Aπό ανακοίνωση της ΠΟΕΔΗΝ για το Κέντρο Υποδοχής στη Μόρια,μετά από επίσκεψη κλιμακίου της την Τετάρτη 5/7/2018:
“Συναντήσαμε ένα σύγχρονο Υγειονομικό ναρκοπέδιο.
Στο ΚΥΤ Μόριας από ενημέρωση που είχαμε από αρμοδίους, διαβιούν σε άθλιες απαράδεκτες συνθήκες 7.368 μετανάστες και πρόσφυγες, αν και η δυναμικότητα του Κέντρου είναι για 3.000. Από Κέντρο Υποδοχής και καταγραφής των μεταναστών και προσφύγων με διαμονή έως ένα μήνα το πολύ που χρειάζεται να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες καταγραφής, κατέληξε να γίνει καταυλισμός με διαμονή επ’ αορίστου.
Κάθε ημέρα το λιμενικό ή η frontex φέρνουν στη Μόρια 100 περίπου νέους μετανάστες – πρόσφυγες και δεν φεύγει ούτε ένας λόγω μη εφαρμογής των μέτρων επαναπροώθησης και της έλλειψης κατάλληλων χώρων φιλοξενίας.
Νοίκιασαν χωράφια δίπλα από το ΚΥΤ Μόριας και συνεχώς ο καταυλισμός (έτσι εξελίχθηκε) μεγαλώνει με σκηνές που στήνονται. Ζουν ένας πάνω στον άλλον. Οι ΜΚΟ κάνουν χρυσές. Κάνουν ότι θέλουν. Δεν υπολογίζουν τίποτα. Εκμεταλλεύονται τους πρόσφυγες και τους μετανάστες. Στον καταυλισμό δεν υπάρχει νερό πολλές ώρες την ημέρα. Δεν υπάρχει αποχετευτικό δίκτυο. Τα λήμματα είναι εκτεθειμένα σε χώρους διαμονής. Σμήνος κουνουπιών και άλλων εντόμων τα οποία είναι φορείς μετάδοσης μικροβίων. Βρώμα και δυσοσμία παντού.
Όλα τα λήμματα καταλήγουν σε ένα ποτάμι που περνάει από τον καταυλισμό και από εκεί στη θάλασσα.
Τρέχει το ποτάμι με λήμματα.
Έχουμε κρούσματα με λοιμώδη νοσήματα, ηπατίτιδα, φυματίωση, AIDS που λόγω των συνθηκών διαβίωσης είναι αυξημένα”.
Aπό το βιβλίο “Αιγαιοπελαγίτες Πρόσφυγες στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο” (εκδόσεις Νότιος Άνεμος) και το κεφάλαιο “Στο hotspot του Τσεσμέ””
Όπως μας περιέγραψε η Καίτη Φράγκου – Ζηκίδη: «Εκεί μείναμε σε στρατόπεδο προσφύγων σε σκηνές, σε έναν λόφο που εκεί ήταν πρώτα στρατιωτικός τόπος εκπαίδευσης, σε πετρώδες έδαφος. Οι συνθήκες εκεί ήταν κακές και είχαμε και πολλούς θανάτους γερόντων από κακουχίες, μολύνσεις, τυφοειδή πυρετό, κακή διατροφή. Εκεί έχασαν τα παιδιά τους ο Γιώργος Φουντούλης και η σύζυγός του Θεοδοσία.
Τα χαντάκια που είχαν σκάψει για εκπαίδευση οι στρατιώτες, πριν πάμε εμείς, ήταν οι ανοιχτοί αγωγοί των ακαθαρσιών από τις τουαλέτες που είχαν στηθεί ακριβώς από πάνω τους.
Από την πλευρά της η Αντιγόνη Ρωμυλίου θυμάται: «Ο Τσεσμές είχε πολλά ερειπωμένα σπίτια Ελλήνων που είχαν φύγει το 1922 και μετά. Μείναμε σε μία παλιά, εγκαταλελειμμένη αποθήκη, όπου ήμασταν διακόσια άτομα σε χώρο όσο έπιανε το σώμα μας. Όσοι ήταν δίπλα στον τοίχο ήταν τυχεροί, γιατί όσοι ήταν στη μέση συχνά τους πατούσε άλλος μπαίνοντας ή βγαίνοντας.
Ιωάννα Ξηρού – Τσαγκά: «Καταγραφήκαμε και μείναμε σε σκηνές, ενώ υπήρχε πολύ ψείρα. Στρώσαμε ψάθες σε μία σκηνή για δέκα άτομα και τα πόδια έβγαιναν έξω. Μείναμε τρεις μήνες στον Τσεσμέ, αρχικά τρώγαμε από συσσίτιο και μετά μας έδιναν κάποια χρήματα για σίτιση. Από τη δυσεντερία σημειώθηκαν αρκετοί θάνατοι και τους θάβαμε στον λόφο. Από τον τύφο προσβλήθηκε ένας ξάδερφός μου, ο Γιάννης Κατσάς, που τον πήγαμε στο νοσοκομείο και έγινε καλά. Τους ιερείς μας οι Τούρκοι τους υποχρέωναν σε κούρεμα και σε κοστούμι, όχι ράσα. Οι έμποροι έκαναν χρυσές δουλειές από τους πρόσφυγες.
Είχαμε έναν τενεκέ, τον είχαμε κάνει κατσαρόλα και τρώγαμε μέσα από αυτόν. Νοικιάζαμε σκάφες από τις Τουρκάλες και πλέναμε τα ρούχα μας. Πηγαινοφέρναμε τα ρούχα για πλύσιμο και κρύβαμε από τον σκοπό τρόφιμα μέσα στα ρούχα”.
Η Ελευθερία Φράγκου – Πορτέλλου μας είχε πει: «μας πήγαν στον Τσεσμέ. Εκεί μας έδωσαν ψάθες να στρώσουμε και να κοιμηθούμε και μας έβαλαν σε μεγάλες αποθήκες, όπου ήταν χιλιάδες πρόσφυγες και υπήρχαν και πολλές ψείρες.