Έφυγε για την προσφυγιά σε ηλικία 9 ετών από την κατεχόμενη από τους ναζί Χίο. Τον Απόστολο Μισιρλή τον συναντήσαμε την Κυριακή 4/3/2018 στο Δημαρχείο Περάματος.
Ήταν στα πλαίσια της παρουσίασης του βιβλίου «Αιγαιοπελαγίτες πρόσφυγες στο Β’ Παγκόσμιο πόλεμο». Να σημειώσουμε ότι ήταν από οικογένεια που είχε γνωρίσει την προσφυγιά στη Μικρασιατική καταστροφή, άρα ήταν η δεύτερη φορά που η φυγή γινόταν μονόδρομος για τους Μισιρλήδες.
Θα έχετε την ευκαιρία να τον ακούσετε και στη ραδιοφωνική εκπομπή «Αφύλακτη Διάβαση» του Α’ Προγράμματος της ΕΡΑ το Σάββατο 10 Μάρτη στις 12 το μεσημέρι με παραγωγό το Θωμά Σίδερη.
Στην παρέμβασή του είχε πει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:
«Το 50% των εκατοντάδων που ξεκινήσαμε από τη Χίο για την Κύπρο φτάσαμε ζωντανοί.
Εγώ είχα πατέρα που ήδη υπηρετούσε σαν αξιωματικός και φύγαμε εγώ, η μητέρα μου, η αδελφή μου 5 ετών, ο αδελφός μου 13 ετών και άλλα συγγενικά πρόσωπα, αφού πρώτα κάναμε οικογενειακή σύσκεψη για το αν θα φεύγαμε ή όχι.
Φύγαμε από τα βράχια στην περιοχή της Καλαμωτής με μία βάρκα που ήταν καμουφλαρισμένη με φύκια.
Την τελευταία στιγμή ήρθε ένας που δεν τον περιμέναμε και δεν μπόρεσε να επιβιβαστεί γιατί ήδη η βάρκα ήταν υπέρβαρη και απείλησε ότι θα μας καταδώσει. Ίσως και να το έκανε γιατί μας εντόπισε με προβολέα μία γερμανική ακταιωρός, αλλά δεν μας πείραξε. Στη βιασύνη μας έσπασε το ένα από τα έξι κουπιά.
Κρυφτήκαμε σε σπηλιά σε βραχώδεις ακτές της Τουρκίας και έτσι δεν μας εντόπισε και η τουρκική ακταιωρός.
Περάσαμε γκρεμούς με αγκάθια και τελικά ενωθήκαμε και με άλλους πρόσφυγες. Οι Τούρκοι ζητούσαν το θείο μου τον Παναγιώτη Αυγουλά που ήταν μαζί μας αλλά δεν τον μαρτυρήσαμε. Απειλούσαν να μας κρεμάσουν. Μετά μας ζήτησαν να δώσουμε ό,τι πολύτιμο είχαμε, η μάνα μου είχε ένα σακούλι με μαστίχα για να μας ταΐζει, αυτό ήταν το πιο πολύτιμο που είχε.
Μας βάλανε σε δύο πλοία (εκατοντάδες πρόσφυγες) για να μας στείλουν στην Κύπρο, εμείς μπήκαμε σε ένα παλιό και σάπιο πλοίο, το άλλο ήταν ολοκαίνουργιο. Το καλό πλοίο έπεσε σε ξέρα και ναυάγησε, οι πιο πολλοί πνίγηκαν και σώθηκαν ελάχιστοι που τους μαζέψαμε εμείς και θυμάμαι ακόμα να στάζουν τα νερά από τα μαλλιά και τα ρούχα τους.
Κάποια στιγμή μας έκαναν σινιάλο Τούρκοι να σταματήσουμε, δεν το καταλάβαμε και άρχισαν τους πυροβολισμούς από τους οποίους σκίστηκε το πανί. Ήρθαν έκαναν έλεγχο μας είδαν να ταξιδεύουμε κάτω από τραγικές συνθήκες και μας άφησαν. Με σκισμένο πανί και μηχανή που κάποια στιγμή πήρε φωτιά συνεχίσαμε για την Κύπρο. 24 ώρες περιμέναμε να φύγει ένα υποβρύχιο για να μην μας εντοπίσει. Μετά από 12 μέρες ταξίδι φτάσαμε στην Κύπρο και μείναμε στο Ξηρό».
Εκτός από την προφορική παρέμβαση που καταγράψαμε μας δόθηκε από το οικογενειακό αρχείο και το ακόλουθο ημερολόγιο – χειρόγραφο, που το παρουσιάζουμε.
