Μιάβ βολάγ κι έναγ καιρόν… ω!!! νυχτέρια, πανηγύρια…
Στην «Βριχωπή» ψηλά στο Μάραθο της Νικαριάς ζούσαν που λέτε κάποτε, δύο πολυμελείς οικογένειες, ήταν δηλαδή γειτόνοι. Η κάθε μια με το εξοπλισμένο για την εποχή εκείνη νοικοκυριό: ζώα, χωράφια, αμπέλια, κήπους, δέντρα και με πολλά παιδιά. Άνθρωποι δουλευτάδες – πολυφαμελίτες, έσκαβαν την γη, έβοσκαν τα ζώα τους, δισκάφιζαν και κλάδευαν τα αμπέλια τους, έφτιαχναν το κρασί τους. Αγίασμα ο ιδρώτας των…
Πότε- πότε όμως «πείραζε» ο ένας τον άλλον. Κι όταν λέμε εμείς στην Νικαριά «πείραζε» μην πάει ο νους σας σε χωρατά ή πώς τα λέτε εσείς σήμερα; πονηρές «παρενοχλήσεις» και τα υπόλοιπα…
Α! όλα κι όλα όχι, όχι τέτοια σοβαρά πράγματα. Να! μερικές φορές «άγγιζε», αυτό θα πει δοκίμαζε, ο ένας ένα τσαμπί σταφύλι για παράδειγμα, από το αμπέλι του άλλου, του άρεσε έκοβε και μερικά ακόμα και τα έριχνε στο «φυλάκι» του!… το σακίδιο που έφερε πάντα στην πλάτη του για κάθε ενδεχόμενο.
Ήρθε όμως μια μέρα που ο ένας είχε βάσιμες υποψίες ότι ο γείτονάς του τον «πείραζε» δηλαδή όλο και κάτι του έκλεβε κάθε φορά από την σοδειά. Έτσι θεώρησε ότι του έκλεψε ακόμη και κρασί από το πυθοστάσι που ήταν στην άκρη της αυλής.
Όλα θα μπορούσε να του τα συγχωρέσει, όμως αυτό με τίποτα, γιατί το κρασί για μας διαχρονικά είναι κάτι «ιερό»! και βέβαια και σε ‘τούτον τον νοικοκύρη που κάθονταν στο τζάκι το χειμώνα με την κυρά του την Καλλιόπη κι εκείνες τις ατελείωτες νύχτες έβρισκαν την ευκαιρία να ανιστορήσουν τα «ανιστόρητα» της ζωής των όλης!, πίνοντας παρέα από τον «πράμνειο οίνο» της δουλεμένης Γης των… έλα μου όμως που το κρασί αυτό το «θαυματουργό» άρεσε πολύ και στον εν λόγω γείτονα;
Σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε πώς να τον τιμωρήσει κι έτσι ένα βράδυ από αυτά τα μεγάλα, που λέγαμε τα χειμωνιάτικα, τον κάλεσε στο “φτωχικό” του για να τον φιλέψει και να πιούν και απ’ το καινούριο γιοματάρι. Χωρίς δεύτερη σκέψη με προθυμία πήγε ο «καλός» σου κι αφού είπαν πολλά και ήπιαν κιόλας, πώς τον καταφέρνει τον μπερδεύει με ένα σχοινί που το είχε κοντά, τον δένει και τον κρεμνάει επάνω σε ένα κατάχυμα της σκεπής του «χητού». Κατόπιν πήγε δίπλα στο πυργάρι, να κοιμηθεί με την Κυρά του, όταν ακούστηκαν οι φωνές του κρεμασμένου που καλούσαν σε βοήθεια για να τον λύσουν.
«Τι έχει και φωνάζει ο μουσαφίρης μας;» Ρωτάει η Κυρά Καλή, τάχα μου ανίδεη για το συμβάν.
«Ασε μην δίνεις σημασία! Ζόρια τραβάει ο γείτονας Καλή!!! Ζόρια!!!»
Αυτή την περίοδο ακούω κι εγώ, σίγουρα κι εσείς φωνές, κραυγές, απειλές, φοβέρες, κλάματα και οδυρμούς που καλούν σε βοήθεια για κάτι εκατομμύρια δις ευρώ!, που λείπουν, λένε από τα ταμεία, ούτε στο μέτρημα εμείς δεν τα καταφέρνουμε, και όσο προχωράει η έρευνα τόσο ζορίζονται οι “μουσαφίρηδες” που θεωρούν τον εαυτό τους νόμιμους ιδιοκτήτες του ταλαίπωρου αυτού κράτους!!!
Γι’ αυτό μην απορείτε σαν τους ακούτε.
«Ζόρια τραβούν οι γειτόνοι φίλοι μου!!! Ζόρια!!! και τι! Ζόρια! .. .ο θεός να μας φυλάει!»
Χαρούλα Κοτσάνη / 2018
Υ.Γ./ Να πέψεις μια γραφή, μαντάτον στα παιδγιά μας, να μάθουν τα χαϊρια μας και τα καμώματά μας!