Home ΚοινωνίαΕπικαιρότητα Τιμή (έστω και μετά θάνατο) σε μια ηρωική Καριωτίνα Μάνα

Τιμή (έστω και μετά θάνατο) σε μια ηρωική Καριωτίνα Μάνα

by ikariaki.gr
163 views

Αγαπητοί μου φίλοι, πόσες φορές στη ζωή μας, έχουμε την ευκαιρία να αξιολογήσουμε στο σύνολο του, την παρουσία ενός ανθρώπου σ’ αυτό τον κόσμο, που όλοι είμαστε περαστικοί; Μπορεί να μας δίνεται, κακώς, τις περισσότερες φορές η δυνατότητα να μπούμε σ’ αυτή τη διαδικασία, μόνο όταν ο συνάνθρωπος μας “φύγει” από κοντά μας σαν νεκρολογία. Μακριά από εμένα να κάνω αυτό σήμερα  για την Μαρία Πουριέζη. Πρώτον γιατί απεχθάνομαι να βγάζω ή να γράφω λόγους ανάλογους  και δεύτερον γιατί το σημερινό μου άρθρο έχει σκοπό να δώσει, στους περισσότερους που δεν την ξέρατε, την εικόνα ενός ανθρώπου, με τα ελαττώματα του αλλά και τα προτερήματα του, αλλά κυρίως μέσω αυτού του άρθρου, να εκθειάσω όλες αυτές τις αρετές που είχε η Μαρία αλλά και οι περισσότερες Καριωτίνες μανάδες αυτής της γενιάς.

Η Μαρία Πουριέζη λοιπόν γεννήθηκε στις πρώτες δεκαετίες του περασμένου αιώνα στην Προεσπέρα από μια φτωχική αγροτική οικογένεια. Μικρή κοπέλα έκανε οικογένεια με τον Νικόλα τον Πουριέζη, κι έκανε ούτε ένα, ούτε δύο αλλά επτά παιδιά, ζωή να έχουν.  Εποχές δύσκολες να μεγαλώνεις παιδιά , στις δεκαετίες του ’50 και του ‘ 60. Είχα την τύχη, παιδί κι εγώ μιας πολυμελούς οικογένειας, να είμαι γειτονάκι (μια αυλή μας χώριζε και μας ένωνε ταυτόχρονα), με τα παιδιά της και να ζούμε όλοι μαζί εκείνες τις δύσκολες εποχές. Και οι δικοί μου γονείς δεν ήταν κάτι το ιδιαίτερο, τεχνίτης και αγρότης ο πατέρας μου, νοικοκυρά και αγρότισσα η μητέρα μου, έξι παιδιά η φαμελιά μας, άρα βίοι παράλληλοι.

Εκεί σ’ αυτή την γειτονιά και τα δεκατρία παιδιά μεγαλώναμε “σαν αδέλφια”. Εικόνες που περνούν συνεχώς μπροστά μου, από τις παιδικές σκανδαλιές, τα αθώα μας ψέματα για να γλυτώσουμε την όποια τιμωρία από τους γονείς μας για ότι κάναμε, που συνήθως και οι δυο μανάδες ήταν δίκαιες ακόμα και στην τιμωρία μας (μια εσύ και μια ο /η άλλος/η) κάτι που μας έκανε να μην πολυ -διαμαρτυρόμαστε αφού θεωρούσαμε δίκαιη την απόφαση, ανάλογα μ’ αυτά που κάναμε. Άλλη εικόνα το πρωινό ξύπνημα από την καμπάνα της εκκλησίας δίπλα στο σχολείο (που οι τωρινές πολυτέλειες με τα κουδούνια και τα λεωφορεία), η συνάντηση στο μονοπάτι δίπλα από τα σπίτια μας και η κοινή πορεία μέχρι την αυλή του σχολείου και συναντούσαμε τα άλλα παιδιά που μετά από ποδαρόδρομο από κοντά ή μακριά ερχόμαστε για το μάθημα μας και την πρωινή προσευχή που τελείωνε με τον εθνικό ύμνο της Ικαρίας. Εκεί που το δεκατιανό μας ήταν το γάλα σκόνη μαζί με τη φέτα από καρβέλι τριμμένη με γλύνα (ζωικό λίπος) και ζάχαρη όσοι είχαν από το σπίτι τους, για τους υπόλοιπους συνήθως τη μοιραζόμαστε. Το μεσημεριανό φαγητό στο σχολείο ήταν ανάλογο (εποχή που στα σχολεία υπήρχαν τα συσσίτια για τα παιδιά). Δύσκολες εποχές γεμάτες στέρηση, φτώχεια αλλά παρ’ όλα αυτά ζούσαμε ευτυχισμένα γιατί παίρναμε ανθρωπιά, αλληλεγγύη και κυρίως θάρρος να αντιμετωπίσουμε τη ζωή, μαθήματα που μας παρέδιδαν οι γονείς μας και οι δάσκαλοι μας. Μετά το σχολείο το απογευματινό μας ή και βραδινό τις περισσότερες φορές διάβασμα (αφού το απόγευμα οι γονείς μα ήταν ακόμα στα κτήματα ή στα ζώα τους), στο φώς της λάμπας πετρελαίου ή του “φωσακιού” (λυχνάρι λαδιού). Ηλεκτρικό ρεύμα δεν υπήρχε τότε στα χωριά μας, φυσικά  ούτε ραδιόφωνο ή τηλεόραση. Η διασκέδαση μας ήταν τα παιχνίδια μέσα ή γύρω στις αυλές και όταν είχαμε χρόνο (γιατί και σαν παιδιά συμμετείχαμε στις εξωτερικές δουλειές του σπιτιού) το παιχνίδι σε αλάνες που τις βαπτίζαμε γήπεδα.

