Table of Contents
Τάσος Γιαννόπουλος
Ένα μικρό αφιέρωμα στην ιστορία της Ικαρίας, με αφορμή τον θρύλο για μία πράξη συλλογικής αυταπάρνησης η οποία αποδείχτηκε σωτήρια για την επιβίωση του αγαπημένου «κόκκινου» νησιού.
Το πρώτο πράγμα που σκέφτεται κανείς όταν ακούει «Ικαρία» είναι ο ομώνυμος χορός, μέχρι τελικής πτώσεως, στα περίφημα πανηγύρια: Κάποια από αυτά, ειδικά στο νότιο τμήμα της Ικαρίας, αποτελούν πραγματική συνάντηση Ικαριωτών που ζουν στο νησί ή βρίσκονται εκεί για διακοπές και κάποια άλλα είναι ψιλοστημένη εθιμοτυπία των «γκρούβαλων» που κατακλύζουν το βόρειο και πιο τουριστικό μέρος του νησιού.
«Ούλοι εμείς εφέντη»
Σε δεύτερο χρόνο, όμως, το μυαλό ταξιδεύει στην «πολιτική» ιστορία του νησιού, λιγότερο ή περισσότερο γνωστή. Μπήκα στον κόπο να τη σκαλίσω όταν είδα το παρακάτω σύνθημα, γραμμένο από υποστηρικτές του ΚΚΕ, σε κάποιον βράχο, κοντά στις ξακουστές «Σεϋχέλλες»:
Η φράση «συγκούδουνο τ’ αρνί» έχει συνδυαστεί με τον αστικό θρύλο που συνοδεύει τις ιστορίες για την επέτειο της Ικαριακής Επανάστασης του 1912 (θα δείτε παντού, κυκλοφορώντας στο νησί, τα σχετικά μπλουζάκια με τη σημαία) και της ενσωμάτωσης του νησιού με την Ελλάδα το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, (η Ικαρία «έζησε» κάποιους μήνες σαν ανεξάρτητο κράτος!).
Αρκετά χρόνια πριν το 1912, σύμφωνα με την ιστορία που μας επανέλαβε κάποιος ντόπιος όταν τον ρωτήσαμε για το σύνθημα στον βράχο, Τούρκος αξιωματούχος είχε εξοργίσει τους κατοίκους καθώς αξίωνε πολύ συχνά να τον μεταφέρουν «κουβαλητό», είτε στις πλάτες τους, είτε σε φορείο.
Κάποια στιγμή, ο Τούρκος ζήτησε να μεταφερθεί με φορείο από τη μία πλευρά του νησιού στην άλλη και έταξε ένα αρνί δώρο αν η μεταφορά γίνει μέσα σε μία μέρα. Δύο Ικαριώτες ανέλαβαν την αποστολή και είχαν κανονίσει, όταν θα περνούσαν από τον πιο μεγάλο γκρεμό, να τον πετάξουν από κάτω. Θα τον ρωτούσαν αν το αρνί που θα τους έδινε θα ήταν «συγκούδουνο», αν θα είχε δηλαδή και κουδούνι ή όχι. Αν απαντούσε «όχι», θα τον άδειαζαν από το φορείο, αν απαντούσε «ναι» θα τον πέταγαν μαζί με το φορείο, όπως και τελικά έγινε.
Μετά από λίγο καιρό οι Οθωμανοί, στην προσπάθειά τους να βρουν τους ενόχους, έστειλαν άγημα το οποίο συγκέντρωσε τον κόσμο στην κεντρική πλατεία για ανακρίσεις. Στο ερώτημα «ποιοι σκότωσαν» τον αξιωματούχο, η απάντηση που δόθηκε, σύμφωνα με τον θρύλο, ήταν «ούλοι εμείς εφέντη». Όλοι μαζί ανέλαβαν την ευθύνη, έτοιμοι να υποστούν τις συνέπειες.
(μία από τις σελίδες του κόμικ, σε σχέδιο του Θανάση Πέτρου και κείμενο του Δημήτρη Τσιμπίλη, το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Σχεδία, τον Μάρτιο του 2014)
Ο επικεφαλής του τουρκικού αποσπάσματος δεν προχώρησε σε αντίποινα και έφυγε. Όπως λέγεται, σκέφτηκε ότι αν κατέστρεφε την παραγωγική βάση του νησιού, σκοτώνοντας όλον τον πληθυσμό, δύσκολα θα μπορούσε στο άμεσο μέλλον να συνεχίσει να παίρνει φόρους, αφού από τους μή έχοντες και πολύ περισσότερο από μη ζώντες, τι μπορείς να πάρεις;
Η φράση έμεινε στην τοπική ιστορία σαν δείγμα συλλογικού θάρρους. Έγινε μάλιστα και τίτλος σε ταινία του Ικαριωτη σκηνοθέτη Λεωνίδα Βαρδαρού, που αναφέρεται σε άλλη ιστορική περίοδο, αυτή της Ελλάδας αμέσως μετά τον εμφύλιο:
Πρόκειται για ταινία που βασίστηκε σε πραγματική ιστορία.1949 – 1955: Η πορεία μια οκταμελούς ομάδας ανταρτών του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας στην Ικαρία.
