη Μέση Ανατολή μέσω Τουρκίας και Λιβάνου. «Ύστερα από πολλές περιπέτειες καταλήγει προσωρινά σε στρατόπεδο προσφύγων στην Αίγυπτο. Από εκεί διασχίζει την Ερυθρά θάλασσα, φτάνει στον Ινδικό ωκεανό για να καταλήξει, μετά από ένα επικίνδυνο θαλασσινό ταξίδι, στις ακτές της Αφρικής.
Στα βάθη της αφρικάνικης ζούγκλας συναντάει εγκατεστημένους πολλούς Έλληνες που ασχολούνται με το εμπόριο και τους μαύρους ιθαγενείς.
Ο Στρατής και οι δικοί του από πρόσφυγες μεταβάλλονται σε αφέντες των μαύρων. Αναλαμβάνουν δουλειές Ευρωπαίων επιχειρηματιών και κερδίζουν χρήματα. Ο μικρός Σαμιώτης, αντιπροσωπεύοντας τον κόσμο των πολιτισμένων, έρχεται σε επαφή με τις τοπικές κοινωνίες και αντιμετωπίζει τους μαύρους, παρά τις αντίθετες προτροπές των Ευρωπαίων, με ξεχωριστή ανθρωπιά.
Ο πόλεμος, αν και δεν περιγράφεται, είναι πανταχού παρών όπως και η καθημερινότητα, η πείνα, η δυστυχία, η χαρά, η απληστία, οι προκαταλήψεις, η νοσταλγία της πατρίδας, οι ανθρώπινες αδυναμίες, όσες διασώζει η μνήμη.
Το Προοφυγικό ταξίδι είναι μια οδύσσεια, μια συναρπαστική διαδρομή με πολλές εκπλήξεις, μια αφήγηση με χιούμορ, αμεσότητα και αυτοσαρκασμό».
Επιμέλεια κειμένου – κριτική βιβλίου: Νάσος Μπράτσος
Αναδημοσίευση από : https://nasosbratsos.blogspot.gr