Η κατάληψη της Χίου
Η Χίος κατελήφθη το 1941 , 4 Μαΐου. Μια μέρα βλέπουμε δύο πλοία να έρχονται στο λιμάνι. Όταν τα είδαμε από μακριά νομίσαμε ότι ήταν αγγλικά και τρέξαμε να τα δούμε. Όταν φθάσανε πολύ κοντά βλέπουμε τη σημαία τους και ήταν γερμανικά. Τότε ο κόσμος έμεινε να δουν τι θα γίνει. Τότε βγαίνει ο διοικητής του γερμανικού στρατού ο οποίος ονομάζονταν Βίγκλερ και πηγαίνει στο διοικητή του ελληνικού στρατού και του λέει «θα παραδοθείτε ή όχι»; Αλλά ο στρατός δεν ήθελε να παραδοθούν, αλλά ο διοικητής τος είπε ότι δεν είχαν όπλα ή πολεμοφόδια για να πολεμήσουν. Τέλος ο ελληνικός στρατός με δάκρυα στα μάτια παραδόθηκε. Τότε οι Γερμανοί έριξαν μία πιστολιά στον αέρα και κατέβασαν την ελληνική σημαία και σήκωσαν τη γερμανική. Τότε ο Γερμανός διοικητής έβγαλε λόγο στο στρατό του, να μην πειράξουν κανένα κορίτσι και να μην πειράξουν κανένα κατάστημα. Όσα τους είπε, δεν έκαναν τίποτα. Από εκείνη την ημέρα άρχισε να χάνετε το ψωμί, πέρασαν οκτώ μήνες και δεν υπήρχε τίποτα και μας έπιασε αγριότατη πείνα. Τότε ο κόσμος άρχισε να πηγαίνει στα βουνά για να μαζεύει χόρτα, να τα τρώνε χωρίς λάδι και χωρίς ψωμί. Η πείνα μεγάλωνε περισσότερο. Τότε ο κόσμος είπε ότι δεν υπήρχε καμιά λύση, παρά να φύγουμε από εδώ, γιατί αν μείνουμε θα πεθάνουμε από την πείνα. Και τότε άρχισαν να φεύγουν κρυφά από τους Γερμανούς. Οι Γερμανοί όμως το έμαθαν ότι φεύγει ο κόσμος και πάει στην Τουρκία και άρχισαν να παίρνουν μέτρα. Κάθε βράδυ γύριζαν με ένα πλοιάριο για να συλλαμβάνουν τον κόσμο.
Πώς φύγαμε από τη Χίο
Από την πρωτεύουσα της Χίου φύγαμε κρυφά για να μην μας δουν οι Γερμανοί και πήγαμε σε ένα χωριό της Χίου για να βρούμε βάρκα να φύγουμε, γιατί δεν μπορούσαμε να υποφέρουμε την πείνα. Εκεί μείναμε 2-3 μέρες και μετά φύγαμε. Όταν μπήκαμε στη βάρκα και μετά από μισή ώρα ταξίδι, ακούσαμε τα γερμανικά πλοιάρια να έρχονται εναντίον μας. Τότε φοβηθήκαμε και παρακαλούσαμε το Θεό να μας σώσει από τους βάρβαρους εχθρούς. Επιτέλους σωθήκαμε και ο βαρκάρης μας έβγαλε κάτω από ένα μεγάλο βουνό και μείναμε εκεί μέχρι να ξημερώσει. Είχαμε φύγει βράδυ από τη Χίο. Ανεβήκαμε εκείνο το θεόρατο βουνό που είχε αγκάθια και τα κρατούσαμε που αν έφευγε κανένα κλαδί θα πέφταμε στη θάλασσα. Μετά βρεθήκαμε να περπατάμε σε μία πεδιάδα. Όταν την περάσαμε πηγαίναμε ακρογιαλιά – ακρογιαλιά και φτάσαμε στην Κάτω Παναγιά και μας παρέλαβαν οι Τούρκοι και μας πήγαν στον Τσεσμέ. Εκεί το ελληνικό προξενείο μας έδινε μισή λίρα στο άτομα σε ημερήσια βάση και πηγαίναμε σε εστιατόρια και τρώγαμε. Εκεί κάτσαμε τέσσερις μέρες και μετά μας είπαν ότι θα μας στείλουν στην Κύπρο.
Αναχώρηση από την Τουρκία
Από την Τουρκία μας έβαλαν μέσα σε ένα τούρκικο καΐκι και μας έδωσαν τροφή για τέσσερις μέρες. Μετά από αυτές όμως δεν είχαμε να φάμε τίποτα και μας έπιασε η πείνα. Τόσο φοβερή που κοντέψαμε να πεθάνουμε νηστικοί. Στο δρόμο μας έπιασε τρικυμία και μας πήγε σε ένα λιμανάκι ο καπετάνιος και μας έβγαλε στην ξηρά για να φύγουμε όταν θα βράδιαζε. Εκεί που καθόμασταν ακούσαμε ένα φοβερό κρότο, κοιτάξαμε στον ουρανό μήπως ήταν κανένα αεροπλάνο. Τελικά είδαμε ένα τούρκικο καΐκι που ήρθε και αυτό να αράξει, τελικά έφυγε νωρίτερα από εμάς. Κοντά μας ήταν το Κουσάντασι και επειδή μας ξανάπιασε φουρτούνα πήγαμε να αράξουμε εκεί. Ακούσαμε κραυγές σκύλων και αναρωτηθήκαμε τι είναι, αλλά τελικά οι κραυγές έρχονταν από τη θάλασσα όπου είχε χτυπήσει το άλλο καΐκι σε ξέρα και πνίγονταν, αλλά εμείς δεν μπορούσαμε ν πάμε γιατί είχε φοβερή τρικυμία. Πήγαμε το πρωί και βρήκαμε σώους έναν άνδρα και μία γυναίκα. Συνεχίσαμε το ταξίδι και συχνά περνούσαν από πάνω μας αεροπλάνα και τότε μας σκέπαζαν για να μην μας δουν οι Γερμανοί. Δεν είχαμε νερό να πιούμε και ταξιδεύαμε συνολικά για 12 μέρες. Με τη βοήθεια του Θεού φτάσαμε στην Κύπρο και βγήκαμε στον Καραβά, όπου κάναμε λουτρό. Μετά μας έφεραν ψωμιά και όταν τα είδαμε πέσαμε σαν λυσσασμένοι γιατί είχαμε τόσο καιρό να φάμε ψωμί. Ο Κυπριακός λαός μας δέχτηκε με μεγάλη υποδοχή.
Ο εκθέτης Δημήτριος Σταματίου Μισιρλής
Εκ Χίου
Προσφυγικός συνοικισμός Διοίκησης Ξηρού
Δημοσιογραφική έρευνα – επιμέλεια: Νάσος Μπράτσος
Αναδημοσίευση από : http://www.ert.gr