Του Κοσμά Κέφαλου
Η αξία ενός λογοτεχνικού έργου εξαρτάται από το πόσο σε απασχολεί, πόσο σε προβληματίζει, για πόσο καιρό το θυμάσαι. Ένα βιβλίο αναβαθμίζεται όταν φθαρεί από τη χρήση, όταν σου ζητάει να το μελετήσεις, όταν αντέχει πολλές αναγνώσεις.
Το βιβλίο της Ηρώς Σκάρου «Μια χαρά είναι» (εκδόσεις Γκοβόστη, 2018) σε καλεί να το διαβάσεις τουλάχιστον τρεις φορές.
Στην πρώτη ανάγνωση, σε μια γλώσσα ρέουσα, απολαμβάνεις τις περιγραφές, τους διαλόγους. Γελάς ή συγκινείσαι και εισέρχεσαι νοερά μέσα στα σπίτια, όπου διαδραματίζονται τα περισσότερα γεγονότα, ως μέλος των φανταστικών οικογενειών.
Στη δεύτερη ανάγνωση παρατηρείς τον κοινωνικό και οικονομικό περίγυρο, τους ρυθμούς της πόλης, μαθαίνεις τα έθιμα της ιδιαίτερης πατρίδας της συγγραφέως, της Ικαρίας, φτιάχνεις εικόνες στο μυαλό σου και επεκτείνεις τις ιστορίες, σύμφωνα με τις δικές σου εμπειρίες.
Στην τρίτη ανάγνωση καλείσαι να εμβαθύνεις στις σχέσεις των ανθρώπων, στα όσα βιώνουν οι πρωταγωνιστές των είκοσι διηγημάτων. Δεν θα σου δοθεί, σαν μασημένη τροφή, το πώς αισθάνεται το παιδί για τη μισότρελη μάνα, πόσο πόνο κρύβει ο χαμός του μικρού αδελφού, το δέσιμο με το πατρικό σπίτι, τα αισθήματα της παιδικής φίλης για το μοναχικό άτομο που διολισθαίνει στη διαστροφή.
Δεν θα διαβάσεις πουθενά για τα απωθημένα που κουβαλάει η φόνισσα γερόντων, για την αιτία μιας κατάθλιψης, για το τι μετατρέπει τον έρωτα σε απέχθεια και την απέχθεια σε στοργή.
Μέσα από τη λαχτάρα του μικρού κοριτσιού να του δώσουν σημασία, το λάθος πρότυπο του αγοριού, τις φαντασιώσεις της μεγαλοκοπέλας για τον νεαρό, τις λάγνες ματιές του μεσήλικα για τη φοιτήτρια, την κρίση της συμβίωσης, τις εξωσυζυγικές σχέσεις, το ρομπότ με τα σέξι εσώρουχα και την τάση φυγής, ακούς για άγνωστα περιστατικά που μπορεί να συμβαίνουν δίπλα σου.
Η Ηρώ μιλάει για απιστία, για εγκατάλειψη, για μοναξιά: «…οι τοίχοι την στένευαν. Άφηνε συχνά τους ήχους της πόλης να μπαίνουν μέσα. Τότε ο χώρος έμοιαζε να μεγαλώνει λίγο».
Αναφέρεται σε ανθρώπους που αδυνατούν να δραπετεύσουν από συμβάσεις και αδιέξοδα. Περιγράφει την αγάπη για τη ζωή, μα και την υποταγή στη δυσδιάκριτη γοητεία του θανάτου.
Μιλάει για την αδυναμία της μάνας στον εξαρτημένο γιο, εκείνης που, ως αντάλλαγμα, θα εισπράξει προδοσία: «Δεν έφταιγε ο Ιούδας, έτσι έπρεπε να γίνει. Ήτανε γραφτό».
Αναδημοσίευση από : http://www.avgi.gr