Επίσης, ο Νικόλαος Καρίμαλης, στο μυθιστόρημα «Η τιμωρία του Μουσταφά (όλοι εμείς αφέντη)», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νότιος Άνεμος και τον Μάρτη του 2013 είχε παρουσιαστεί και στο ert.gr, συμπεριλαμβάνει πραγματικά περιστατικά της εποχής (πληροφορίες: ΕΡΤ).
Η Ικαρία της εξορίας
Στο δρόμο από τον Αρμενιστή προς την διάσημη για το τοπικό πανηγύρι Ακαμάτρα, το μάτι μας έπεσε στο τοιχοκολλημένο κάλεσμα για το ετήσιο πολιτικό μνημόσυνο εξορίστων της Ικαρίας.
Έτσι, μεταφερθήκαμε νοερά στη δεύτερη «πολιτική» περίοδο του νησιού, η οποία το σημαδεύει μέχρι σήμερα: Η Ικαρία υπήρξε τόπος εξορίας στο διάστημα 1938-1954, οπού εκτοπίστηκαν χιλιάδες άνθρωποι (μεταξύ αυτών και ο Μίκης Θεοδωράκης).
Pάχες Ικαρίας, 1947: Oμάδα εξορίστων και ανάμεσά τους με το ραβδί ο Mίκης Θεοδωράκης. Ακριβώς πίσω από τον Θεοδωράκη ο Μένιος Τσερώνης. Στην Ικαρία το ίδιο διάστημα βρέθηκαν ως εξόριστοι και ο Λάκης Σιάντας, ο Ρούσος Κούνδουρος, ο Μήτσος Παρτσαλίδης, ο Φοίβος Ανωγιαννάκης και πολλοί άλλοι γνωστοί αγωνιστές του ΕΑΜικού κινήματος. Ανάμεσά τους και ο Ευάγγελος Μαχαίρας που αναφέρει πως, όταν το καλοκαίρι του 1948 μεταφέρθηκε από τον Χρυσόστομο στο Μαυράτο της Ικαρίας, βρήκε εκεί τον Μενέλαο Λουντέμη κι έκαναν καθημερινή παρέα “σ’ ένα «θάλαμο» Ποντίων, που είχαν μια λύρα και μας τραγουδούσαν ποντιακά τραγούδια ή μας έλεγαν ποντιακά ανέκδοτα”. (πηγή: Ευάγγελος Μαχαίρας, Ικαρία-Μακρόνησος-Στρατοδικεία. Εξόριστος στην Ικαρία και στη Μακρόνησο, περιοδικό της Εταιρείας Ικαριώτικων Μελετών, τριμηνιαία έκδοση, αριθμ. φύλλου 14, έτος 5ον, σελ. 25.)
«… Ανοιξαν οι καταπέλτες των αρματαγωγών κι ακούμπησαν στα βότσαλα της παραλίας του Ευδήλου… Ταξιδεύαμε τρία μερόνυχτα. Ετσι επίτηδες για να μας σπάσουν τα νεύρα. Τρία μερόνυχτα όρθιοι στα αμπάρια σαν τα πρόβατα. Είχαν προηγηθεί άλλα τρία μερόνυχτα στην Ψυττάλεια, χωρίς νερό μέσα στη λάβρα του καλοκαιριού. Κανένας δεν ήξερε πού μας πάνε…», διηγήθηκε ο δημοσιογράφος Δημ. Σέρβος, ο οποίος βρέθηκε 16 μήνες εξόριστος στην Ακαμάτρα.
(στην Ακαμάτρα σήμερα, εκτός από το πανηγύρι, θα βρείτε καφενεδάκια κάτω από τα πλατάνια και σπιτικό φαγητό)
Εκείνοι που μερίμνησαν για τη διαμονή των εξορίστων δεν ήταν άλλοι από τους ντόπιους και τις Ομάδες Συμβίωσης Πολιτικών Εξορίστων (ΟΣΠΕ), που είχαν συγκροτήσει όσοι βρίσκονταν ήδη στο νησί.