Έκανα μια αναλυτική περιγραφή της ζωής μας σαν παιδιά, γιατί έτσι ζούσαμε στον κοινό χώρο τα αδέλφια μου και τα παιδιά της Μαρίας, που αποκαλούσαμε τα μεν την μητέρα των δε “θεία”, χωρίς να έχουμε απαραίτητα κάποια συγγένεια και άσχετα βέβαια ότι τις αισθανόμαστε σαν μανάδες μας. Εκεί ήταν που φεύγαμε όλα μαζί στο διπλανό ρουμάνι να μαζέψουμε κλαδιά και πευκόβουδα(κουκουνάρια), να ανάψουν τον οικογενειακό φούρνο (τότε δεν υπήρχε κεντρικός φούρνος του χωριού) που οι μανάδες μας είχαν ζυμώσει τα ψωμιά της εβδομάδας αλλά και γεμοστόπιτες ή χειροποίητα κουλούρια, την αμοιβή μας για τον κόπο που κάναμε να μαζέψουμε τα απαραίτητα για να ζεστάνουμε τον φούρνο.

Εκεί λοιπόν περνά η εικόνα της Μαρίας μαζί με τη μάνα μου να μας δίνουν οδηγίες και οι φωνές τους για τις όποιες διαολιές κάναμε.

Κοντά μας πάντα ήταν και ο Μιχάλης ο πρωτότοκος γιος της, που μπορεί να είχε κάποιο πρόβλημα, αλλά αυτό καθόλου δεν μας έκανε να τον αποφεύγουμε. Τουναντίον τον είχαμε πάντα κοντά μας, σαν αδελφό όπως και τους υπόλοιπους, μας άρεσε να τον ακούμε να τραγουδά ή να ψέλνει υπέροχα (θεέ μου που του έδωσες αυτή τη χάρη, χωρίς ίχνος βυζαντινής παιδείας, να ψέλνει τόσο σωστά, όπως οι πρωτοψαλτάδες της Mητρόπολης). Βέβαια τότε είχαν έλθει τα πρώτα ραδιόφωνα μπαταρίας και ο Μιχάλης το είχε πάντα στο αυτί και άκουγε τα πάντα, τα αποτύπωνε τέλεια στο μυαλό του και αργότερα τα ερμήνευε επίσης υπέροχα. Πόσες φορές καθόμαστε στο τοιχάκι που ένωνε τις δυο αυλές και μου τραγουδούσε ή μου έψελνε, μου κρατούσε το χέρι και με κοίταγε ευθεία στα μάτια. Τότε απορούσα γιατί το έκανε, αργότερα κατάλαβα ότι ήθελε να τον προσέχω, να του δείχνω αντίληψη των όσων μου έλεγε και στοργή από το χάδι που ήθελε σαν επιβράβευση των όσων έκανε.

Ακοίμητος φρουρός και συμπαραστάτης του πάντα η Μαρία, που σαν μάνα δεν ξεχώριζε κανένα από τα παιδιά της και ενδιαφερόταν για όλους. Αυτή η μάνα που όταν αργότερα πέθανε ο σύζυγος της, έπρεπε να είναι και στο παραδοσιακό καφενείο που διατηρούσαν χειμώνα καλοκαίρι, ταυτόχρονα με τις δουλειές του σπιτιού και την επιμέλεια των παιδιών συν τις αγροτικές δουλειές. Δεν είναι και λίγα.