Από την συνύπαρξη του ντόπιου πληθυσμού με τους εξόριστους μεταξύ των οποίων λαμπρά ονόματα της τότε «ιντελιγκέτσιας», καθηγητές πανεπιστημίου, μεγάλες προσωπικότητες της Αριστεράς παγιώθηκε η σχέση του νησιού με την Αριστερά («κόκκινος βράχος» ήταν και μάλλον παραμένει το «παρατσούκλι» της Ικαρίας), σχέχη η οποία αποτυπώνεται και σε όλα τα εκλογικά αποτελέσματα.
(20 χιλιόμετρα από τον Εύδηλο, το λιμάνι που αποβιβάζονταν οι εξόριστοι, θα κολυμπήσετε στον επιβλητικό Να. Προσοχή στα κύματα και τις δίνες!)
«Στις σχετικά χαλαρές συνθήκες κράτησης τους, λέει η ερμηνεία, οι κομμουνιστες συγχρωτίστηκαν με τον ντόπιο πληθυσμό και τον επηρέασαν καταλυτικά με το υψηλό επίπεδο γνώσης και ανθρωπισμού τους», διαβάζουμε σε ένα αφιέρωμα τοπικής ιστοσελίδας για τις ρίζες της αριστερής «ηγεμονίας» στο νησί.
Χαρακτηριστκό (και αιτία εδραίωσης αυτής της «ηγεμονίας») είναι ότι την περίοδο 1947-1948 υπολογίζεται ότι στην Ικαρία βρίσκονταν 15.000 πολιτικοί εξόριστοι, όταν ο ντόπιος πληθυσμός ήταν γύρω στις 11.000. Οι πολιτικοί κρατούμενοι έφταναν στο νησί χωρίς να γνωρίζουν τον προορισμό τους, χωρίς να υπάρχει γι’ αυτούς εξασφαλισμένη στέγη ή κάποια ελάχιστα εφόδια (πηγή: kokkinosfakelos.blogspot.gr).
Όπως περιγράφει γλαφυρά ο Βασίλης Κουτσογιαννόπουλος στη «Μαρτυρία Εξορίας»:
Οι εξόριστοι προσέγγιζαν με πολεμικά πλοία τα δύο λιμάνια του νησιού, τον Άγιο Κήρυκο και τον Εύδηλο, όπου διαμετακομίζονταν στην ξηρά με βάρκες και καΐκια, μιας που το νησί δεν διέθετε κατάλληλο λιμάνι για μεγάλα πλοία. Έπειτα, τους παραλάμβανε η χωροφυλακή, τους φακέλωνε και τους έστελνε σε διάφορα χωριά, όπου θα παρέμεναν. Όπως γίνεται ευνόητο, από την αναλογία εξορίστων και ικαριωτών, η διασπορά γινόταν στο σύνολο, σχεδόν, του νησιού, το οποίο ήταν πάντοτε αραιοκατοικημένο, αλλά μετά το μαζικό κύμα μετανάστευσης προς τις ΗΠΑ, των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, πολλά οικήματα ήταν ακατοίκητα.
Στο νησί δεν υπήρχαν στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως αλλού. Οι εξόριστοι καλούνταν να φροντίσουν μόνοι τους τα της κατοικίας τους, την οποία αποτελούσε συνήθως ένας στάβλος ή κάποιο εγκαταλελειμμένο οίκημα.
Οι κάτοικοι τούς περιέθαλψαν και τους φιλοξένησαν στα σπίτια τους. Οι εξόριστοι, με τη σειρά τους, βοηθούσαν κι εκείνοι όπως μπορούσαν τους ανθρώπους του νησιού. Εργάζονταν κοντά τους, στα ζώα και τα κτήματα, αλλά οργάνωναν και θεατρικές παραστάσεις, μουσικές βραδιές, έψελναν στις εκκλησίες.
Σύμφωνα με μια μαρτυρία, «στον Ξυλοσύρτη βρίσκεται ο μοναδικός νερόμυλος της Ικαρίας με δύο καμάρες. Τον έχτισαν εξόριστοι. Στο Χρυσόστομο οι εξόριστοι έφτιαξαν το μόλο, στο δρόμο δίπλα στο γιαλό.