Ήρθαν κι άλλες φουρτούνες στη ζωή της, με ασθένειες δικών της προσώπων, αλλά εκείνη βράχος, άσβηστος φάρος δύναμης και αισιοδοξίας για όλους όσους την περιτριγύριζαν. Αργότερα τα παιδιά της έφυγαν στην Αθήνα για να σπουδάσουν, δημιούργησαν οικογένειες, της έφεραν εγγόνια και αργότερα δισέγγονα, η αυλή της γέμιζε κόσμο, μικρούς μεγάλους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα αυτής της καταταλαιπωρημένης μάνας, που άνοιγε τα χέρια της σαν μεγάλη πετροπέρδικα και μ’ ένα τεράστιο χαμόγελο έσφιγγε στην αγκαλιά της τα παιδιά της τα εγγόνια της αλλά κι εμάς που μας θεωρούσε σαν παιδιά της. Εμένα όποτε με έβλεπε, χαιρόταν χαμογελούσε μ’ ένα φαρδύ χαμόγελο, με αγκάλιαζε και με φιλούσε, το αισθανόταν από τα κατάβαθα της ψυχής της,  το αισθανόμουν κι εγώ. Αυτό ήταν που παρ’ όλες της τρικυμίες της ζωής, της, αυτή η γυναίκα είχε τη δύναμη να τα ξεπερνά, να κοιτά μπροστά και να σου μεταδίδει την αισιοδοξία της. Τέλειο μάθημα θάρρους, ονειροδόμησης, αξιών, ηθικής και μεγάλης δύναμης στον μεγάλο μαραθώνιο που τρέχουμε όλοι και λέγεται ζωή.

Βέβαια αργότερα η ζωή της έπαιξε άσχημα παιχνίδια και η μεγάλη μάνα λύγισε. Σε σύντομο χρόνο της αφαίρεσε από κοντά της το στερνοπούλι της τον Αρκάδιο, από την ανίατη αρρώστια. Αυτό δεν μπόρεσε να το χωνέψει, ποια μάνα άλλωστε μπορεί να το δεχτεί να χάνει το παιδί της; Το γελαστό, πρόσχαρο, καλοσυνάτο (απορώ αν είχε έστω και ένα εχθρό) αυτό παιδί. Τον κλάψαμε και τον κλαίμε ακόμα όλοι σαν τον αδελφό που χάσαμε. Η Μαρία “είχε πάρει την απόφαση της” χωρίς να την ανακοινώσει σε κανένα, σύντομα να έχει πάλι κοντά της το στερνοπούλι της…

Κοντά της ήταν όμως κι ο πρωτότοκος Μιχάλης που αναζητούσε από τα μητρικά της χέρια το χάδι και την συμπαράσταση που του έδινε τόσα χρόνια. Όταν όμως λόγω της κατάστασης της δεν βρήκε ανταπόκριση στο μητρικό χάδι και στη επικοινωνία μαζί της, έβαλε κι εκείνος “ρότα” να τη συνοδέψει στη γειτονιά των αγγέλων και να συναντήσει τον μικρό του αδελφό. Ένα “σύγχρονο καλογραμμένο έργο αρχαίας ελληνικής τραγωδίας” που παίχτηκε στη σύγχρονη πραγματικότητα του νησιού μας σε διάστημα δύο ετών. Και η τραγική ειρωνεία της ζωής, η μάνα και στο κοιμητήριο έχει ανοίξει τα χεράκια της κι εκεί δίπλα της από την μια πλευρά έχει το στερνοπούλι της κι από την άλλη τον πρωτότοκο, ποτέ χωριστά, πάντα μαζί.

Αυτή η ηρωίδα Καριώτισα μάνα, που αντίστοιχα γεγονότα στη ζωή πολλών μανάδων μπορεί να  έχουν συμβεί, με τη ζωή της αλλά και τη στάση της σε όλες τις μπόρες που ξέσπαγαν πάνω της, έχει δώσει τεράστια μαθήματα και μηνύματα ανθρωπιάς, αλληλεγγύης, δικαιοσύνης και επιβίωσης με τις όποιες  δυσκολίες, στη δική μου τη γενιά κι εμείς με τη σειρά μας στις επερχόμενες γενιές.

Μπροστά της, αλλά και μπροστά στην όποια μάνα έζησε παρόμοιες καταστάσεις, σκύβω ευλαβικά το κεφάλι, λέω ένα μεγάλο ευχαριστώ γι αυτά που “ρουφήξαμε” από τη ζωή της, της δίνω την ευχή εκεί στην γειτονιά των αγγέλων, να συνεχίσει να είναι αυτό που ήταν κι εδώ, σ’ αυτό τον μάταιο κόσμο.

Μην απορείτε λοιπόν (απευθύνομαι στα διεθνή ΜΜΕ) πως μπορούμε εμείς οι Καριώτες να ζούμε όμορφα, λιτά, αξιοπρεπώς, αλλά με τεράστια σχέδια για ζωή και δημιουργία, πολλά χρόνια. Έχουμε πολλά και ισχυρά γονίδια από τους προγόνους μας, που αν εσείς προσπαθείτε να τα κάνετε “τηλεοπτικά πυροτεχνήματα” λίγο μας ενδιαφέρει, εμείς διδάσκουμε ζωή όπως πρέπει να είναι και όπως μας την δίδαξαν οι παλαιότεροι. Τα υπόλοιπα είναι περιττά.

Σωτήρης Πολίτης

Διαβάστε ακόμα

Ο ραδιοσταθμός της Ικαρίας με ζωντανό πρόγραμμαενημέρωσης και ψυχαγωγίας.

Editorial

απαραιτητα

©2023 ikariaki. All Right Reserved. Designed and Developed by Fekas Brothers & Digital Avenue