(στον Ξυλοσύρτη σήμερα θα βρείτε μία από τις ωραιότερες και πιο ήσυχες παραλίες του νότιου τμήματος του νησιού)
Στο Μαυράτο επισκεύασαν τις πλύστρες. Στην Αράθουσα, ειδικοί μαστόροι κατάφεραν να φέρουν νερό στην κεντρική πλατεία. Στις Ράχες επισκεύασαν το δρόμο προς τον Αρμενιστή. Εξόριστος γεωπόνος, από τον Πόντο, ήταν εκείνος που έμαθε τους ντόπιους να καλλιεργούν πατάτες με νέα μέθοδο. Ήταν πολλοί οι εξόριστοι καθηγητές, οι δάσκαλοι που βοήθησαν τα παιδιά στο σχολείο. Που δίδαξαν μαθητές σε απομακρυσμένες περιοχές που δεν είχαν πρόσβαση σε σχολεία. Που στήριξαν πολλούς μαθητές στην προετοιμασία τους για το πανεπιστήμιο».
(ο Αρμενιστής σήμερα, ένα όμορφο παραθαλάσσιο χωριό στο βόρειο τμήμα, όπως φαίνεται από την εξαιρετική παραλία του Λιβαδιού)
Η ανέφελη συμβίωση ικαριωτών και εξορίστων, η οποία προκαλεί ακόμα και σήμερα ευχάριστες αναμνήσεις και διαρκή προσκυνήματα, οφείλεται όχι βέβαια σε κάποια ιδιαίτερη «ψυχοσύνθεση» των ικαριωτών, αλλά σε δύο στοιχεία, εκ των οποίων το δεύτερο συνήθως παραγνωρίζεται. Η απομόνωση και η απόσταση, σε συνδυασμό με το άγονο έδαφος του νησιού, διαμόρφωσε μια κοινωνική συνθήκη η οποία ανέκαθεν βασιζόταν στην αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της κοινότητας, την αλληλοβοήθεια, τον αντιπραγματισμό. Από την άλλη μεριά, όμως, το «περίκλειστο» της κοινότητας οδηγεί σε μια αποσιώπηση, όταν τα μέλη της έρχονται σε επαφή με τους «εκτός», των εσωτερικών διχασμών.
Το ότι οι «κάτοικοι», γενικά, συνυπήρξαν με τους εξόριστους, είναι αληθές. Αποκρύβει, όμως, μια κρίσιμη, εσωτερική διαφοροποίηση. Διότι, μεταξύ των ικαριωτών υπήρχαν και αρκετοί αριστεροί. Οι οποίοι δεν συμβίωσαν, απλώς.
(ίσως δεν γνωρίζουν λεπτομέρειες για την περίοδο της εξορίας αλλά οι πολλές γάτες της Ικαρίας έχουν να σας διηγηθούν ενδιαφέρουσες ιστορίες για τις τελευταίες δεκαετίες «ανάπτυξης» του νησιού που γεμίζει κάθε καλοκαίρι από όλο και περισσότερο κόσμο)
Η Ικαρία δεν περίμενε την έλευση των εξορίστων, το 1946, για να γνωρίσει τις αριστερές ιδέες. Διέθετε, ήδη από τη δεκαετία του 1920, αριστερό κίνημα. Οι ιδέες, μάλιστα, δεν προήλθαν από την Αθήνα ή από κάποιο κοντινό νησί, αλλά από την Αμερική, μέσω επαναπατρισθέντων μεταναστών.
Το καλοκαίρι του 1947, σε μυστική σύσκεψη στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος, του Αγροτικού Κόμματος και της ΕΠΟΝ, συγκροτήθηκε διακομματική επιτροπή ως ενιαίο καθοδηγητικό κέντρο του ικαριώτικου κινήματος και πάρθηκαν αποφάσεις, που αφορούσαν τις σχέσεις με τους εξόριστους, τη φύλαξη του παράνομου μηχανισμού και την έκδοση της παράνομης, πια, εφημερίδας του τοπικού ΕΑΜ, της «Νέας Ικαρίας». Λίγο αργότερα πάρθηκε η απόφαση για παθητική ένοπλη αυτοάμυνα, μια που η γεωγραφία αλλά και οι δυνάμεις του νησιού έκαναν τη δημιουργία αντάρτικου μια υπόθεση εξαρχής αποκλεισμένη.
Οι αντάρτες της Ικαρίας βοήθησαν με τις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ στην απόδραση εκατό περίπου εξορίστων, που έμειναν μαζί τους ή φυγαδεύτηκαν στην Αθήνα, στην Σάμο και αλλού. Κατόρθωναν, εξάλλου, με μικρά πλωτά μέσα να σπάζουν τον κλοιό των καταδρομικών και των αντιτορπιλικών και να διατηρούν τακτική επικοινωνία με την Σάμο και την Αθήνα. Κατάφεραν, μάλιστα, να μεταφέρουν ικαριώτες και εξόριστους στην Σάμο, για ένταξή τους στον εκεί Δημοκρατικό Στρατό, και πολλούς τραυματίες από την Σάμο για θεραπεία στην Ικαρία.
Μετά την καταστροφή του Δημοκρατικού Στρατού στην Σάμο, ο κυβερνητικός στρατός ετοιμάστηκε να στραφεί κατά των ανταρτών της Ικαρίας, αφού προηγούμενα συνέλαβε όλους τους συγγενείς τους και συγκέντρωσε όλους τους κατοίκους της ορεινής περιοχής σε παραθαλάσσια κέντρα. Ο γραμματέας της τοπικής κομματικής οργάνωσης Χρήστος Μαυρογιώργης, ενεργώντας αυτόβουλα, παράγγειλε τότε στους αντάρτες να παραδώσουν μεμονωμένα τον οπλισμό τους ως αυθορμήτως παρουσιασθέντες. Εννιά μαχητές του ΔΣ Ικαρίας αρνήθηκαν να παραδοθούν και παρέμειναν καταδιωκόμενοι στο νησί μέχρι το 1955: οι Γιάννης Τσερμέγκας, Φίλιππος Μαυρίκης, Ευστράτιος Τσαμπής, Στέφανος Παπαγεωργάκης, Αντώνης Καλαμπόγιας, Κώστας Λίτσας, Δημήτρης Μπάφας, Χαράλαμπος Γκότζιος κατόρθωσαν να επιζήσουν και να καταφύγουν, τελικά, στις σοσιαλιστικές χώρες, ενώ ο Βασίλειος Φρουζές πήγε στον Βόλο απ’ όπου καταγόταν και δούλεψε στην παρανομία (πηγή: Αυγή, σύνδεσμος: http://www.avgi.gr/article/10812/2224102/martyria-exorias).
(κοντά στη Μονή Μουντέ, σίγουρα θα σας συνεπάρει το τοπίο στο σημείο κοντά στον καταρράκτη Ραξούνια)
«Πρέπει να τη βαφτίσουμε συμπόνια»
Αξίζει επίσης να διαβάσει κάποιος αποσπάσματα του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος «Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα», του Μενέλαου Λουντέμη ο οποίος επίσης βρέθηκε εξόριστος στην Ικαρία:
«Η Ικαρία… Πρέπει να τη βαφτίσουμε “Συμπόνοια”», γράφει ο συγγραφέας και συνεχίζει για την παροιμιώδη αλληλεγγύη των Iκαριωτών στους πολιτικούς εξόριστους επισημαίνοντας: «Οι Ικαριώτες… Θυμούμαι πέρσι πούμασταν στο άλλο χωριό, το Mαυράτο. Γη δεν είχε ούτε κείνο… Λίγη αλεσμένη πέτρα όπου φυτεύανε δέκα μαρούλια και πέντε κρεμμύδια. Mα κανένας τους δεν τα γεύτηκε. Όλα τα τάιζαν σ’ εμάς. Tα πετούσαν κρυφά τις νύχτες απ’ τα μεσότοιχα. Mια μέρα μας έστειλαν αγγαρεία στην πέτρα. Tα πεζούλια απ’ όπου περνούσαμε ήταν στρωμένα με φρεσκοκομμένα σύκα. Tάχαν αφηγμένα στιβίτσες στιβίτσες απάνω στα συκόφυλλα για να τα βρούμε γυρνώντας απ’ τη σκληρή δουλειά. Aλλά τι να πρωτοθυμηθώ; Tο γάλα… Tο κάθε σπίτι είχε από μια κατσικίτσα, κι ένα σωρό παιδιά. Tα παιδιά αυτά από τότε που πήγαμε εμείς χάσανε το γάλα τους. Mας τόδιναν με χίλιες πονηριές για τους αρρώστους μας. Το ξέρανε πως ο Χλαμούτσης ήταν ικανός να τους εκτελέσει επί τόπου αν τους έπιανε. Το ξέρανε. Αλλά δεν έκαναν πίσω».
Σήμερα, τόπος ιστορικής μνήμης αλλά και αγαπημένος προορισμός διακοπών, η Ικαρία αγναντεύει ράθυμη το μέλλον από τον πύργο του Δράκανου στο ανατολικό της άκρο. Φάτε, χορέψτε, πιείτε το εξαιρετικό ικαριώτικο κρασί αλλά κυρίως δείξτε σεβασμό σε έναν τόπο που, πιστός στην αλληλέγγυα παράδοσή του, αγκαλιάζει τον καθένα σαν να είναι ντόπιος…
Αναδημοσίευση από : https://left.gr